FreeCinema

Follow us

CBGB (2013)

  • ΕΙΔΟΣ: Μουσική Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ράνταλ Μίλερ
  • ΚΑΣΤ: Άλαν Ρίκμαν, Μάλιν Άκερμαν, Τζάστιν Μπάρθα, Τζον Γκαλέκι, Ρίτσαρντ ντε Κλερκ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Η ιστορία του θρυλικού νεοϋορκέζικου club CBGB που συνέβαλε τα μέγιστα στην επέλαση του punk rock κινήματος (λειτουργώντας ως πλατφόρμα ανάδειξης σημαντικών συγκροτημάτων τού είδους), και η μετατροπή του σε Μέκκα τού underground κόντρα στις διάφορες αντιξοότητες, χάρη στο πείσμα του ξεροκέφαλου ιδιοκτήτη του, Χίλι Κρίσταλ.

Υπάρχουν ταινίες που είναι περίπου αδύνατο να τις κρίνεις αντικειμενικά. Διακινδυνεύοντας το flirt με έναν ιδιότυπο ελιτισμό, δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις πως, όσο πιο μυημένος είναι κανείς σε ό,τι αφορά τη θεματολογία τους, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να παρασυρθεί και να περάσει καλά. Το «CBGB» αν δεν είσαι ροκάς και ευρύτερα μουσικόφιλος, ενδέχεται να σε κουράσει. Μέχρι να μπει στο ψητό, οι αφηγηματικοί του ρυθμοί είναι ράθυμοι (σαν τις εκφράσεις με τις οποίες η cult φατσάρα του Άλαν Ρίκμαν αποτυπώνει το εσωτερικό γίγνεσθαι του Κρίσταλ, καθώς παλεύει με κάθε είδους ζόρια), το σκηνοθετικό του στυλιζάρισμα – με τα κάδρα να μιμούνται «κομιξάδικα» καρέ – δεν κερδίζει κανένα βραβείο πρωτοτυπίας (τα είδαμε καλύτερα όλα αυτά στο υποτιμημένο διαμάντι «Scott Pilgrim vs. the World») και οι διάλογοι αναπαράγουν ένα πλήθος από κλισέ τού σινεμά της «πραγματικής ιστορίας», εν προκειμένω της επιμονής ενός αλαφροΐσκιωτου μάγκα που ατενίζει μια νέα καλλιτεχνική πραγματικότητα, ευρισκόμενος μπροστά από την εποχή του, και ρισκάρει τα πάντα για ένα όνειρο που βλέπει μόνο ο ίδιος. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Αν δε γνωρίζεις τι πρόκειται να ξεσπάσει σύντομα (ή δεν ενδιαφέρεσαι), εξαιτίας αυτής της πίστης, θα σε χάσει το έργο – κι εσύ το χρόνο σου. Αν, όμως (κι εδώ παίζει ρόλο η μύηση), η ζωή σου περιστρέφεται γύρω από αυτή τη μουσική, αν στροβιλίζεσαι, όπως το βινύλιο στο πικ-απ, εγκεφαλικά και υπαρξιακά, με τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας, έχεις γλιτώσει τουλάχιστον απ’ το ενδεχόμενο της πλήξης.

Από τη στιγμή που αρχίζουν να εμφανίζονται οι μπάντες στη σκηνή του CBGB (και τι μπάντες! Talking Heads, Ramones, Blondie, Stooges, Police και Πάτι Σμιθ ανάμεσα σε άλλους), για το φανατικό η ταινία αποκτά άλλη αξία. Όχι μόνο γιατί, μ’ έναν μαγικό τρόπο, η χρονομηχανή πετυχαίνει το σκοπό της και σε καταλαμβάνει η αλλόκοτη αίσθηση ότι βρίσκεσαι εκεί, μαζί τους (μάρτυρας της γέννησης ενός επαναστατικού μουσικού ιδιώματος, μιας κοινωνικοπολιτικής εξέγερσης, ενός πηγαίου τρόπου αισθητικής έκφρασης, μιας ξεκάθαρης ρήξης με τον καθωσπρεπισμό), αλλά κυρίως γιατί τα δικά σου βιώματα – ακόμα κι αν δεν την έζησες εκείνη την εποχή – , τα σχετικά με το πολιτισμικό σοκ που δημιουργεί η πρώτη επαφή με συγκροτήματα που άλλαξαν τον ηλεκτροδοτούμενο ήχο, τροφοδοτούν από ‘κει και πέρα, μόνα τους, την ένταση του φιλμ, αυξάνουν τα συναισθηματικά decibel του. Στη σύγκριση, βέβαια, με αριστουργήματα παρόμοιας φιλοσοφίας (όπως το «Velvet Goldmine» ή το «Almost Famous»), το «CBGB» δε βγαίνει καν για encore. Του λείπει η παραπάνω εμβάθυνση σε χαρακτήρες, καταστάσεις, πολιτισμική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που θα το καθιστούσε συναρπαστικό και για ανθρώπους άσχετους με το είδος και τις ιδιαιτερότητές του. Μ’ αυτή την τεμπέλικη βιασύνη με την οποία προσπερνά τις λεπτομέρειες και τις υπόγειες δονήσεις τού πλούσιου υλικού του, δεν μπορεί παρά να αφορά μονάχα τους συλλέκτες και τους φανατικούς. Ακόμα κι αυτούς, όμως, δε θα τους ενημερώσει για κάτι που δεν ήξεραν ήδη. Ίσως μονάχα για την αυτοκαταστροφική μανία τού Χιλ να μανατζάρει τους Dead Boys με κάθε κόστος, να τους κάνει μεγάλους γυρεύοντας μια θέση στο μέλλον (την οποία είχε ήδη κερδίσει χωρίς να το γνωρίζει).

