Συγκρίνοντας… τους «Στραγγαλιστές της Βοστώνης».
Σε μια σκηνή του «Boston Strangler» του Ματ Ράσκιν, το οποίο έκανε την πρεμιέρα του στο Disney+, ένας παλιός στοιχειοθέτης εφημερίδας στήνει ένα πρωτοσέλιδο με τον τίτλο «BOSTON STRANGLERS». Και, παραδόξως, έχει απόλυτο δίκιο… φιλμικά! Ο «Στραγγαλιστής της Βοστώνης» δεν είναι ένας!
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η σύγκριση που μπορεί να κάνεις κανείς, με αφορμή την πρεμιέρα του φετινού «Στραγγαλιστή της Βοστώνης» του Ματ Ράσκιν, που πλέον μπορεί να παρακολουθήσει κανείς αποκλειστικά στην πλατφόρμα του Disney+, ενθυμούμενος και το ομότιτλο φιλμ του Ρίτσαρντ Φλάισερ, από το 1968. Οι δύο ταινίες, αμφότερες παραγωγές του studio της 20th Century (πάλαι ποτέ Fox), αντιπροσωπεύουν τις εποχές στις οποίες γυρίστηκαν και, αν και διαχειρίζονται το ίδιο ακριβώς θέμα, είναι… ολότελα διαφορετικές!
Πηγή έμπνευσης για τα δύο έργα αποτέλεσε η αληθινή περίπτωση του βαπτισμένου από μία τοπική εφημερίδα ως «Στραγγαλιστή της Βοστώνης» Άλμπερτ ΝτεΣάλβο, ο οποίος ομολόγησε (ενδεχομένως κάτω από αστυνομική πίεση και δικαστικές οδηγίες) για τα εγκλήματά του και καταδικάστηκε σε ισόβια, αν και στην πραγματικότητα μονάχα για το τελευταίο (του) θύμα υπήρξε ταυτοποίηση με DNA (μόλις το 2013!). Κατά τη διάρκεια των ερευνών αλλά και αρκετά χρόνια αργότερα, εμφανίστηκαν θεωρίες περί της ύπαρξης περισσότερων του ενός δολοφόνων, οι οποίοι έδρασαν ακριβώς με τα ίδια χαρακτηριστικά, στραγγαλίζοντας δεκατρείς γυναίκες στην ευρύτερη περιοχή της Βοστώνης, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60. Θεωρία την οποία υιοθετεί και η ταινία του Ράσκιν.
Στο «Boston Strangler» (χωρίς το επιπλέον άρθρο του φιλμ του ’68) του σήμερα, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ράσκιν επιλέγει ν’ αφηγηθεί την ιστορία του μέσα από το πρίσμα της ερευνητικής δημοσιογραφίας, τοποθετώντας στη θέση των πρωταγωνιστών τις Λορέτα ΜακΛάφλιν και Τζιν Κόουλ (Κίρα Νάιτλι και Κάρι Κουν, αντίστοιχα), δύο δημοσιογράφους τοπικής εφημερίδας που παλεύουν ν’ αναδείξουν το θέμα εντός ενός απόλυτα ανδροκρατούμενου περιβάλλοντος: συναδελφικού που αμφισβητεί τις ικανότητές τους και αστυνομικού που δεν τις παίρνει καθόλου στα σοβαρά. Η ταινία του Ράσκιν, λοιπόν, ταυτίζεται με τις «μοδάτες» τάσεις του Χόλιγουντ της εποχής μας, που υψώνουν το γυναικείο ανάστημα και το κοινωνικό μήνυμα των δικαιωμάτων της «πολιτικής ορθότητας» (με την καλή έννοια εδώ!) η οποία προστατεύει το «ασθενές» φύλο. Το φιλμ αποκτά μια ξεκάθαρα γυναικεία ματιά η οποία σχολιάζει (ευρύτερα) το φλέγον ζήτημα της γυναικοκτονίας, έστω και μέσω της ακραίας υπόθεσης ενός (;) serial killer, σε έναν κόσμο που εύκολα καταδικάζει τις γυναίκες ως θύματα, διαχρονικά.
Η δουλειά που έχει γίνει είναι θαυμάσια, σε κάθε επίπεδο, τόσο που ο θεατής μπορεί να σκεφτεί ότι τούτη η παραγωγή αδικήθηκε δίχως κινηματογραφική διανομή (θα έστεκε μια χαρά και στα σινεμά!). Με πρεμιέρα στο αμερικανικό Hulu (όπου εμφανίζεται το πιο adult περιεχόμενο της σύμπραξης της Disney με την 20th Century, πια) και διαθεσιμότητα μέσω του Disney+ για τον υπόλοιπο κόσμο, ο «Στραγγαλιστής της Βοστώνης» του Ράσκιν είναι ένα πρώτης τάξης θέαμα για το home entertainment, υποστηρίζεται από ένα σωστά διαλεγμένο και λειτουργικότατο καστ (η Νάιτλι ποτέ δεν είχε δείξει τόσο ώριμη ερμηνευτικά στο παρελθόν, αποχαιρετώντας κάποιες ενοχλητικές «μούτες» της) και σταδιακά εξελίσσεται σε ένα crime θρίλερ που μπορεί να διαθέτει και σασπένς και μυαλό. Μοναδικό πταίσμα, η σεναριακή διαχείριση του Ράσκιν (σχεδόν) από το σημείο που προκύπτει η θεωρία της ύπαρξης περισσότερων του ενός δολοφόνων οι οποίοι ενδεχομένως και να συνεργάστηκαν μεταξύ τους ή να αντέγραψαν τις πράξεις τους… σκόπιμα! Εκεί η πλοκή «μπουρδουκλώνεται» περίεργα και το υποθεσιακό «puzzle» που επιδιώκει να στήσει ο Ράσκιν δείχνει πως κάποια από τα κομμάτια του ζορίστηκαν για να χωρέσουν σε… λάθος θέσεις.
