ΜΕΧΡΙ Ο ΓΑΜΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΜΕΘΥΣΕΙ (2020)
(HASTA QUE LA BODA NOS SEPARE)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντάνι ντε λα Ορντέν
- ΚΑΣΤ: Μπελέν Κουέστα, Άλεξ Γκαρθία, Σίλβια Αλόνσο, Αντόνιο Ντετσέντ, Αντριάν Λάστρα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Διοργανώτρια γάμων (που δεν πιστεύει καθόλου στον θεσμό) κάνει one night stand με καλεσμένο γκομενάκι, χωρίς να γνωρίζει πως εκείνος διατηρεί πολυετή δεσμό με παλιά της συμμαθήτρια που της έκανε bullying στο δημοτικό σχολείο! Μία σειρά παρεξηγήσεων θα φέρει στο γραφείο της το ζευγάρι, το οποίο της ζητά… να οργανώσει τον γάμο τους.
Υπάρχει μία απίστευτη ειρωνεία εδώ. Το έργο βασίζεται σε… γαλλική ρομαντική κομεντί (το «Jour J» του 2017) της γνωστής τυπολογίας «για θερινό σινεμά μια χαρά είναι…», η οποία όμως δεν πέρασε ποτέ από τα μέρη μας! Ναι, υπάρχουν και φιλμ της γαλλικής παραγωγής που δεν βρίσκουν διανομή στην Ελλάδα! Σοκ και δέος!
Αρχικά, να πω ότι το «Μέχρι ο Γάμος να μας Μεθύσει» αποτελεί κακέκτυπο των αμερικανικών κωμωδιών του συγκεκριμένου genre (με γαμήλιες υπο-πλοκές). Δεν έχουμε να κάνουμε, δηλαδή, με ένα ατόφιο δείγμα ευρωπαϊκού σινεμά, αλλά με μία ζηλόφθονη απόπειρα αντιγραφής του καταστασιακού και των (κάπως πιο) vulgar φαρσών που μας προσφέρει το είδος από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Και αυτό κάνει την κατάσταση… ακόμη χειρότερη, καθώς (εγώ προσωπικά) σαφώς προτιμώ το original. Πάρε την εναρκτήρια σκηνή, για παράδειγμα. Ένας πατέρας ομολογεί στην ανήλικη κόρη του πως, όντως, έχει απατήσει τη σύζυγό του και αυτό στάθηκε αφορμή για να χωρίσουν. Εδώ η γραφή είναι πρόχειρη και διόλου χιουμοριστική ή εύστοχη. Αν θυμάσαι την αντίστοιχη σκηνή από το ξεκίνημα του «Κατακούτελα» (2015) του Τζαντ Άπαταου, αντιλαμβάνεσαι πως εδώ έχουμε να κάνουμε με «πτωχό συγγενή» (για να εκφραστώ πιο ευγενικά…).
Χωρίς να (ψυχ)αναλύεται περισσότερο (ή καλύτερα) ο χαρακτήρας της κεντρικής ηρωίδας σε σχέση με το αρχικό «flashback», συναντάμε την ενήλικη (πια) Μαρίνα εντός εκκλησίας, να προετοιμάζει τελετή γάμου, δείχνοντας ξεκάθαρα πως δεν διασκεδάζει και τόσο τη δουλειά της (εάν δεν γνωρίζαμε την επαγγελματική της ιδιότητα, θα έβαζα όρκο ότι βρίσκεται εκεί για να σαμποτάρει τον γάμο!). Μετά από μία σειρά από καταστροφικές γκάφες (με αποκορύφωμα έναν ηλικιωμένο καλεσμένο συγγενή που… πεθαίνει πάνω στο bar του γαμήλιου party και η Μαρίνα πρέπει να ξεφορτωθεί διακριτικά το πτώμα του!), πλησιάζει τον Κάρλος (που την καλοκοίταζε στην εκκλησία) και καταλήγουν σε παθιασμένο σεξ επάνω σε… άμαξα. Την επόμενη μέρα, η Αλεξία, με την οποία διατηρεί δεσμό εδώ και κάμποσα χρόνια, βρίσκει στην τσέπη του κοστουμιού του Κάρλος την κάρτα της Μαρίνα κι εκείνος «μπαλώνει» τις υποψίες της… ζητώντας την σε γάμο, τον οποίο θα αναλάβει να οργανώσει η τελευταία! Αλεξία και Μαρίνα, εν τω μεταξύ, έχουν υπάρξει συμμαθήτριες στο Δημοτικό σχολείο και μισούσαν θανάσιμα η μία την άλλη!
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Μαρίνα προσπαθεί να αρνηθεί την έλξη της προς τον Κάρλος, εκείνος αρχίζει να την ερωτεύεται και η Αλεξία τους καλεί να πεταχτούν μαζί μέχρι την Τενερίφη, στην υπέροχη εξοχική villa του πάμπλουτου πατέρα της, όπου θα πραγματοποιηθεί ο γάμος. Εκεί η Μαρίνα θα περάσει στην αντεπίθεση, για να βγάλει τα σπασμένα του bullying που είχε υποστεί από την Αλεξία στα παιδικά τους χρόνια.
Μέχρι ενός σημείου, το έργο παρακολουθείται για… «σκότωμα» χρόνου, με βάση το ανάλαφρο περιεχόμενο και την καλοκαιρινή εποχή (που υποτίθεται ότι μας κάνει να βλέπουμε τα ψυχαγωγικά φιλμ με… «στραβά μάτια»). Είναι δύσκολο, όμως, να χωνέψεις την απόλυτη ανυπαρξία σχεδιασμού χαρακτήρων στο σενάριο, το οποίο περιορίζεται σε απίθανες (και καλά) καταστάσεις και στιγμές ζορισμένης φαρσοκωμωδίας, για να οδηγηθεί η πλοκή σε κάτι… τόσο προβλέψιμο στο φινάλε. Ρυθμός σκηνοθετικά δεν υφίσταται και κάπου κοντά στο πρώτο σαραντάλεπτο συνειδητοποιείς ότι έπεται μία ολόκληρη ώρα ακόμη, με αποτέλεσμα να… πιάνεις το κεφάλι σου με συναισθήματα απόγνωσης! Το επίπεδο παραγωγής είναι αξιοπρεπές, το μεσογειακό φόντο κάνει τις εικόνες ελαφρά πιο ευχάριστες στο βλέμμα, αλλά ούτε καν οι ερμηνείες έχουν συντονιστεί καταλλήλως για να βγει το παραμικρό ίχνος γέλιου (εκτός αν σου αρκεί να χαχανίζεις με «σκαμπρόζικες» ζημιές). Τι άλλο να πω; Με την κωμωδία εγώ δεν έχω «χωρίσει». Το αγαπώ ιδιαίτερα το είδος και όταν πετυχαίνει τον στόχο του, το αποδεικνύω… «ενοχλητικά» ηχηρά. Αλλά όταν ούτε καν τα χείλη δεν καταφέρνουν να κινηθούν ελαφρώς ανοδικά, αυτό το αποκαλώ… πρόβλημα. Του έργου.