FreeCinema

Follow us

SIERANEVADA (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρίστι Πουίου
  • ΚΑΣΤ: Μίμι Μπρανέσκου, Μπόγκνταν Ντουμιτράτσε, Ρολάντο Ματσάνγκος, Ντάνα Ντογκάρου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 173'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Μετά τον θάνατο του πάτερ φαμίλια, μια πολυπληθής οικογένεια Ρουμάνων θα μαζευτεί στο σπίτι για το τρισάγιο και το παραδοσιακό γεύμα προς τιμήν τού νεκρού, με την κατάσταση να ξεφεύγει όταν στην επιφάνεια αρχίσουν να αναδύονται τα καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά.

Δίχως να φείδεται διάρκειας, χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου του, ο «νονός» του νεότερου ρουμάνικου σινεμά Κρίστι Πουίου επιστρέφει σε γνώριμα αφηγηματικά λημέρια με το «Sieranevada», μια ταινία που εννοιολογικά θα μπορούσε να τοποθετηθεί μετά το τέλος του επίσης δικού του «Η Οδύσσεια του Κυρίου Λαζαρέσκου», με τη μόνη διαφορά πως η «δράση» εδώ πυροδοτείται από την αποδοχή του θανάτου του Εμίλ, της κεφαλής τούτης της οικογένειας, και όχι από την πρόληψη ενός μοιρολατρικού, αλλά κατ’ ουσίαν πικρά χιουμοριστικού κακού, όπως συμβαίνει στην ταινία του 2005.

Ακολουθώντας το παραδοσιακό αφηγηματικό μοτίβο που θέλει τις κινηματογραφικές μεθέξεις των… σογιών να βγάζουν τα «άπλυτα» στη φόρα, επιδιώκοντας, εν συνεχεία, τη σεναριακή κάθαρση μέσα από ατέρμονες συζητήσεις, φιλονικίες και προσωπικές συγκρούσεις, το «Sieranevada» δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά και τόσο, αν και ο Πουίου, μάστορας καθώς είναι στο χτίσιμο των αδιάφορων (;) καθημερινών στιγμών και της «εκτός οθόνης» έντασης, βαραίνει τον θεατή με διπλό ρόλο: αφενός την αποδοχή και τη διαχείριση της εξαντλητικής διάρκειας του φιλμ και αφετέρου τον εντοπισμό του κυρίαρχου δράματος.

Στην «Οικογενειακή Γιορτή» του Τόμας Βίντερμπεργκ η σοκαριστική αλήθεια έρχεται στο φως αλλάζοντας άρδην τις οικογενειακές σχέσεις, και στον «Aύγουστο» του Τζον Γουέλς η Μέριλ Στριπ βολεύεται στην κορυφή του τραπεζιού ως μάνα – μέγαιρα, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια σκληρή, προσωπική παραδοχή. Η ύπαρξη ενός υποθεσιακού πυρήνα αποτελεί κοινό σημείο στις ταινίες των Βίντερμπεργκ και Γουέλς, με αμφότερα τα οικογενειακά δείπνα να κρατούν τον ρόλο του ύστατου «εξομολογητή», κάτι που στην περίπτωση του Πουίου δεν συμβαίνει, με την ταινία να στερείται ενός επίσημου δράματος που να ξεχωρίζει εμφανώς από τις υπόλοιπες μικρο-εντάσεις, οι οποίες λαμβάνουν παράλληλα χώρα μέσα σε ένα διαμέρισμα ελάχιστων τετραγωνικών. Από τη θρησκεία, τις θεωρίες συνωμοσίας και τα κομμουνιστικά ιδανικά, μέχρι την πολιτική και την τρομοκρατία (το φιλμ τοποθετείται χρονικά τρεις μέρες μετά το μακελειό του Charlie Hebdo), πόρτες ανοίγουν και πόρτες κλείνουν ασταμάτητα, με την κάμερα να καταγράφει και να παρατηρεί όλα όσα συζητιούνται στα λογής πηγαδάκια που ξεφυτρώνουν μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον του σπιτιού.

