ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ (2022)
(TRIANGLE OF SADNESS)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνική Σάτιρα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρούμπεν Έστλουντ
- ΚΑΣΤ: Χάρις Ντίκινσον, Σάρλμπι Ντιν, Βίκι Μπερλίν, Ντόλι Ντε Λεόν, Ζλάτκο Μπούριτς, Χένρικ Ντόρσιν, Ζαν-Κριστόφ Φολί, Άιρις Μπέρμπεν, Γούντι Χάρελσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 147'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ζευγάρι μοντέλων ξεσκάει σε τζάμπα κρουαζιέρα για super-rich, μια απίστευτη τρικυμία θα φέρει τα πάνω-κάτω στο καράβι (και τα στομάχια τους) και μια αναπάντεχη επίθεση πειρατών θα βυθίσει το… κοινωνικό status όλων τους!
Χωρίς να θέλω ν’ αδικήσω τον Ρούμπεν Έστλουντ, τον θεωρώ απίστευτα υπερεκτιμημένο, έχοντας στην κατοχή του (ήδη, στα 48 του!) δύο Χρυσούς Φοίνικες (για το «Τετράγωνο» και τούτο εδώ). Το κοινό του art-house τον είχε μάθει το 2014, με το «Ανωτέρα Βία», όμως, προσωπική μου εκτίμηση είναι πως όλοι μαζί (βάζοντας μέσα και τους κριτικούς) παραγνωρίζουν ένα σημαντικό γεγονός: η καλύτερη ταινία του παραμένει (μέχρι και σήμερα) το «Play» (2011), το οποίο είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2017. Παρ’ όλα αυτά, όπως μπορεί να διακρίνει κανείς κι από την άνωθεν αξιολόγηση για το «Τρίγωνο της Θλίψης», τυχαίος δεν είναι.
Η μαγκιά στις δουλειές του Έστλουντ κρύβεται στο γράψιμο, όχι στον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετεί. Εκεί, και υφολογικά ελαττώματα έχει και στον τρόπο αφήγησης δεν βγάζει (σχεδόν ποτέ!) κάτι ολοκληρωμένο (#diplhs) και δεν είμαι σίγουρος ότι αντιλαμβάνεται απαραίτητα τι εστί καθοδήγηση ηθοποιών. Οι ιστορίες του ξεκινούν από ένα gimmick, ένα εύρημα κριτικά δηκτικό και σαρκαστικό, το οποίο υποστηρίζεται από γλώσσα και διαλόγους που γδέρνουν. Αυτό που αφηγείται, όμως, συνήθως μοιάζει περισσότερο αποσπασματικό, σαν μια «συρραφή» από πικρόχολα ανέκδοτα που χαίρεσαι ν’ ακούς και να βλέπεις να οπτικοποιούνται, μέχρι ν’ αρχίσουν να σε… κουράζουν, διότι ο Έστλουντ δεν αποφασίζει να το «τερματίσει» κάπου.
Η αποσπασματικότητα είναι το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο του «Τριγώνου της Θλίψης», το οποίο χωρίζεται αμήχανα σε «κεφάλαια» χώρων δράσης. Στο πρώτο, το ζεύγος των Καρλ και Γιάγια δειπνεί σε ακριβό εστιατόριο και όταν έρχεται ο λογαριασμός, ξεκινά μια ξεκαρδιστική ανταλλαγή πυρών σχετικά με το ποιος θα τον πληρώσει, βασισμένη σε στερεότυπα ανόητων κοινωνικών ρόλων και το «άλλοθι» των διαφορών των δύο φύλων, μαζί με διακρίσεις που συνοδεύουν αμφότερα, ανάλογα (και) με το συμφέρον του καθενός. Στο δρόμο προς το ξενοδοχείο όπου διαμένουν, ο τσακωμός εντείνεται και στο δωμάτιο ο διάλογος γίνεται όλο και πιο σουρεαλιστικός, καθώς οι ατάκες γυρνάνε σαν boomerang επάνω σε προηγούμενα λεγόμενα και των δύο.