Κατά τα άλλα, λίγο πετυχημένο χιούμορ εδώ κι εκεί, μερικές σκόρπιες ανατριχίλες χάρη σε τεράστιες τραγουδάρες που ομορφαίνουν σκηνές (και πώς να αντισταθείς στο «Dirt» των Stooges και το «Oh! Sweet Nuthin» των Velvet Underground;) και η νοσταλγική συγκίνηση για στιγμές τής Ιστορίας όταν όλα έμοιαζαν εφικτά (υποκριτική τις περισσότερες φορές, βέβαια, αφού η αλήθεια είναι πως δεν ήμασταν εκεί), δεν αρκούν για να σώσουν ένα έργο από την κοινοτοπία. Αυτό που έχει ενδιαφέρον στο «CBGB» (και όχι για όλους, όπως είπαμε) δεν είναι η ταινία καθεαυτή, αλλά η φέτα τού παρελθόντος που περιγράφει. Κι ένα ντοκιμαντέρ, όμως, το κάνει αυτό, και συχνά πολύ πιο πετυχημένα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν δεν τσακίζεις το σβέρκο σου στο headbanging κάθε φορά που ακούς Ramones και Stooges, μείνε μακριά. Αν στις συναυλίες αποφεύγεις το stagediving φοβούμενος μη σπάσεις κανένα δόντι, πλησίασε αλλά με προσοχή. Αν οι παραπάνω όροι σε έβαλαν ήδη στη διαδικασία να ψάχνεις στο google, μην το σκεφτείς καν. Δοκίμασέ το, χωρίς πολλές προσδοκίες, σε περίπτωση που ο νέος – απίστευτος – δίσκος τού Ίγκι δεν έχει βγει ακόμα από το CD player σου.


MORE REVIEWS

LONGLEGS

Ντετέκτιβ του FBI που παρουσιάζει «παράξενα» δείγματα ενσυναίσθησης σε σχέση με τη δράση ενός επί σειρά δεκαετιών ασύλληπτου serial killer, εντοπίζει σταδιακά τα στοιχεία ενός εκκεντρικού puzzle του οποίου ίσως και η ίδια αποτελεί κομμάτι (από το παρελθόν).

FLY ME TO THE MOON

Καπάτσα δημοσιοσχετίστρια καταφθάνει στη Φλόριντα φορτωμένη με ιδέες χίλιες, ώστε να προσδώσει στη δύσκαμπτη NASA έναν σύγχρονο… pop αέρα! Οι πάλιουρες της υπηρεσίας δεν την παίρνουν με καθόλου καλό μάτι, όμως, εκείνη έχει στα χέρια της το ελευθέρας από δεξί χέρι του Προέδρου, αλλά και εναλλακτικό σχέδιο... τηλεσκηνοθετημένης προσομοίωσης της επικείμενης, κρίσιμης αποστολής του Apollo 11 στη Σελήνη!

ALL THAT JAZZ

«Bye-bye, life. Bye-bye, happiness. Hello, loneliness. I think I'm gonna die.»

ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟΙ ΦΟΝΟΙ

Όταν οι σκελετοί έντεκα γυναικών και κοριτσιών ανακαλύπτονται σε μια έρημο του Νέου Μεξικού, ξεκινά η εξονυχιστική έρευνα για την εντόπιση του ιθύνοντα νου πίσω από το ειδεχθές έγκλημα, κάτι που οδηγεί σε επιπλοκές και συγκρούσεις μεταξύ του αρχηγού της Αστυνομίας, Κάρτερ, του ντετέκτιβ Ορτέγκα και του πράκτορα Πέτροβικ, τριών ανθρώπων με τελείως διαφορετική μεθοδολογία και agenda.

ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Στη μεταπολεμική Ρώμη, παντρεμένη γυναίκα με τρία παιδιά ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο, ασφυκτιώντας στα αυστηρά δεσμά του πατριαρχικού περιβάλλοντος της εποχής.