ΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ (1998)
(IDIOTERNE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λαρς φον Τρίερ
- ΚΑΣΤ: Μποντίλ Γιόργκενσεν, Γενς Αλμπίνους, Ανν Λουίζ Χάσινγκ, Τρόελς Λίμπι, Νίκολαϊ Λι-Κους, Λουίζ Μιερίτζ, Χένρικ Πριπ, Λουίς Μεσονέρο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ART HOUSE
Δεν είναι καθόλου εύκολο να αναμετρηθείς με αυτή την ταινία…
Το γεγονός ότι ο Λαρς φον Τρίερ άγγιξε το mainstream με το «Δαμάζοντας τα Κύματα» παραμένει παράδοξο, όμως θα πρέπει να ευγνωμονούμε αυτό το πλατύτερο κοινό… ηλιθίων (σε πόσους, άραγε, άρεσε πραγματικά η ταινία;) – που προφανέστατα έπεσαν «θύματα» της κριτικής και των προσδοκιών τους – γιατί η επιτυχία εκείνου του φιλμ επέτρεψε στον σκηνοθέτη να γυρίσει τους «Ηλίθιους». Η δεύτερη ταινία του δανέζικου manifesto «Dogma 95» (μετά την «Οικογενειακή Γιορτή» του Τόμας Βίντερμπεργκ), πραγματεύεται πολύ πιο ουσιαστικά τον γνωστό δεκάλογο κανόνων των δημιουργών του, οι οποίοι ορκίστηκαν να υπηρετήσουν ένα «anti-bourgeois cinema». Ο Τρίερ όχι μόνο ρισκάρει να αναθεωρεί τα όρια μεταξύ πραγματικότητας – σινεμά, ή αποσυνθέτει την αφήγηση από γνώριμη φόρμα «πλαστής» τέχνης σε αυθαίρετο «ντοκουμέντο» που πρόκειται να βιωθεί σε μία αίθουσα – «ναό διασκέδασης», αλλά και θέτει ένα ισχυρό δίλημμα προς τη διανοητική ισορροπία των θεατών μιας κοινωνικοποιημένης λογικής.
Μια ομάδα ευυπόληπτων μεσοαστών αποδρά από την καθημερινή… ηλιθιότητα, την εργασία, την οικογένεια, τους ρόλους και τις ενοχές, για να ασκηθεί στην ελευθεριότητα και τις «ηδονές» της, αποτέλεσμα της αναζήτησης και εξωτερίκευσης του ηλίθιου που κρύβουν μέσα τους. Η Κάρεν, μία φαινομενικά καταθλιπτική γυναίκα που περιφέρεται στην πόλη, προστίθεται στην ομάδα, αφού γίνεται μάρτυρας μιας δημόσιας «σπαστικής» παρενόχλησης σ’ ένα εστιατόριο. Η συμπεριφορά άνευ ηθικής θα φέρει την παρηγοριά ακόμη και σε μία τόσο θλιμμένη ψυχή, που ανασύρεται προς την «παιδιάστικη» χαρά, αφήνοντας πίσω μαρτυρικά μυστικά, κρυφά ως το φινάλε της ταινίας. Η Κάρεν θα γίνει ένα μαζί τους, όμως, μια σειρά ατυχών συμβάντων θα πλήξει την αλληλεγγύη της ομάδας, τα μέλη της οποίας θα πρέπει να περάσουν από την υπέρτατη δοκιμασία για να παραμείνουν: θα πρέπει να ασκήσουν την ηλιθιότητά τους στο κοινωνικό τους περιβάλλον.
«Οι ηλίθιοι είναι οι άνθρωποι του μέλλοντος», μας λέει ο Τρίερ, έστω κι αν στη «διαδρομή» του φιλμ καταλαβαίνουμε, από συνεντεύξεις μεμονωμένων μελών της ομάδας, ότι οι «Ηλίθιοι» είναι ένα flashback, η ανάμνηση από μία τελειωμένη ιστορία που έμοιαζε πολύ αναρχική για να συντηρηθεί. No future… Κι αυτό είναι που κάνει την ταινία τόσο «επικίνδυνη»!
