FreeCinema

Follow us

«Mank»: Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα… Ντέιβιντ Φίντσερ.


Ο δεύτερος από τους φετινούς «οσκαρικούς» τίτλους του Netflix που δεν κατάφερε να κάνει κινηματογραφική πρεμιέρα στη χώρα μας (εξαιτίας των σε non-stop «καραντίνα» κλειστών σινεμά), είναι το «Mank» του Ντέιβιντ Φίντσερ, το οποίο έκανε τηλεοπτικό ποδαρικό χθες στα σπίτια μας. Δεν αποτελεί νέο ότι αποτελεί ένα μέγα… vanity project για πλατφόρμα και σκηνοθέτη. Τι; Περιμένατε να είναι και ταινία;

Υπάρχει κάτι το (ουσιαστικά) απαξιωτικό στην «προϊστορία» τούτου του φιλμ: (θα) ήταν το επόμενο φιλμικό project του Ντέιβιντ Φίντσερ μετά το «Παιχνίδι» (1997), αλλά παρέμεινε «στα ράφια» μέχρι… σήμερα! Η τότε «δικαιολογία» ήταν η πρόθεση του σκηνοθέτη να το γυρίσει μαυρόασπρο. Βλέποντας το «Mank» εν έτει 2020 (!), τελικά, θεωρώ πως (πρέπει να) είμαστε σε θέση να προσθέσουμε ακόμη μία αιτία στην οποία οφείλεται η τόσο μεγάλη καθυστέρηση: οι παραγωγοί θα είχαν διαβάσει το σενάριο…

Για κάθε… άμοιρο και ατυχές project που σέρνεται στο Χόλιγουντ για χρόνια, πλέον, υπάρχει ένα «λιμάνι». Λέγεται Netflix. Αν είσαι φημισμένος σκηνοθέτης, μπορείς να προσελκύσεις γερά ονόματα στο καστ και η ταινία που ονειρευόσουν να κάνεις μπορεί να χτυπήσει και οσκαρικές υποψηφιότητες, η συγκεκριμένη τηλεοπτική πλατφόρμα είναι διατεθειμένη να σπαταλήσει για σένα, δίχως να έχει άλλες εμπορικές απαιτήσεις, να μπλέκει στα πόδια σου όσο διαρκούν τα γυρίσματα ή να σου βάλει εμπόδια στο final cut. Κάπως παρόμοια ήταν (ίσως) η κατάσταση με την RKO και τον «Πολίτη Κέιν» το 1941. Όχι ότι το studio ήθελε να πετάξει τα λεφτά του! Αλλά είχε στα χέρια του το «next big thing», την ιδιοφυία που άκουγε στο όνομα Όρσον Γουέλς, το εικοσάχρονο «θείο βρέφος» που ταρακούνησε τον καλλιτεχνικό κόσμο της Νέας Υόρκης με τις θεατρικές του παραστάσεις, αναστάτωσε ολόκληρη την Αμερική με την ραδιοφωνική μετάδοση του «The War of the Worlds» (το 1938) και ήταν πια έτοιμο να παρουσιάσει στον κόσμο την πρώτη του μεγάλη κινηματογραφική ταινία, ένα ντεμπούτο που προμήνυε μία μυθική καριέρα στο Χόλιγουντ. Ο «Πολίτης Κέιν» προτάθηκε για εννέα Όσκαρ και κέρδισε… μονάχα εκείνο του πρωτότυπου σεναρίου. Το υπέγραφε ο Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς και ο Γουέλς. Κατά τη διάρκεια της απονομής, σε κάθε υποψηφιότητα που ακουγόταν ο τίτλος του φιλμ, εισέπραττε και ένα δυνατό γιουχάισμα! Περιττό να αναφέρω πως το έργο ήταν μία ταμειακή καταστροφή…

Στο πέρασμα των δεκαετιών, ενώ ο «Πολίτης Κέιν» κέρδιζε διαρκώς έδαφος σε λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, έκαναν την εμφάνισή τους όλο και περισσότερα παρασκηνιακά «σενάρια» και ιστορίες που απομυθοποιούσαν το ρόλο του Γουέλς σε αυτό το φιλμικό ντεμπούτο του. Κάποιοι συνεργάτες του δήλωναν πως δεν είχε ιδέα από σινεμά και βασίστηκε πάνω στις δικές τους γνώσεις, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το διαβόητο δοκίμιο της Πόλιν Κέιλ με τίτλο «Raising Kane» (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The New Yorker) αμφισβητούσε ολοκληρωτικά τη συμμετοχή του Γουέλς στο σενάριο του «Κέιν»!

