FreeCinema

Follow us

ΟΙ ΚΟΥΝΙΑΔΟΙ (2021)

(CUŇADOS)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόνιο Λόπεθ
  • ΚΑΣΤ: Ζοσέ Τουρινιάν, Μιγκέλ ντε Λίρα, Φεντερίκο Πέρεθ Ρέι, Γιολάντα Μουίνιος, Μέλα Καζάλ, Εύα Φερνάντες, Μαρία Βάσκες
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Δύο μπατζανάκηδες αποφασίζουν, ένεκα οικονομικής στενότητας και απελπισίας, ν’ απάγουν τον κουνιάδο της μέγαιρας που τους κατέστρεψε, με σκοπό να ξελασπώσουν μια και καλή χάρη στα πολλά λύτρα τα οποία με άνεση προσδοκούν να εισπράξουν. Επειδή, όμως, εκείνη δεν δείχνει διατεθειμένη να πληρώσει ούτε ευρώ, το σχέδιό τους παίρνει μία εντελώς διαφορετική τροπή.

Έχουμε κατά καιρούς εκφράσει μία σχετικά θετική άποψη για τη σύγχρονη ισπανική κωμωδία (αλλά και την ιταλική), καθώς παρατηρούμε πως διατηρούν κάποια ηθογραφικά δείγματα, τα οποία παρά τις… παντελώς αγέλαστες αστοχίες τους διατηρούν ως έναν βαθμό τη σύνδεση με το λαϊκό στοιχείο που πρεσβεύουν. Τα πρόσφατα ιβηρικά δείγματα γραφής, όμως, ακυρώνουν απολύτως το άνωθεν σκεπτικό, αφού έπειτα από τα περσινά «hits» (#sarcasm) του καλοκαιριού «Όταν Έγινα Πλούσιος» (2019) και «Μέχρι ο Γάμος να μας Μεθύσει» (τα οποία αποτελούσαν remake γαλλικών κομεντί!), έρχονται τούτοι οι original «Κουνιάδοι» ν’ αποδείξουν οριστικά πως οι Ισπανοί γραφιάδες ζήλεψαν (στα ίσα, πια) τη «δόξα» των Γάλλων συναδέλφων τους…

Αν και η βασική ιδέα χρωστάει πολλά στο «Σας Παρακαλώ, Σκοτώστε την Γυναίκα μου» (1986), οποιαδήποτε άλλη σύγκριση σταματά εδώ, αφού η ανάπτυξη του στόρι είναι τέτοια που σε κάνει να θες να «καθαρίσεις» άμεσα σκηνοθέτη, σεναριογράφους και καστ – και χωρίς ιδιαίτερα παρακάλια, μάλιστα. Το σενάριο συνδυάζει καθαρόαιμη φάρσα με αστυνομικού τύπου ίντριγκα, καθώς οι απαγωγείς μπατζανάκηδες βρίσκονται σε δεινή θέση όχι μόνο εξαιτίας της απροθυμίας της νύφης του θύματος τους να πληρώσει λύτρα, αλλά επειδή η λεγάμενη βρίσκεται υπό αστυνομική παρακολούθηση λόγω σφοδρών υποψιών περί παράνομων δραστηριοτήτων της. Το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας που ενώνει τις δύο υποπλοκές, είναι πως η υπεύθυνη της αστυνομικής επιχείρησης είναι η μικρή αδελφή των συζύγων των δύο από ανάγκη «παράνομων», γεγονός που ενισχύει (θεωρητικά…) τόσο το φαρσικό πνεύμα (μιας και υπάρχει εκατέρωθεν άγνοια για τις κινήσεις αμφοτέρων πλευρών), όσο και την αστυνομική μηχανορραφία, που ως σκοπό έχει τη σύλληψη της μαντάμ (όχι επειδή αδιαφορεί για τον κουνιάδο της, αλλά για τις επαγγελματικές της λοβιτούρες).

Εάν όλα αυτά έχουν σαν βασικό τους στόχο να σατιρίσουν τις συγγενικές σχέσεις, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το ισχυρό οικογενειακό δέσιμο που (ενίοτε) δύναται να φέρει κάποιον σε θέση να κάνει πράγματα που ούτε είχε ποτέ του φανταστεί ώστε να σώσει το σπιτικό του, τότε καλύτερα να παίρναμε όλοι από ένα διαζύγιο και να ξεμπερδεύαμε από τέτοιους μπελάδες. Είναι ο κίνδυνος οριστικής παύσης εργασιών του οικογενειακού οινοποιείου που ωθεί τους δύο βασικούς ήρωες στη απονενοημένη απαγωγή, με το γλυκό κρασάκι που αρχίζει να ρέει άφθονο όταν το πράγμα στραβώνει, να δίνει αφορμές για «ομορφιές» καλαμπουριών μέθης και απώλειας ελέγχου. Το εύρημα τούτο δίνει παράλληλα το έναυσμα της αλλαγής γραμμής πλεύσης του άτυχου θύματος, μιας και στον εκλεκτό τοπικό οίνο οσμίζεται μεγάλη επενδυτική ευκαιρία για την οποία δεν έχει ανάγκη τη σκύλα νύφη του, παρά μόνο τα λεφτά της και, φυσικά, τους δύο απαγωγείς του!

Ο κωμικός ρυθμός είναι από το πρώτο λεπτό σταθερά… ανύπαρκτος, με το σκηνοθετικό ύφος αλλά και τους χαρακτήρες του έργου να θυμίζουν σε επικίνδυνο βαθμό εποχές ένδοξης ελληνικής βιντεοταινίας, με ανώτερο (τουλάχιστον) επίπεδο παραγωγής. Το τοπικό γαλλικιανό στοιχείο κάνει το πέρασμα του μέσω μιας εντελώς σουρεάλ υπόθεσης εμπορίας χταποδιού (κλασικό έδεσμα της ντόπιας κουζίνας), αλλά και της (λιγότερο σουρεάλ) προσπάθειας της ομάδας basket της πόλης να κερδίσει την άνοδο στη πρώτη κατηγορία του ισπανικού πρωταθλήματος. Ο κρίσιμος αγώνας της θα παίξει βασικότατο ρόλο στην πλοκή, ακολουθώντας τα χνάρια του αθλητικού μοτίβου που υπήρχε και στο προαναφερθέν «Όταν Έγινα Πλούσιος». Σ’ εκείνο ήταν το surfing που χωνόταν για κάποιο λόγο στην πλοκή, εδώ είναι η καλαθοσφαίριση, με τον έναν εκ των δύο εγκεφάλων της απαγωγής ν’ αποτελεί (και καλά) παλιά δόξα της κοσμαγάπητης ομάδας της Ourense, η καριέρα του οποίου κόπηκε άδοξα λόγω σοβαρού τραυματισμού. Ως εκ τούτου, του έχει μείνει το παρατσούκλι Σαμπόνις για να του θυμίζει τις παλιές καλές εκείνες ημέρες. Έχοντας αντέξει το μαρτύριο των «Κουνιάδων», με το χέρι στην καρδιά αναφέρω πως το… Σαφέρης θα του ταίριαζε καλύτερα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Τους συγγενείς σου, λένε, δεν τους επιλέγεις. Τούτοι οι «Κουνιάδοι», όμως, σου δίνουν περιθώριο επιλογής! Δεν είναι καιρός να μπλέκεις με σόγια. Μακριά κι αγαπημένοι.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.