Οι ήρωες των «Ηλιθίων» είναι… (φαινομενικά;) εντάξει. Είναι ενήλικες με αφομοιωμένες ευθύνες. Έχουν αποδεχτεί τους ρόλους τους και ως σκεπτόμενοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη… βλακεία που μαστίζει το υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Αντιδρώντας, σε αναζήτηση μιας ψυχοθεραπευτικής δύναμης που θα τους επιτρέψει να παραμείνουν… λογικοί μέσα σ’ αυτά τα στενά πλαίσια συμπεριφοράς, φυγαδεύονται προς… άγνωστους τόπους, μακριά από συγγενικά ή φιλιά πρόσωπα και λειτουργούν ως «σπαστικά», βιώνοντας, ταυτόχρονα, τα όρια μιας διανοητικής ατέλειας που, στη ζωή εκεί «έξω», θα τους μετέτρεπε σε τρόφιμους ασύλου. Ως «ηλίθιοι», λοιπόν, βρίσκουν την ελευθερία είτε σε ιδιωτικούς (ένα σπίτι όπου συγκεντρώνονται) είτε σε δημόσιους χώρους (ένα εστιατόριο, ένα κολυμβητήριο, ένα εργοστάσιο το οποίο επισκέπτονται ως άτομα με ειδικές ανάγκες και γενικότερα μέρη όπου μπορούν να επωφεληθούν από τον οίκτο των «φυσιολογικών»), μέσω πράξεων που από μία εναλλακτική σκοπιά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε απλά παιδαριώδεις!
Πράξεις ακίνδυνες (εκτός αν ο μηχανόβιος, που σου κρατάει το πέος για να κατουρήσεις στην τουαλέτα ενός bar, καταλάβει ότι το κάνεις για χαβαλέ και… σε σπάσει στο ξύλο!), που μεταδίδουν το αίσθημα της χαράς, τον ανέμελο ηδονισμό μιας χαζομάρας, την οποία θα κατέκρινε ένας ενήλικας ως ανώριμη, αλλά παράλληλα δικαιολογημένη όταν προέρχεται από ένα που «δεν ξέρει» ή «δεν καταλαβαίνει» τι κάνει. Μήπως, λοιπόν, οι «προγραμματισμένες» μας ευθύνες μας έχουν αποτρέψει από συμπεριφορές που ξεκινούν από την αθώα παιδικότητα και φτάνουν ως το ενστικτώδες ή το «πρωτόγονο» (βλέπε σεξουαλικότητα); Και το αποτέλεσμα αυτού, τι έχει επιφέρει στον έσω κόσμο; Συναισθηματικές «αναπηρίες», νευρώσεις, διαταραχές που «θεραπεύονται» με κλινικό ψυχαναγκασμό και φάρμακα… Γιατί, όμως, η – σχιζοφρενική – περίπτωση της Τζοζεφίν δείχνει βελτίωση μονάχα όταν σταματά τα ψυχοφάρμακα μέσα στην ομάδα; Γιατί της επιτρέπεται να αναγνωρίσει τη σημασία της εσωτερικής της ηλιθιότητας, να «εφεύρει» τη δική της ισορροπία και τον τρόπο συμμετοχής σ’ ένα σύνολο και, τελικά, να ερωτευτεί.
