ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΚΥΡΙΟ (2018)
(SIR)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ροΐνα Γκέρα
- ΚΑΣΤ: Τιλοτάμα Σόμι, Βίβεκ Γκομπέρ, Γκιταντζάλι Κουλκάρνι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η Ράτνα είναι μία νεαρή χήρα από επαρχιακό χωριό της Ινδίας, με μεγάλο όνειρο και πάθος τη ραπτική. Όταν καλείται πίσω από τη δουλειά της ως οικιακή βοηθός στο σπίτι ενός πλούσιου επιχειρηματία στη μεγαλούπολη του Μουμπάι, μετά την ακύρωση του γάμου του, οι δυο τους θα αρχίσουν να έρχονται ολοένα και πιο κοντά.
Πέντε χρόνια μετά το ντεμπούτο της με το ντοκιμαντέρ «What’s Love Got to Do with It?», η Ροΐνα Γκέρα επιστρέφει στη φιλμογραφία (μιλάμε για το 2018…) με τούτο το πρωτόλειο στο σινεμά μυθοπλασίας, το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε πως ακολουθεί το ίδιο μοτίβο και προβληματική. Όντως, η Γκέρα έχει (απο)δείξει πως στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του κοινού πάνω στους άνισους έρωτες, μεταξύ ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, όμως, δεν το έχουμε ξαναδεί πολλάκις αυτό στο παρελθόν; Πάνω απ’ όλα, είναι κάτι που μας ενδιαφέρει και αξίζει να ξοδέψει κάποιος τα χρήματά του σε μία από τις σπάνιες κινηματογραφικές εξόδους που θα κάνει εν μέσω αυτής της ιδιότυπης περιόδου που ζούμε;
Η σκηνοθέτις έχει αγνές προθέσεις και το αποτέλεσμα του «Μη με Λες Κύριο» είναι άρτιο, κυρίως λόγω της ανθρώπινης, χωρίς φιοριτούρες και μελοδραματισμούς προσέγγισης στη σκηνοθεσία. Δεν βλέπουμε, δηλαδή, illustrée Άρλεκιν τύπου «Ο Βασιλιάς κι Εγώ» ή «Η Καμαριέρα», ούτε κάποιον αχαλίνωτο prettywoman-ισμό, με στόχο τους θιασώτες του επιφωνήματος «Awww…» στα σινεμά. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε πως η αρχετυπική ιστορία της φτωχής κοπέλας που φτάνει στη μεγαλούπολη και γνωρίζει τον έρωτα… against all odds με κάποιον πλούσιο τύπο, ακούγεται (και είναι) ξεπερασμένη στο σύγχρονο παρόν. Κινηματογραφικά μιλώντας. Κανείς, από την άλλη, δεν μπορεί να αμφιβάλλει πως στην πραγματική ζωή αρκετές ιστορίες έχουν παρεμφερή εξέλιξη και κατάληξη, ειδικά στην Ινδία, όπου οι κοινωνικές τάξεις και το στίγμα της χηρείας (στην προκειμένη) αποτελούν τροχοπέδη για οποιονδήποτε άνθρωπο και, δη, για τις γυναίκες.
Το φιλμ ακολουθεί έναν αρκετά βραδυφλεγή ρυθμό που διόλου απίθανο είναι να «πετάξει» κάποιους θεατές εκτός από το πρώτο κιόλας μισάωρο, συνεχίζοντας όμως βρίσκει τα πατήματά του και κυλά ευχάριστα χάρη στη σεναριακή του οικονομία (αν έφτανε το δίωρο, θα πέφταμε στα ναρκωτικά!). Το στοιχείο αυτό, μαζί με το χάρισμα του πρωταγωνιστικού διδύμου, και ειδικά της Τιλοτάμα Σόμι που κερδίζει τις εντυπώσεις με την ανεπιτήδευτη αθωότητά της, «γράφοντας» στο φακό, είναι τα ατού της ταινίας, που σίγουρα δεν είναι μία από εκείνες τις οποίες παρακολουθούμε κάθε καλοκαίρι και η πιο ήπια αντίδραση που μας έρχεται στο μυαλό είναι… να βγάλουμε τα μάτια μας με πιρούνι.
Όταν, όμως, πόσω μάλλον κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες, έχουμε την ευθύνη να προτείνουμε φιλμ με πρωταρχικό γνώμονα την προστασία και ψυχαγωγική απόλαυση του κοινού στο σινεμά (και κατ’ επέκταση την προστασία και μακροημέρευση του εκάστοτε θερινού), δεν γίνεται να στεκόμαστε θετικά απέναντι σε ταινίες οι οποίες δεν ξεφεύγουν ιδιαίτερα από τα τετριμμένα και δεν προσφέρουν μία αρκούντως δυνατή εμπειρία στη μεγάλη οθόνη.