FreeCinema

Follow us

ΑΣΠΡΟ ΠΑΤΟ (2020)

(DRUK)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόμας Βίντερμπεργκ
  • ΚΑΣΤ: Μαντς Μίκελσεν, Τόμας Μπο Λάρσεν, Μάγκνους Μίλανγκ, Λαρς Ράντε, Μαρία Μπονεβί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21

Αντροπαρέα που αποτελείται από τέσσερις καθηγητές λυκείου πειραματίζεται με καθημερινή κατανάλωση μικροποσότητας αλκοόλ, ώστε να μελετήσει την επίδρασή του σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο. Όσο θα περνά ο καιρός, όμως, ποτέ δεν θα τους είναι αρκετό…

Όπως σε όλα τα πράγματα σε τούτη τη ζωή, υπάρχει η προσωπική άποψη. Εκείνη που δεν αλλάζει… ούτε και με όλα τα βραβεία του κόσμου! Το «Άσπρο Πάτο» του Τόμας Βίντερμπεργκ τυγχάνει να είναι ένα από τα πλέον βραβευμένα φιλμ των καιρών μας, να έχει υμνηθεί από τεράστια μερίδα της κριτικής παγκοσμίως, όμως, εμένα μου προκάλεσε… αφόρητη πλήξη σχεδόν από τη μέση του, γεγονός το οποίο δεν διορθώθηκε καθόλου κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης (και) του υπόλοιπου έργου. Τουναντίον, όσο περνούσε η ώρα, μου πρόσθετε και αγανάκτηση! Σαφώς και δεν είναι καλλιτεχνικές αυτές οι παρατηρήσεις, αφού ο Βίντερμπεργκ έχει σκηνοθετήσει (πανέξυπνα) ένα κατασκεύασμα αλάνθαστο, το οποίο όμως στηρίζεται πάνω σε (κοινωνικά) στερεότυπα συμπεριφορών και μηνυμάτων, πανέτοιμο να καταναλωθεί από… τις μάζες. Ναι. Εδώ δεν μιλάμε για ένα δύσκολο στην προσέγγιση και την ταύτιση «art-house» σινεμά, μα για ένα «καμουφλαρισμένο» μελόδραμα, μια «συρραφή» από σκηνές που έχουν σκοπό να χειραγωγήσουν το θεατή προς ανάλογα συναισθήματα, μέχρι την… εκβιαστική λύτρωση του φινάλε. Ίσως και να το σεβόμουν λίγο παραπάνω, εάν έπαιζε τίμια με τους κανόνες αυτού του genre. Ο Βίντερμπεργκ, όμως, το κάνει συνδυάζοντας «φεστιβαλική» ψυχρότητα και αποστασιοποίηση στην αφήγηση, ενώ την ίδια στιγμή υπογράφει το πλέον βατό και mainstream φιλμ της καριέρας του. Που «μέθυσε» τους πάντες. Εμένα, πάλι, όχι. Ίσως επειδή δεν ταυτίζομαι τόσο με το αλκοόλ…

Πέραν του βασικότατου προβλήματος, ότι το «Άσπρο Πάτο» δεν με αφορά καθόλου και πουθενά, ήταν δύσκολο να ξεπεράσω τα πλείστα όσα ζητήματα της ιστορίας και του σεναρίου, το οποίο πάσχει από μία λαθεμένη αντίληψη του «κέντρου βάρους» του. Ενώ μας παρουσιάζει ως ουσιαστικό ήρωα / πρωταγωνιστή τον χαρακτήρα του Μάρτιν (Μαντς Μίκελσεν), στην πραγματικότητα έχει ακόμη τρεις βασικούς χαρακτήρες που μοιράζονται μαζί του αυτό το «πείραμα» στον αλκοολισμό, μα είναι απόλυτα ανισοβαρείς σε σχέση με την ανάπτυξή τους. Σίγουρα δεν είναι ολοκληρωμένοι και, ενίοτε, αισθάνεσαι ότι τους βλέπεις λιγότερο στο έργο γιατί… ο star της ταινίας είναι ο Μίκελσεν. Αλλά ακόμη και ο Μάρτιν πάσχει από μία ελαφρότητα σχηματοποίησης σχεδόν αστεία. Είναι καθηγητής λυκείου που προετοιμάζει τους μαθητές του για τη μελλοντική τους είσοδο στην κοινωνία, τις σπουδές που θα κάνουν και τους ρόλους που θα αναλάβουν ως ενήλικες. Ταυτόχρονα, είναι γονιός δυο έφηβων αγοριών, παντρεμένος με μια γυναίκα που… αγαπά; Η σχέση του ζευγαριού παρουσιάζεται λες και βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης, άνευ αιτίας κι αφορμής, όμως. Απλά, δεν μιλιούνται. Ψάχνεις μπας και καταλάβεις γιατί ο Μάρτιν περνά την καθημερινότητά του (στη δουλειά και στο σπίτι) λες και… τράκαρε με τρένο σε μετωπική, αναμένεις να αποκαλυφθεί ένα μυστικό που κατέστρεψε αυτό το σπίτι, υποψιάζεσαι ότι ήταν πρώην αλκοολικός, όμως, τίποτε από όλα αυτά δεν ευσταθεί, ούτε και προκύπτει εν συνεχεία. Τότε, τι;