Από νωρίς, ο κόσμος των «Ηλιθίων» φαίνεται καταδικασμένος να αποτύχει, να διαλυθεί. Κι αυτό δεν είναι το μυστικό της ταινίας. Ο Τρίερ προδίδει την κατάληξη με προσωπικές συνεντεύξεις των μελών της ομάδας, οι οποίες διακόπτουν την αφήγηση, το ευτυχισμένο πριν. Το manifesto του σκηνοθέτη περνάει από τρία στάδια: λυτρωτικό, αδιέξοδο, μαρτυρικό. Η λύτρωση έχει κερδηθεί από τους ήδη μετέχοντες, από αυτούς που έκριναν πως η δύναμη της ηλιθιότητας ήταν αυτό που έλειπε ή δεν γνώρισαν στη ζωή τους. Έχει γίνει εθισμός, δεύτερη φύση, κρυφή ταυτότητα, «ρόλος» – παρωδία. Μέσα στους χαρακτήρες του Τρίερ, όμως, βρίσκονται και όλοι οι «ιοί», τα κακά μιας κοινωνικής πραγματικότητας, που δεν παύουν να υφίστανται. Τα μέλη της ομάδας έχουν παράλληλες ζωές, εργασία, σπίτι, οικογένεια. Έρχονται διαρκώς σε επαφή με ένα σύγχρονο σύστημα που έχει προσβάλει τον τρόπο σκέψης ως κληρονομική τάση συνήθειας. Μερικοί από αυτούς υποκρίνονται σ’ ένα – απλά ευχάριστο – ψέμα. Οι συνδετικοί κρίκοι του ενωμένου «αυτισμού» θα νιώσουν την κρίση ενός αδιέξοδου, μέσα από ατυχείς εμπειρίες, συγκρούσεις και… όρια ηθικής. Σ’ αυτή τη φάση, έρχεται η πιο επίπονη δοκιμασία: η άσκηση ηλιθιότητας μέσα στην ίδια τους την οικογένεια ή το χώρο εργασίας. Η μη συμμετοχή σημαίνει εξοστρακισμό από την ομάδα. Από κάθε άποψη, εγκυμονούν κίνδυνοι απόρριψης. Η ασφάλεια του κοινωνικού περιβάλλοντος μπορεί να χαθεί. Διαφορετικά, χάνεται η δυνατότητα φυγής… Κι αυτό το δεύτερο, μπορεί να οδηγήσει ακόμη και μέχρι την τρέλα, ύστερα από το ελευθέριο βίωμα της… ηλιθιότητας.
Το τελευταίο μέρος των «Ηλιθίων» είναι μαρτυρικό. Σε κάνει να νιώθεις ότι, ενώ βρισκόσουν σ’ ένα… παιδικό party και χαιρόσουν, απότομα, τα παιχνίδια προκαλούν πόνο ή ότι οι μεγάλοι ήρθαν για να σε πάρουν μαζί τους στο σπίτι. Και για να μείνεις σ’ αυτό το party, πρέπει να πονέσεις πολύ, μαζί με τα άλλα παιδάκια, ή να πονέσεις τους δικούς σου, με συνέπειες… boomerang. Μοναδική λύτρωση κι ελπίδα ύστερα από αυτή τη δοκιμασία, το να μη μείνεις μόνος σου. Να μην καταλάβεις ότι δεν έχεις μέλλον…
Αν ο Βίντερμπεργκ έπεφτε σε στιλιστικές μανιέρες του σκανδιναβικού σινεμά στην «Οικογενειακή Γιορτή», εδώ ο Τρίερ μέχρι που ξεχνάει τι σημαίνει σινεμά! Το ρεαλιστικό ξεσκίζει τις φλέβες της όποιας αφηγηματικής απάθειας, ο καλλιτέχνης δεν επεμβαίνει αλλά υποχρεώνει σε μία κινηματογράφηση – βίωμα τους ηθοποιούς, οι οποίοι αυτοσχεδιάζουν και… αιμορραγούν, λες και ανακαλύπτουν τους δικούς τους εφιάλτες, ενώ η αμεσότητα διαπερνά την οθόνη και κάνει το θεατή να συμπάσχει, να δοκιμάζεται κι αυτός σ’ ένα από τα πιο σκληρά «παιχνίδια» που του πρότεινε ποτέ το σινεμά. Αν μείνετε μέχρι το τέλος, ίσως βγείτε από την αίθουσα με λυγμούς, ανήμποροι, σαν ηλίθιοι… Μόνο τότε θα ξέρετε πως οι «Ηλίθιοι» είναι μία από τις σημαντικότερες ταινίες που μας χάρισε το παγκόσμιο σινεμά στη δεκαετία του ’90, τουλάχιστον! Προσωπικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Τρίερ γι’ αυτό το φιλμ. Ίσως θα ήθελα να πω και… ευχαριστώ ζωή, αλλά γι’ αυτό μπορεί και να διαψευστώ.