ΧΟΝΤΡΟΣ & ΛΙΓΝΟΣ (2018)
(STAN & OLLIE)
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Σ. Μπέαρντ
- ΚΑΣΤ: Στιβ Κούγκαν, Τζον Σι Ράιλι, Σίρλεϊ Χέντερσον, Νίνα Αριάντα, Ντάνι Χιούστον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Δεκαετία του 1950 και το πολυαγαπημένο κωμικό δίδυμο του Χοντρού και του Λιγνού προσπαθεί να αναβιώσει την από καιρό φθίνουσα καριέρα του με μια εξοντωτική θεατρική περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία, ελπίζοντας σε μια θριαμβευτική επιστροφή στο Χόλιγουντ.
Ορισμένα είδωλα δεν αγγίζονται – μα, πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Αυτή η γενικευμένη δήλωση προκάλεσε την αρχική επιφυλακτικότητα απέναντι στην ιδέα και μόνο τούτης της ταινίας, η οποία περιγράφει τους τελευταίους μήνες της καριέρας του θρυλικού κωμικού διδύμου, με δύο ευρύτερα αγαπητούς μεσήλικες ηθοποιούς της εποχής μας να ερμηνεύουν, όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και μερικά από τα πιο διάσημα σκετσάκια, τον Χοντρό και τον Λιγνό, κατά κόσμον (αντιστρόφως) Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χάρντι. Κι όμως, τόσο το τελικό αποτέλεσμα της παραγωγής, όσο (κυρίως) και οι ερμηνείες των Κούγκαν και Ράιλι αποδεικνύονται ικανές, σεβάσμιες και συνολικά πολύ πιο επιτυχημένες από ό,τι ελπίζαμε – ή φοβόμασταν.
Δεκαετία 1930 και οι Λόρελ & Χάρντι βρίσκονται στο απόγειο της χολιγουντιανής τους καριέρας, μέχρι τη στιγμή που ο πιο καλλιτεχνικά «ανήσυχος» και λογιστικά καπάτσος Λόρελ σπάει το συμβόλαιό του με το studio, πιστεύοντας πως ο Χάρντι θα τον ακολουθήσει, με το σκεπτικό ότι κανείς από τους δυο τους δεν θα μπορεί να συνεχίσει την καριέρα του χωρίς τον άλλον. Αποδεικνύεται μόνο εν μέρει σωστός, καθώς ο Χάρντι παραμένει «δέσμιος» του studio και των χρεών της «καλής ζωής» τα οποία έχει μαζέψει, όμως ταυτόχρονα ο αντικαταστάτης τού Λόρελ δεν πείθει κανέναν και αμφότεροι οι stars δεν καταφέρνουν να κάνουν solo επιτυχία. Fast forward δεκαέξι περίπου χρόνια μετά, όταν οι σχεδόν 60ρηδες κωμικοί επανενώνονται για μια tournée στη Βρετανία, όπου αναγκάζονται να καταπιούν την περηφάνεια τους όταν συνειδητοποιούν πως παίζουν σε μικρά θέατρα, μισοξεχασμένοι, καθώς θεωρούνται πια ξεπερασμένοι από τη μεταπολεμική κοινωνία και ιδιαίτερα τη νεότερη γενιά. Το μόνο που τους κρατά αισιόδοξους είναι η υπόσχεση μιας μεγάλης επιστροφής στο Χόλιγουντ, που όμως σταδιακά μοιάζει όλο και πιο άπιαστο όνειρο.
Ο Σκωτσέζος σκηνοθέτης Τζον Σ. Μπέαρντ δεν «αποτολμά» καμιά επική, υπερ-φιλόδοξη βιογραφία, αντ’ αυτού κρατά την αφήγηση και το βασισμένο-σε-αληθινά-γεγονότα περιεχόμενό του χαμηλότονο, με μια άκρως επιτυχημένη ισορροπία του «κλαυσίγελου», της ανθρώπινης κωμωδίας που εναλλάσσεται διαρκώς με την τραγωδία, κάτι που συμβαίνει τόσο στους «κοινούς θνητούς» όσο και σε κωμικούς θρύλους όπως οι δύο κεντρικοί ήρωές του. Προσθέτουμε σε αυτό και τη νοσταλγική διάθεση μιας περασμένης εποχής κι έχουμε μια απολαυστική και ειλικρινά αξιοσημείωτη ταινία, γεμάτη με γλυκόπικρες στιγμές, συγκίνηση αλλά και αβίαστο γέλιο. Ασφαλώς, όλα αυτά θα είχαν καταρρεύσει άμεσα εάν η επιλογή των ηθοποιών για τους ρόλους των Λόρελ και Χάρντι δεν ήταν επιτυχημένη.
