ΤΑΞΙΔΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ (2018)
(THE LEISURE SEEKER)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολο Βιρτζί
- ΚΑΣΤ: Έλεν Μίρεν, Ντόναλντ Σάδερλαντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Ηλικιωμένο ζευγάρι, που παλεύει με απώλεια μνήμης (εκείνος) και εξουθενωτικούς πόνους (εκείνη), αποφασίζει αιφνίδια απόδραση από την ασφαλή αλλά μουντή καθημερινότητα και ξεκινά road trip με προορισμό το σπίτι του Χέμινγουεϊ στο Κι Γουέστ.
Παίρνοντας το ρίσκο να κατηγορηθώ για ιεροσυλία, θα το πω: στα μισά περίπου αυτού του… υπερήλικου road movie ήρθε και μου καρφώθηκε στο μυαλό η «Αγάπη» του Μίκαελ Χάνεκε. Γιατί όσο προφανείς είναι οι διαφορές μεταξύ αυτών των δύο ταινιών, τόσο ουσιαστικές είναι (και) οι ομοιότητές τους.
Και μαζί. «Ταξίδι Αναψυχής» και «Αγάπη» αμφότερες, στρέφουν το βλέμμα αδιάκριτο και υπομονετικό στην αναθεώρηση και στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης και της αγάπης μεταξύ δύο ανθρώπων στη δύση της ζωής τους. Στην περίπτωση της Έλα και του Τζον τώρα, η αφορμή γι’ αυτή την μεταξύ τους επανεξέταση και επανατοποθέτηση είναι εκούσια: μια έξω καρδιά περιπέτεια στον δρόμο, «καβάλα» στο επονομαζόμενο «The Leisure Seeker» RV τους, που αποφασίζει αυθόρμητα (;) εκείνη ως μια τελευταία ευκαιρία απολαυστικής απόδρασης πριν την επιδείνωση της υγείας και των δυο τους. Στην περίπτωση της Ανν και του Ζορζ τότε, το έναυσμα ήταν αντίθετα ακούσιο: η κλειστοφοβική περιπέτεια της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας εκείνης.
Και τότε και τώρα, όμως, παλιές, ξεχασμένες πίκρες, μυστικά και ψέματα, ανασκαλεύονται και έρχονται μοιραία στην επιφάνεια. Για να προκαλέσουν κι άλλον πόνο. Όχι τόσο δυσβάσταχτα μοναχικό όσο εκείνον της αρρώστιας, ίσως. Ούτε ικανό να χωρίσει το κάθε ζευγάρι, η σχέση του οποίου το μόνο που έχει να φοβηθεί πια είναι ο θάνατος. Έτσι, μπορεί η Έλα να «τιμωρεί» κωμικά τον Τζον για κάποιες ξεχασμένες αμαρτίες του («παρκάροντάς» τον, μέσα στον θυμό της, στον πρώτο οίκο ευγηρίας που βρίσκει μπροστά της) και η Ανν τραγικά και τον εαυτό της και τον Ζορζ, αλλά τελικά ουδείς εγκαταλείπει τον άλλο. Μένουν μαζί. Μέχρι τέλους.
Κι όσο αδύνατο ήταν να φανταστείς την «Αγάπη» άνευ των Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και Εμανουέλ Ριβά, άλλο τόσο ανέφικτο θα φάνταζε αυτό το «Ταξίδι» χωρίς την Έλεν Μίρεν και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ. Εξίσου γενναίοι και γενναιόδωροι με τους Γάλλους συναδέλφους τους οι τελευταίοι, αποτελούν σαφώς τον καλύτερο, αν όχι τον μοναδικό λόγο να μπεις στον κόπο να δεις αυτή την ταινία. Εξάλλου, είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις λιγοστές αληθινές στιγμές αυτού του «Ταξιδιού»: η σκηνή που ο Τζον περιπλανιέται σαστισμένος στο σπίτι του Χέμινγουεϊ ψάχνοντας κάτι, αλλά δεν θυμάται τι, μέχρι που βρίσκει και μυρίζει το κραγιόν της γυναίκας του, αρκεί για να σου φέρει δάκρυα στα μάτια, ενώ ταυτόχρονα σου απλώνει ένα επίμονο, γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπο.
Και χώρια. Ο Χάνεκε, περίφημος και περιβόητος, είναι αδιαμφισβήτητα και πασιφανώς πολύ πιο μαέστρος κινηματογραφιστής από ό,τι ο Βιρτζί. Οι ταινίες του, αγαπημένες ή μισημένες με πάθος («Παράξενα Παιχνίδια», «Η Δασκάλα του Πιάνου») είναι αμφιλεγόμενες πάντα λόγω θέματος και ποτέ λόγω κατασκευής. Οικονομημένες, στιλπνές και κοφτερές, επικοινωνούν ατόφιο το (προκλητικό) όραμά του, σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει. Ο Βιρτζί, αντίθετα, όχι τυχαία ούτε περίφημος, ούτε περιβόητος, παρασύρεται σε ευκολίες ή κλισέ και δυσκολεύεται να μαζέψει σε ένα σφιχτοδεμένο σύνολο το (βασισμένο στο μυθιστόρημα του Μάικλ Ζαντούριαν) σεναριακό υλικό του, για να το αναδείξει σε κάτι πιο διαπεραστικό, σπουδαίο ή αυθεντικό.
Έτσι, ενώ το πρόβλημα με την «Αγάπη» ήταν ο σχεδόν σαδιστικός ρεαλισμός με τον οποίο απεικόνιζε το κατακρήμνισμα της υγείας και της αξιοπρέπειας της Ανν, εδώ είναι το εκβιαστικό και επιτηδευμένο συνταίριασμα της πίκρας με τη γλύκα, του τραγικού με το κωμικό. Όταν π.χ. η Έλα κάνει δικάβαλο με… από μηχανής ευγενικό μηχανόβιο για να προλάβει τον Τζον που την ξέχασε κι έφυγε μόνος του με το RV. Ή το γεγονός ότι οι μικροαπατεώνες που δοκιμάζουν να τους ληστέψουν κρατούν μαχαίρια, επιτρέποντας στην Έλα, που (#duh) κυκλοφορεί και οπλοφορεί, να τους βάλει στη θέση τους. Άσε, δε, την ασύστολη φλυαρία. Τουτέστιν, την αδικαιολόγητη ανάγκη αυτού του «Ταξιδιού» να μιλήσει – έστω φευγαλέα – για τα πάντα (ακόμα και για την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ!), καθώς και την ασυγκράτητη αδυναμία του στα λόγια. Ακόμα κι αν αυτά είναι περιττά.