ΣΑΝ ΠΕΤΡΙΝΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΣΤΗ ΜΠΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (2012)
(COMME DES LIONS DE PIERRE A L’ ENTRÉE DE LA NUIT)
- ΕΙΔΟΣ: Δοκιμιακό Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ολιβιέ Ζισουά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Τα ψυχωμένα γραπτά αναγνωρισμένων τροφίμων, η προπαγάνδα των φυλάκων τους, τα visages και οι φωνές της Μακρόνησου τότε / τώρα.
Ο λυρισμός του Λειβαδίτη, του Ρίτσου, του Λουντέμη σπάζει συχνά σε στόμφο και ο λυγμός που κρύβουν τα «γράμματά» τους ως εξορισμένων βασανιζόμενων σχεδόν δακρύζει στην απαγγελία τους στο εκράν: εδώ προδίδε(τα)ι κυριότατα η μνημειακή επανεπίσκεψη, από έναν Ελβετό προφέσορα των doc, του αρχετυπικού πολιτικού κολαστηρίου του εγχώριου Μεταπολέμου. Ως καβάντζας της – εμπνεύστριας της απαντοχής κι «ελευθερώτριας» – Μούσας της λογοτεχνίας, ως πεδίου (μιας φανταστικής, φραστικής πλάι στη σωματική και την ιδεολογική) μάχης των νικητήριων κτηνών της χριστιανικής βασιλευομένης Δημοκρατίας και των ηττημένων «Κόκκινων» του Εμφυλίου, ως τοποσήμου μαρτυρίου που (δεν) αναζητεί τις παλιές και νέες συντεταγμένες του.
Έτερα τραύματα που κουβαλάει αυτός ο από Δυσμάς, πιο εστέτ, μετά πενταετίας συναγωνιστής τού έμπλεου παλλόμενων μαρτυριών «Μακρόνησος» των Ηλία Γιαννακάκη και Εύης Καραμπάτσου; Το πάντα από τ’ αριστερά προς τα δεξιά (μπράβο, εάν το σημαινόμενο είναι ηθελημένο) τράβελινγκ μπρος απ’ τα πέτρινα οιονεί συντρίμμια των εντευκτηρίων και των κοιτώνων, που γυμνά στον ήλιο και τον αέρα ατενίζουν το Αιγαίο, επιμένει πεισματάρικα αλλά όχι πετυχημένα ως φορμαλιστικό leitmotiv να υποβάλει ενώ, ως «χαλιά» τους, τα εθνικοπατριωτικής ντουντούκας ανακοινωθέντα περί δηλώσεων μετανοίας κτλ. (προσέξτε αυτό των παρομοιώσεων ιατρικής ορολογίας, η χώρα ήταν στο γύψο από τότε) ξαναζούν με τη φωνή off ενός ηθοποιού, που όμως διασώζει υφοποιητικά έως και εκνευριστικά, και σίγουρα στα όρια της καρικατούρας, το προφίλ των «οργάνων» και την τσίτα του κλίματος της al fresco ειρκτής.
Το μεγαφωνικής ηχούς εφέ στην αναπαράσταση των μεταδιδόμενων «κηρυγμάτων», κάνει, πάντως, απτή την τρομοκρατικά οχληρή ατμόσφαιρα ως μεθόδου σωφρονισμού των δεσμωτών, η φυλλομέτρηση επιστολικών δελταρίων τους πλάι στο «αλλιώς» κοίταγμα φωτογραφιών τους προσωποποιεί ως έναν μικρό βαθμό εμπαθητικά αλλά αναμενόμενα το θέμα, και το στοχαστικό αντίβαρο (meta)φέρει ως ουδέτερος εξωτερικός παρατηρητής ο γαλλικός, τρίτος πόλος του κειμενικού corpus του φιλμ: το γερασμένο γρέζι του Ζαν-Κλοντ Ντοφέν και η ουμανιστικά αρτιστίκ γλωσσική ενατένιση της ταυτότητας του τοποσήμου σε παρόν και παρελθόν επιβιώνουν – η στολή τους, τα στατικά πλάνα ρουτίνας στο απέναντι λιμάνι του Λαυρίου, καρφώνει δυστυχώς, όμως, αυτό το no man’s land.
Η γνήσια, ήρεμη δύναμη της ταινίας αποδεικνύονται τα πρωτόφαντα στην ημεδαπή μεγάλη οθόνη ευρήματα ή καταθέσεις της. Πρώτα ένα βρετανικού – το Ηνωμένο Βασίλειο επινόησε και κουλάντρισε αυτό το εγχώριο πείραμα του αίσχους – σπικάζ φιλμάκι επικαίρων, που φίλα προσκείμενο προς τους κυβερνώντες εξαίρει την αξία του μέρους και του έργου που προσφέρεται εκεί, φιλοτεχνώντας (με προσεκτικά… δοσμένες από τους ιθύνοντες εικόνες «ησυχίας, τάξης και ασφάλειας») ένα κίβδηλα υποδειγματικό habitat στρατώνα τριών αστέρων. Μετά ο λόγος, επιτέλους, για τους «άλλους» 300 της Ιστορίας μας, τους δολοφονημένους του Α΄ Τάγματος, που κουκουλώθηκαν ως υποτιθέμενα, αναπόφευκτα θύματα ανταρσίας.
Και, τέλος, η εικόνα των ξένοιαστων λουομένων σε μια ακτή του νησιού σήμερα. Αμέριμνοι, αδαείς ή αδιάφοροι για την Ιστορία, οι Έλληνες τη… γράφουν ξανά. Και ξανά (ο ερειπιώνας των εγκαταστάσεων αφημένος να ρημάξει και, μοιραία, να σβηστεί από το τοπίο και τη μνήμη στο έλεος των στοιχείων της φύσης και του χρόνου). Και ξανά (εκτός ταινίας πια, ο φασισμός που με νόμιμη λεοντή ετοιμάζει εκ νέου κατασκηνώσεις αυστηρά για ημεδαπούς, ομοφρονούντες, όμως, πλέον και ανηλίκους). Και τώρα αναλογίσου: εσύ θα «πεις το ποίημα»;