Υπάρχει κάτι το σχεδόν μεταφυσικό στον τρόπο που επιλέγει ο Πουίου να τοποθετήσει την κάμερά του, σαν μια ματιά που θέλει να «καταβροχθίσει» όσα περισσότερο μπορεί, να μη χάσει ούτε λέξη, κάπως σαν ο αποθανών Εμίλ να βρίσκεται εκεί, ανάμεσα στους ζωντανούς, γεμάτος περιέργεια και έξαψη για την έκβαση του οικογενειακού γεύματος. Άλλοτε κινούμενη σπασμωδικά με απότομες εναλλαγές στα κάδρα και άλλοτε κρυφοκοιτάζοντας, σχεδόν, από τις γωνιές του διαδρόμου ή φιλμάροντας σκιές πίσω από τα γαλακτερά τζάμια των πορτών, η κάμερα υφαίνει, αν μη τι άλλο, τον σκηνοθετικό ρυθμό σε μια ταινία που κάποιος μπορεί να πει πως πάσχει σεναριακά, αν και δεν συμβαίνει αυτό. Τα πάντα εδώ είναι μελετημένα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας: ο συγκερασμός ενδο-αφηγηματικού και εξω-αφηγηματικού χρόνου (60 δευτερόλεπτα στον «κανονικό» κόσμο παραμένουν 60 δευτερόλεπτα στο σινεμά του Πουίου), το ασταμάτητο περιδιάβασμα παιδιών, αδελφών, θείων και ανιψιών, οι διάλογοι γύρω από τα πιο ασήμαντα θέματα και το αναμενόμενο «φυτίλιασμα», άμεση συνέπεια ενός φαμιλιακού τραγέλαφου που συντηρείται χρόνια (υπάρχει τσακωμός ζευγαριού για το αν θα κατεβάσει ο σύζυγος, τώρα ή μετά, το καρότσι του μωρού στο αυτοκίνητο), ακόμα και οι ετερόκλητες μουσικές επιλογές που παίζουν στο παρασκήνιο (κάποια στιγμή ακούγεται αμυδρά το «All That She Wants» των Ace of Base!), όλα συνηγορούν στο χτίσιμο της προσδοκώμενης εκτόνωσης, αυτής της συσσωρευμένης συγγενικής ενέργειας. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που η πολυαναμενόμενη εκτόνωση δεν έρχεται ποτέ;

Απογυμνωμένο από τους χρονικούς και τεχνικούς περιορισμούς του κλασικού, αφηγηματικού κινηματογράφου, το «Sieranevada», με τον ανορθόγραφο τίτλο και την αινιγματική ερμηνεία, είναι μια κινηματογραφική εμπειρία που απαιτεί από τον θεατή υπομονή και αφοσίωση, όπως ακριβώς και το σύνολο του Ρουμάνικου Νέου Κύματος. Με τις εκάστοτε θεματικές να περιστρέφονται γύρω από, κατά τα άλλα, πεζά ζητήματα της καθημερινότητας, υλικό που κατά τα πρότυπα του Χόλιγουντ θα έπρεπε να ξεσκαρτάρεται με συνοπτικές διαδικασίες, ο Πουίου και οι υπόλοιποι Ρουμάνοι δημιουργοί επιμένουν σε ένα ακραιφνώς ρεαλιστικό σινεμά, το οποίο επειδή ακριβώς αντικατοπτρίζει τη δική μας πραγματικότητα (εμάς των θεατών, δηλαδή), έχει παράλληλα και την ικανότητα να «τσιμπάει» και να ξενίζει. Ξεπερνώντας το θέμα της διάρκειας, το «Sieranevada» «εξωτερικά» συστήνεται ως ένας ακόμη οικογενειακός μικρόκοσμος, μια μέρα (ελάχιστες ώρες στην ουσία) στη ζωή ορισμένων μελών μιας παραδοσιακής φαμίλιας, μόνο για να μεταλλαχθεί τελικά σε ένα χωνευτήρι βιωμάτων, εμπειριών και ιδεών με συχνά φιλοσοφικές προεκτάσεις, θέτοντας επί τάπητος καίρια ερωτήματα που δεν επιδέχονται πάντα απαντήσεων. Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, είναι ένα φιλμ για όλα όσα εκ πρώτης όψεως μοιάζουν δεδομένα οικεία, αλλά στο τέλος δεν είναι και τόσο.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Διάρκεια, διάρκεια και πάλι διάρκεια. Επισκεπτόμενος την κινηματογραφική αίθουσα για να παρακολουθήσεις την ταινία του Πουίου, οφείλεις να γνωρίζεις από πριν τι διαλέγεις. Αυτό που σε πρώτη φάση ετοιμάζεσαι να δεις είναι μια οικογένεια που συζητάει και κοντράρεται ασταμάτητα, για πολύ ώρα. Για πάρα πολύ ώρα! Αν είσαι διατεθειμένος να ξεπεράσεις τον σκόπελο των τριών ωρών, που αντικειμενικά πέφτει βαρύς σε μερικούς, τότε είναι σίγουρο πως θα εκτιμήσεις πραγματικά το αποτέλεσμα, με το «Sieranevada» να αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα του σύγχρονου ρουμάνικου σινεμά. Η ιστορία της οικουμενικής ανθρώπινης κατάστασης βρίσκεται εκεί, στην καθημερινότητα αυτής της οικογένειας και, αν έχεις όρεξη, ο Πουίου είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να στη διηγηθεί.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.