Το «Mank» παρουσιάστηκε σαν μία «βιογραφία» που βασίστηκε πάνω στη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου του «Κέιν», εστιάζοντας στον χαρακτήρα του Μάνκιεβιτς. Χωρίς να παίρνει ουσιαστική θέση σε σχέση με όλη την προαναφερθείσα φημολογία, ο Φίντσερ επιλέγει (παραδόξως) κάτι οριακά αμφίσημο: ο Γουέλς απουσιάζει από την ταινία! Επίσης παραδόξως, το σενάριο του «Mank» είναι και το μοναδικό που φέρει την υπογραφή του Τζακ Φίντσερ, του εκλιπόντος (από το 2003) πατέρα του Ντέιβιντ. Το είχε γράψει πραγματικά; Χωρίς να έχει επέμβει σε αυτό ο Ντέιβιντ, το γνωστό… control freak, που στα γυρίσματα του φιλμ «γονάτισε» τους ηθοποιούς του με δεκάδες ή εκατοντάδες πολλαπλών takes; Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας χαριτωμένος «παραλληλισμός» αναρώτησης, ένας υποθετικός «μύθος» που ενδεχομένως θα κάνει συντροφιά στο «Mank» στο μέλλον.

Ξεκίνησα λέγοντας πως ο λόγος που οι (όποιοι) παραγωγοί (μάλλον) φοβόντουσαν στο παρελθόν τούτο το φιλμ και δεν προχωρούσαν ποτέ στην υλοποίησή του ήταν το… σενάριό του. Το «Mank» αποτελείται από μία συρραφή σκηνών που εμφανίζουν έναν κατεστραμμένα αλκοολικό Μάνκιεβιτς να προσπαθεί να ολοκληρώσει τη συγγραφή του «Κέιν» σε ένα χρονικό πλαίσιο εξήντα ημερών (χωρίς τον Γουέλς, πάντα…), δίπλα σε έναν σοβαρό όγκο από flashback που «αναλύουν» την πρότερη σχέση του με τη βιομηχανία του Χόλιγουντ, τα studios και τη γνωριμία του με τον μεγιστάνα του Τύπου Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ. Η αφήγηση του Φίντσερ μοιάζει με random ανάγνωση τμημάτων σεναρίου μιας ταινίας, με την κάθε σεκάνς / «κεφάλαιο» να συνοδεύεται από λεπτομερείς περιγραφές σκηνής, χώρου δράσης και τα λοιπά. Αν κάποιος μπορεί να είχε / έχει… προβλήματα με το σενάριο του «Κέιν», εδώ η κατάσταση δείχνει εμφανώς διογκωμένη, λες και ο Φίντσερ έχει τοποθετήσει έναν πελώριο μεγεθυντικό φακό πάνω από τις σελίδες του έργου του, ο οποίος καταπλακώνει την ιστορία που θέλει (;) να αφηγηθεί, τονίζοντας την… ασημαντότητά της! Το «Mank» δεν έχει ιστορία. Διόλου νοιάζεται να σταθεί (ειδικά) σαν βιογραφικό φιλμ. Οι ήρωές του είναι χάρτινοι, με πραγματικά ονοματεπώνυμα (μαονάχα), που ζουν σε ένα εντελώς χύμα χρονικό πλαίσιο δεκαετίας (εξαιτίας των flashback). Οι αληθινές τους ταυτότητες μόλις που τους επιτρέπουν να έχουν (κάποιο) λόγο ύπαρξης, γιατί σαν κινηματογραφικοί χαρακτήρες δεν αξίζουν καμίας προσοχής.