Κι εδώ έρχεται ο μεγαλύτερος θρίαμβος της ταινίας (και του casting). Οι Στιβ Κούγκαν και Τζον Σι Ράιλι γίνονται ο Λιγνός και ο Χοντρός, αντίστοιχα, στα 97 λεπτά που τους παρακολουθούμε στη μεγάλη οθόνη. Και αυτή η πλήρως επιτυχημένη ενσάρκωση δεν έχει καμία σχέση με το μακιγιάζ (και στους δύο) ή τα προσθετικά (στον Ράιλι, καθώς ο Χάρντι φτάνει σε απαγορευτικά επίπεδα βάρους όταν τον ξανασυναντάμε στη βασική σεναριακή ιστορία του 1953). Οι δύο ερμηνείες ξεφεύγουν από τα βασικά επίπεδα μίμησης. Οι δυο τους ερμηνεύουν στην εντέλεια κλασικά σκετσάκια των Λόρελ & Χάρντι, όμως απογειώνονται ερμηνευτικά στις υπόλοιπες σκηνές, όταν οι χαρακτήρες τους βρίσκονται εκτός σκηνής ή κινηματογραφικού plateau. Ο Ράιλι, «γεμισμένος» με τα αναπόφευκτα προσθετικά, προσδίδει αυτή την παιδιάστικη αφέλεια που ανέκαθεν υποψιαζόμασταν πως ο Χάρντι είχε (και) στην αληθινή του ζωή, όμως ο Κούγκαν είναι εκείνος που κρατά και τη δυναμική τού διδύμου αλλά, κατ’ επέκταση, και το μεγαλύτερο ερμηνευτικό βάρος και εύρος. Ο Λόρελ ήταν πολυτάλαντος, υπεύθυνος για τη σύλληψη και συγγραφή της πλειοψηφίας του υλικού τού διδύμου, αλλά και ο ορθολογιστής, ο πιο κυνικός, ο πιο «ενήλικας» από τους δύο. Προσπαθώντας να αναζωπυρώσει την ταραγμένη τους φιλία, να βοηθήσει οικονομικά τον Χάρντι και να δει τα ονόματά τους πίσω στις μεγάλες μαρκίζες, ο Λόρελ «φοράει» πολλές ιδιότητες στο φαινομενικά ατέρμονο ταξίδι τους ανά τη Βρετανία, ιδιαίτερα όταν η υγεία τού Χάρντι αρχίζει να φθίνει αισθητά. Ο Κούγκαν μιμείται τις κινήσεις και τις εκφράσεις τού προσώπου τού Λόρελ στην εντέλεια (όπως άλλωστε και ο Ράιλι με τον Χάρντι του), όμως είναι η αμυδρή εναλλαγή αυτών των «ιδιοτήτων» και των συναισθημάτων που κάνει την ερμηνεία του ξεχωριστή και, εν τέλει, βαθιά συγκινητική. Όταν, δε, εισάγονται στην ιστορία και οι δύο σύζυγοι, τότε είναι που η ταινία βρίσκει την ιδανική της αρμονία. Η Σίρλεϊ Χέντερσον υποδύεται έξοχα τη Λουσίλ Χάρντι, την ψύχραιμη, προστατευτική δύναμη πίσω από τον «αγαθό γίγαντα», ωστόσο η Νίνα Αριάντα καταφέρνει να κλέψει την παράσταση (κατά καιρούς ακόμη και από τους δύο πρωταγωνιστές) στον ρόλο της Ίντα, της ολίγον «ψωνισμένης» αλλά εξίσου προστατευτικής Ρωσίδας συζύγου του Λόρελ.
Με σκηνοθετική καριέρα που κλίνει περισσότερο προς την τηλεόραση (με δυνατή εξαίρεση την αμφιλεγόμενη «#Διαφθορά» του 2013), η συνολική αίσθηση της ταινίας του Μπέαρντ θυμίζει ενίοτε μια καλοφτιαγμένη, «ποιοτική» τηλεταινία (ο όρος τείνει να έχει ακόμα μια σταθερά αρνητική χροιά, εξ ου και η προσπάθεια «εξυγίανσής» της εδώ), ωστόσο στέκει αξιοπρεπέστατα στη μεγάλη οθόνη, επιδεικνύοντας περήφανα δύο από τις πιο πειστικές ερμηνείες αληθινών (και δη πολυαγαπημένων) προσώπων που πέρασαν ποτέ από το σινεμά.