Από την άλλη, το «The Boston Strangler» του 1968 είναι μια ξεκάθαρα ανδρική υπόθεση. Και ένα φιλμ πολύ πιο μοντέρνο από την παραδοσιακή σκηνοθετική γραμμή που επιλέγει ν’ ακολουθήσει ο Ράσκιν (ίσως φοβούμενος τις συγκρίσεις…). Όπως δήλωνε και ένα άρθρο του American Cinematographer από το 1969, η ταινία του Φλάισερ ήταν η πρώτη στην οποία έγινε χρήση της τεχνικής των ταυτόχρονων multiple images επί της οθόνης, δημιουργικών split-screens (στην ουσία) από διαφορετικές γωνίες λήψης της ίδιας σκηνής, που καταλαμβάνουν ένα 35% της συνολικής διάρκειας του φιλμ! Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα εντυπωσιάζει μέχρι και σήμερα.
Εδώ, ο Φλάισερ αφηγείται την ιστορία του μέσα από το πρίσμα της αστυνομικής έρευνας, αφήνοντας εντελώς απ’ έξω το κομμάτι της δημοσιογραφίας κι επικεντρώνοντας στη μεθοδολογία των ντετέκτιβ που έχουν αναλάβει την υπόθεση (ο Χένρι Φόντα και ο Τζορτζ Κένεντι, μεταξύ άλλων), εμφανίζοντας έναν και μοναδικό δολοφόνο, που στο δεύτερο μισό της ταινίας είναι πια ορατός (τον υποδύεται ο Τόνι Κέρτις) και τον παρακολουθούμε σε πλήρη δράση (από τον στραγγαλισμό του ενδέκατου θύματος και μετά), αλλά και σε στιγμιότυπα του… οικογενειακού του βίου (είναι παντρεμένος και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών).
Εκεί που το σημερινό «Boston Strangler» καταπιάνεται με το θέμα του στραγγαλιστή από μια ματιά γυναικείας ψυχολογίας και «πολιτικών» διεκδικήσεων, ο Φλάισερ θίγει εντελώς διαφορετικούς προβληματισμούς μιας εποχής σαφώς πιο πολιτικής, εντάσσοντας στη δράση της ταινίας μέχρι και το κοινωνικό τραύμα που προκάλεσε η δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι, στα 1963 (χωρίς να περνά απαρατήρητη η «υποπλοκή» της στοχοποίησης της ανδρικής gay κοινότητας από την Αστυνομία, ως περιβάλλον στο οποίο ανήκει ο – όποιος – ύποπτος). Η προσέγγιση της ταυτότητας του δολοφόνου, δε, γίνεται με… ιατρικούς όρους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι επρόκειτο για διχασμένη προσωπικότητα, ενός ανθρώπου «παγιδευμένου» εν αγνοία του (!) ανάμεσα σε δυο ζωές, οι οποίες (κατά την άποψη των ειδικών) δεν έπρεπε να αποκαλυφθούν και να συγκρουστούν, διότι το αποτέλεσμα θα ήταν ανεπανόρθωτα και αθεράπευτα καταστροφικό για την ψυχοσύνθεσή του. Το τελευταίο μέρος της ταινίας οπτικοποιεί τις ανακρίσεις της Αστυνομίας μέσα σ’ ένα εικαστικό πλαίσιο κλινικής ψυχρότητας και απομόνωσης του ομώνυμου ήρωα, υπό την απειλή της πλήρους κατάρρευσης.
Εντελώς παραγνωρισμένο στην εποχή του, το «The Boston Strangler» του Φλάισερ έλαβε διχασμένες (περισσότερο προς αρνητικές) κριτικές, μονάχα ο Κέρτις προτάθηκε για την ερμηνεία του στις Χρυσές Σφαίρες, όμως, υπήρξε μία επικερδής ταινία στο αμερικανικό box-office και σήμερα εκτιμάται (δικαίως) για την εξαιρετικά μοντέρνα σκηνοθετική γραμμή του. Εύχομαι να προστεθεί σύντομα και στον κατάλογο του ελληνικού Disney+ (καθότι τίτλος της 20th Century), ώστε οι συνδρομητές της πλατφόρμας να απολαύσουν και τα δύο έργα, δικαιώνοντας τις ξεχωριστές αρετές του φιλμ του Φλάισερ, όσο και του «Boston Strangler» του Ράσκιν.