Δυστυχώς, ο Φίντσερ ενθέτει στα δρώμενα και πολιτικές νύξεις που αφορούν σε συσχετισμούς του Χόλιγουντ, των media, των κυβερνητικών εξουσιών στην Καλιφόρνια και της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας (εκείνης της περιόδου, φαινομενικά, μα προφανέστατα και διαχρονικές), ανοίγοντας ένα είδος «υποπλοκής» που χάνεται μέσα σ’ ένα αδικαιολόγητο χάος σκηνών, οι οποίες δεν οδηγούν πουθενά και εκλιπαρούν για ένα γερά δομημένο rewrite. Και είναι κυριολεκτικά αστείο, αν ο Φίντσερ πιστεύει πως με το «Mank» ρίχνει τη φθονερή του ματιά απέναντι στις «αδικίες» του Χόλιγουντ (που αφορούν και τον ίδιον, φυσικά, πόσω μάλλον… οσκαρικά – δύο μόλις υποψηφιότητες καλύτερης σκηνοθεσίας, καμία βράβευση). Διόλου άδικα, ο χαρακτήρας του Τζον Χάουζμαν λέει σε κάποια στιγμή πως το σενάριο αποτελείται από ένα «συνονθύλευμα φλύαρων σκηνών» και πως η ιστορία «είναι τόσο μπερδεμένη, που κάποιος θα χρειαστεί χάρτη» για να την κατανοήσει!

Σε ολόκληρη την κινηματογραφική του καριέρα, ο Φίντσερ έχει (ξεκάθαρα) αφήσει να φανεί η διάθεσή του να τον αντιμετωπίζουν σαν μία σκηνοθετική ιδιοφυία, ίσως εφάμιλλη του (αυτοκαταστροφικού) ταλέντου (και της φήμης) του Γουέλς. Τούτη η «αποκαθήλωση» του δημιουργικού genius, όμως, μοιάζει τόσο σουρεαλιστική, λες και (αυτο)ειρωνεύεται την προσωπική μεγαλομανία του, με τον Γουέλς απόντα από το έργο (και το process της δημιουργίας του «Κέιν», σεναριακά τουλάχιστον), ο οποίος απλά τηλεφωνεί που και που και ρωτά… «πως πάει;»!

Τελικά, τι ορίζει στο μυαλό του Φίντσερ αυτή την «ιδιοφυία»; Η τεχνική του κατάρτιση; Η εξασφάλιση ενός άρτιου καλλιτεχνικού αποτελέσματος σε κάμερα και εικόνα, που πάντοτε έχουν οι δουλειές του; Αντιλαμβάνεται ποτέ το περιεχόμενό του ο Φίντσερ; Σήμερα, με αφορμή το «Mank», δηλώνει πως ο Γουέλς ήταν ταλαντούχος, όχι δα και κανένας «Θεός», όμως. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, τον αποκάλεσε… «showman» και «ταχυδακτυλουργό». Είναι τόση η ματαιοδοξία του, που δεν νοιώθει καθόλου πως οι ίδιες κατηγόριες μπορούν να γυρίσουν σαν ένα boomerang (και) εναντίον του; Το πιο επικό φάουλ έρχεται με το (πρώτο) φινάλε του «Mank» και τη βραδιά της απονομής των Όσκαρ του 1942, με τον Μάνκιεβιτς και τον Γουέλς να μοιράζονται το βραβείο πρωτότυπου σεναρίου, αλλά να μην παρίσταται κανείς τους για να το παραλάβει. Η επιλογή του να υπάρχει αυτή η σκηνή στο φιλμ δηλώνει ταυτόχρονα περίσσια πικρία αλλά και ένα μεγάλο «τι θέλει να μας πει τώρα ο ποιητής;». Αυτό το τελευταίο το κρατάμε και για το… δεύτερο φινάλε (αν όχι για το σύνολο της ταινίας, μετά από ένα άστοχο δίωρο καλοφωτογραφημένων πλάνων).

Υπάρχει κάποια (σαφώς) προσωπική αιτία που ο Φίντσερ ήθελε να κάνει τούτο το φιλμ πραγματικότητα, όμως αυτή δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη στα μάτια του θεατή. Μόνο εκείνος (θα) γνωρίζει το γιατί. Γι’ αυτό και το «Mank» δεν αφορά κανέναν άλλον, τελικά.

Υ.Γ. Μέσα στην αλαβάστρινη τελειότητα της μαυρόασπρης ψηφιακής εικόνας, σε κάθε «υποθετική» αλλαγή μπομπίνας (αν ήταν) φιλμ, στην πάνω άκρη δεξιά του κάδρου, εμφανίζεται το γνωστό «καψιματάκι». Πόσο γελοίος…