Απλά τα πράγματα. Ο Βίντερμπεργκ (μαζί με το συν-σεναριογράφο του, Τομπίας Λίντχολμ) αποφάσισε να παίξει με όρους τύπου «give the people what they want». Έναν αχταρμά, δηλαδή, από καταστασιακά «προβληματισμού», όπου η κλασική ερώτηση «Τι έχεις;» απαντάται με το (κωμικό, πλέον) «Τίποτα…»! Συμβαίνουν πράγματα, αλλά η βαρύτητά τους ταιριάζει με αυτή την τελευταία απάντηση. Και προερχόμενος από έναν λαό που έχει τέτοια χαρακτηριστικά «αδιαφορίας» ή είναι εθισμένος κατά πολύ στο… «ακόμα ένα ποτηράκι», μας σερβίρει το «μύθο» ενός δήθεν καταστροφικού «πειράματος», στο οποίο οι τέσσερις φίλοι κατεβάζουν ότι βρουν σε αλκοόλ από το πρωί που ξυπνούν και πηγαίνουν στη δουλειά τους, σχεδόν όπως μας «δίδαξε» (μέσω κλασικής του ατάκας που αναφέρεται στο φιλμ) ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Εννοείται πως από το ξεκίνημα γνωρίζουμε που θα καταλήξει όλο αυτό. Στον ίδιο πλανήτη ζούμε! Αρχικά, όμως, οι τέσσερις ήρωες δείχνουν αντοχή, έως που φαίνεται να βελτιώνουν την καθημερινότητά τους! Και κάπου εδώ εισέρχονται (και) κάποια ζητήματα ηθικής

Ισορροπώντας σε τεντωμένο σχοινί σε σχέση με αυτό που θίγει και παρουσιάζει ο Βίντερμπεργκ, οι ήρωες του «Άσπρο Πάτο» συχνά υπερβαίνουν της λογικής και πολλών κοινωνικών κανόνων και (μας) λένε πως (για παράδειγμα) ένα-δυο σφηνάκια vodka μπορούν να σε «απελευθερώσουν» στις εξετάσεις για το απολυτήριό σου, πως το αλκοόλ σε κάνει πιο δραστήριο, πιο ζωντανό, με μοναδική επίπτωση μια μικροζαλάδα το επόμενο πρωί ή κάποια μικροατυχήματα τη νύχτα (όπως να «τα κάνεις» επάνω σου!), μέχρι να σε βρει η νύστα σε ημιαναίσθητη κατάσταση. Την ίδια στιγμή, φυσικά, σου πετάει και τις σκηνές στις οποίες η επίδραση του αλκοόλ σε αποξενώνει, κινδυνεύει να σε στείλει στην ανεργία, τη δυστυχία, γιατί όχι και στο να σε οδηγήσει στην επιλογή της αυτοκτονίας. Και μέσα σε όλη αυτή την αδυναμία του να καλύψει τα νώτα των βασικών του χαρακτήρων, οι σχολικές σεκάνς / «υποπλοκές»… νερώνουν ακόμη πιο ανάλαφρα το σενάριο, το οποίο μοιάζει με σκορποχώρι προβλέψιμων «ανατροπών» που ζορίζεται να μοιάσει με ανθρώπινη «τραγωδία», διότι αυτές οι δήθεν βγαλμένες από τη ζωή ιστορίες έχουν σχεδιαστεί με κανονικότατο timing δραματουργίας. Είναι τόσο «προκάτ» που, εγώ τουλάχιστον, δεν έβρισκα το λόγο να παρακολουθώ το φιλμ (επαγγελματική «διαστροφή», δεν γίνεται αλλιώς…).

Ατυχώς, το «Άσπρο Πάτο» καταλήγει σε μία γραφικότατα συμβολική σκηνή «λύτρωσης» του κεντρικού ήρωα (οι υπόλοιποι ας κόψουν το λαιμό τους, ποτέ δεν μας ενδιέφεραν πραγματικά), με μια χορογραφία «ελευθερίας» που μόνο μέχρι το… Ζορμπά δεν φτάνει, ταυτόχρονα ακυρώνοντας και κάθε υποψία καλής θέλησης από τον Μάρτιν. Θα συνεχίσει να είναι «φτιαγμένος» από τη ζωή ή δεν θα σταματήσει να μπεκροπίνει ποτέ γιατί… «έτσι ειν’ η ζωή και πώς να την αλλάξεις»; Αν δεν έχουν την απάντηση οι σεναριογράφοι, τι να σας πω κι εγώ; Ένα δάχτυλο vodka με περισσότερο tonic καταναλώνω, πλέον. «Ξενέρωτος». Δεν τα ‘πιασα τα «βαθύτερα» νοήματα του έργου.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Mainstream δράμα ενήλικου βίου με στιγμιότυπα που θα ήθελαν να θυμίζουν εσένα ή εμένα, αλλά αγγίζουν περισσότερο «μοντέλα» σεναριακής ανάπτυξης για… τηλεοπτικά serial (μη σας πω ακόμη και των δικών μας ιδιωτικών καναλιών!). Εάν ανήκετε στην κατηγορία των ανθρώπων που ακόμη και στο τραπέζι, δεν θα κάτσουν να φάνε αν δεν ανοίξει μπουκάλι κρασιού, σίγουρα θα «νιώσετε» κάποιες θεματικές αναφορές. Αν έχετε πείρα από… AA meetings, ίσως το δείτε και σαν κοινωνική σάτιρα (και θα γελάσετε για τους λάθος λόγους)! Σαφώς και δεν είναι κακό σινεμά, σαφώς και είναι άριστα φτιαγμένο. Αλλά δεν δύναται να κρύψει ότι σε βάζει σε θέση να αμφισβητήσεις τη γνησιότητα του… περιεχομένου της φιάλης. Όσο για τα… «παράτολμα πειράματα φυγής» από τις ενήλικες ευθύνες, το είχε τερματίσει ο Τρίερ με τους «Ηλίθιους» (1998). Ευχαριστώ.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.