ΟΤΑΝ ΕΓΙΝΑ ΠΛΟΥΣΙΟΣ (2019)
(SI YO FUERA RICO)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλβαρο Φερνάντεθ Αρμέρο
- ΚΑΣΤ: Άλεξ Γκαρθία, Αλεχάντρα Χιμένεθ, Τζόρντι Σάντσεθ, Αντριάν Λάστρα, Πόλα Ετσεβαρία, Ντιέγκο Μαρτίν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Με χιονόνερο και κρύο πέρασα από μια πλατεία και μου φωνάζει ένας μικρός: «Πάρτε, κύριε, λαχεία».
Πρόκειται περί μόδας της εποχής, που όμως έχει πλέον μεταμορφωθεί σε σοβαρή ασθένεια. Οποιοδήποτε εύπεπτο σενάριο της γαλλικής, ιταλικής ή ισπανόφωνης παραγωγής (συνήθως εκεί εντοπίζεται ο «ιός», αν και υπάρχουν κι άλλοι ανά τον κόσμο καλοθελητές) θεωρείται πως πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να σερβιριστεί ως remake στο αντίστοιχο ντόπιο κοινό, παίρνει πράσινο φως και διασκευάζεται κατά τα σχετικά ήθη κι έθιμα. Αυτοί, βέβαια, καλά κάνουν και γυρίζουν την ίδια ταινία σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, εμείς όμως τι φταίμε; Μόνο κατά τη φετινή θερινή σεζόν έχουμε δει τρία τέτοια παραδείγματα (και δεν αποκλείεται να μου ξεφεύγει και κάποιο!), αφού το ιταλικό «Πες το Δυνατά!», το ισπανικό «Μέχρι ο Γάμος να μας Μεθύσει» και το αμερικανικό «Έλα Όπως Είσαι» σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία εμπίπτουν.
Τούτη η ισπανική κωμωδία έρχεται να συμπληρώσει ένα ακόμα κομμάτι του συγκεκριμένου και κακόγουστου puzzle, καθώς αποτελεί remake του γαλλικού (χα!) «Ah! Si J’Étais Riche» (2002), το οποίο καθώς είχε γυριστεί στην… προ γαλλικουργιάς εποχή των θερινών μας σινεμά, δεν είχαμε την τύχη να το «θαυμάσουμε» σε όλο του το αυθεντικό μεγαλείο. Πρόβλημα κανένα, όμως, και λόγος ανησυχίας ουδείς. Χάσαμε μεν το original, αλλά και το imitation την ίδια δουλειά κάνει. Κοινώς, άλλη μια θλιβερή ευρωπαϊκή κωμωδία σε ένα απάνθρωπο καλοκαίρι.
Η πλάκα με τον φτωχό που πλασάρεται για πλούσιος αποτελούσε κλασικό σεναριακό εύρημα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που πολύ γρήγορα εξαντλήθηκε ως ιδέα παύοντας να είναι αστεία, με ένα από τα τελευταία παραδείγματα του είδους να είναι το κατά διαβολική σύμπτωση παραπλήσια τιτλοφορούμενο «Αν Ήμουν Πλούσιος» (1972) με τον Αλέκο Τζανετάκο. Τούτο φέρνει την όλη φάση τούμπα, αφού φτωχός γίνεται πλούσιος αλλά το παίζει φτωχός, διότι είναι στα χωρίσματα με τη γυναίκα του και αν της αποκαλύψει πως κέρδισε στο λαχείο είκοσι πέντε ολόκληρα εκατομμύρια ευρώ, τότε σύμφωνα με τον περί διαζυγίων νόμο θα πρέπει να της δώσει τα μισά. Αβανταδόρικο ακούγεται ως ιδέα φάρσας, πλην όμως ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Άλβαρο Φερνάντεθ Αρμέρο δεν έχει αποφασίσει επακριβώς εάν θα γυρίσει αυτό το πράγμα σε στυλ φαρσοκωμωδίας λαϊκού ύφους ή σαν light ρομαντική κομεντί, με αποτέλεσμα να καταλήγει να κάνει μια τρύπα στο νερό.
Όχι, δηλαδή, πως εάν επέλεγε την καθαρόαιμη φάρσα θα κρατούσαμε τις κοιλιές μας από τα γέλια, αφού το χιούμορ εξαντλείται σε πλάκες ύφους πενταήμερης εκδρομής, καθώς ο καλόψυχος κατά βάθος Σάντι προσπαθεί πάση θυσία να κρύψει τη διπλή ζωή φτώχειας και χλίδας (μιας και δεν κρατιέται και ξοδεύει αβέρτα) από τους δυο κολλητούς του φίλους αλλά και από την προσεχώς πρώην του. Ανάμεσα στο επαναλαμβανόμενο «αστείο» με μπατσίνα που τον κυνηγάει για να του κόβει κάθε μέρα κλήση και τις συμβουλές του οικονομικού του επενδυτή, που έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στα αστακουδάκια, σαν υποπλοκή εμφανίζεται ο κάποτε περίγελως παλιός συμμαθητής τού Σάντι, ο οποίος ως στιλάτος, ωραίος και λεφτάς πια, διεκδικεί την Μάιτε, που έχει βαρεθεί την τεμπελχανίαση του δικού της και διαζυγίου ληφθέντος είναι έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του άλλου.
Τούτο δίνει αφορμή για τη rom-com χροιά της πλοκής, που όμως είναι τόσο νερόβραστη σε σημείο να παρακαλείς να το γυρίσει γρήγορα ο σκηνοθέτης στο… όσο πιο άγρια φαρσικό μπας και βγει κάνα γέλιο. Για κάποιον εντελώς αδιευκρίνιστο λόγο, πάντως, όλοι οι προαναφερθέντες επιδίδονται σε σκληρό ανταγωνισμό στο άθλημα του surf, με τη μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί γι’ αυτό να είναι πως η παραγωγή είχε κλείσει από πριν την guest εμφάνιση του διάσημου Ισπανού αθλητή του sport Αρίτζ Αρανμπούρου, οπότε… έχωσαν σαν σφήνα και το surfing στη θάλασσα του Χιχόν και κατόπιν αυτού όλοι πήγαν στα σπίτια τους χαρούμενοι. Κάτι που σίγουρα δεν θα κάνει όποιος τολμήσει να δει αυτό το κινηματογραφικό υποπροϊόν που περνιέται για ευχάριστη καλοκαιρινή κωμωδία και ευχόμαστε να ρίχνει τίτλους τέλους για το genre, σε τούτη την απερίγραπτη θερινή σεζόν.