Ο Καρλ και η Γιάγια είναι δύο νεαρά fashion models. Η ζήτηση εκείνου έχει ξεπέσει κι αισθάνεται όλο και πιο ανασφαλής οικονομικά, ενώ εκείνη βγάζει περισσότερα χρήματα απ’ αυτόν, και ως μοντέλο και ως… influencer. Χάρη σε αυτή την «ιδιότητά» της, κερδίζει μια κρουαζιέρα σε super θαλαμηγό (την περίφημη Christina O του Αριστοτέλη Ωνάση!), με super-rich επιβάτες που δεν ξέρουν πώς να ξοδέψουν τα λεφτά τους! Ένας Ρώσος ολιγάρχης που θησαύρισε πουλώντας… «σκατά» (!), ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Βρετανών… εμπόρων όπλων που κλαίγεται για τη χασούρα ενός 25% των κερδών του από μαλακίες του NATO (παραλίγο να πνιγώ εδώ!) και διάφοροι τυχαίοι «κακομοίρηδες» που δεν θα πρόσεχες ποτέ αν περπατούσαν δίπλα σου στο δρόμο, μα επάνω σ’ αυτό το κατάστρωμα είναι τα αφεντικά. Στην κορυφή όλων, θέλοντας και μη, όμως, βρίσκεται ένας θεοπάλαβος Αμερικάνος καπετάνιος, αλκοολικός και μαρξιστής!
Το χιούμορ της πένας του Έστλουντ ξεγυμνώνει τον «ευρωπαϊσμό» και την παγκοσμιοποίηση του σήμερα σε βαθμό απόλυτης ντροπής και απαξίωσης, προκαλώντας μεν το γέλιο, αλλά και μια ενοχή συνεργού στο «έγκλημα» για θεατές οι οποίοι δεν γίνεται να παρακολουθούν όλο αυτό το καταστασιακό ξεφτιλίκι αμέτοχοι. Είτε είσαι μέρος αυτού του «τσίρκου» από ανθρωπάκια, είτε δηλώνεις «απολιτίκ» κι έξω από το «παιχνίδι», θα τιμωρηθείς! Με μια καταιγίδα που θα πνίξει τη θαλαμηγό… στον εμετό και το σκατό των ανήμπορων να επέμβουν στα καιρικά φαινόμενα επιβατών, για να καταλήξει σε μια βαθιά αίσθηση ναυτίας και για το κοινό που αντικρίζει την οθόνη. Έμμεσα (ή κατάμουτρα), ο Έστλουντ μας / σας λέει ότι αυτό μας / σας αξίζει και αφήνει fiction χαρακτήρες και θεατές δίχως… σακούλα ανά χείρας, ανακατεύοντας τους πάντες σ’ ένα σκατολογικό γλέντι που «γαργαλάει» το στομάχι με θράσος, δίπλα σ’ ένα επικό debate επώνυμων τσιτάτων που ανταλλάσσει ο Ρώσος καπιταλιστής και ο Αμερικάνος μαρξιστής.
Μέχρι το τέλος της καταιγίδας, το «Τρίγωνο της Θλίψης» είναι ένα αριστούργημα κανιβαλισμού της σημερινής κατάντιας της ανθρωπότητας, αυτού του ναυαγίου που με ζόρι και τόσο αφάνταστο ανθρώπινο πόνο κι απώλειες προσπαθούμε να κρατάμε πάνω από την επιφάνεια… του σκατού, για να επιπλέουν κάποιοι ολίγοι. Εάν το φιλμ τέλειωνε με την επίθεση των πειρατών (το επόμενο πρωινό), θα ολοκλήρωνε το στόχο του και θα μιλούσαμε για ένα πλήρως επιτυχημένο έργο. Όχι, όμως! Ο Έστλουντ θέλει κι άλλο (ενώ πλησιάζουμε επικίνδυνα το δίωρο…)! Και αυτό, το τελευταίο κεφάλαιο της ταινίας, είναι που στερεί πόντους από το σύνολο του εγχειρήματος, πέφτοντας σε παγίδες προβλεψιμότητας, στερεοτυπικών ιδεών, αμηχανίας στον προσανατολισμό και αδυναμίας να δοθεί ένα ουσιαστικό τέλος. Το μη φινάλε του «Τριγώνου» (που, έστω, μακράν απέχει από τη μετριότητα του πρότερου… «Τετραγώνου») μοιάζει με cliffhanger επεισοδίου τηλεοπτικής σειράς που σ’ αφήνει «στα κάρβουνα» μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Μόνο που δεν πρόκειται να υπάρξει επόμενη εβδομάδα…