SHAME (2011)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στιβ ΜακΚουίν
- ΚΑΣΤ: Μάικλ Φασμπέντερ, Κάρεϊ Μάλιγκαν, Τζέιμς Μπατζ Ντέιλ, Νικόλ Μπεχάρι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Η, πνιγμένη στα (σε κάθε έκφανσή τους) πορνό και το επί πληρωμής σεξ, καθημερινή ρουτίνα ενός 30άρη νεοϋορκέζου γιάπη τινάζεται στον αέρα. Αιτία, η άφιξη της ιδιότροπης, κι εξίσου δυσλειτουργικής στις σχέσεις της, αδελφής του.
Ο ΜακΚουίν επιβεβαιώνει τη φήμη του άριστου πλανοθέτη, διευθυντή ηθοποιών και προβοκάτορα, που απέκτησε χάρη στο πολυσυζητημένο και πολυβραβευμένο ντεμπούτο του, «Hunger». Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώνει για μια ακόμη φορά την αδυναμία του να θέσει το – ομολογουμένως επιβλητικά απέριττο – κινηματογραφικό του στιλ στην υπηρεσία της ιστορίας που αφηγείται. Το πρόβλημα με το «Hunger» ήταν μόνο ιδεολογικό: η επιλογή να στηριχθεί σε μια μαύρη σελίδα της βρετανικής, πολιτικής Ιστορίας για να φτιάξει μια λυρική και εσωστρεφή προσωπογραφία ενός κατ’ επιλογήν ετοιμοθάνατου, ήταν επικίνδυνη και ηθικά αμφισβητήσιμη. Το πρόβλημα με το «Shame», όμως, προκύπτει πολύ πιο ουσιαστικό.
Με το διφορούμενο τίτλο (που μπορεί να σημαίνει «ντροπή» ή και «κρίμα»), το καινούργιο φιλμικό πλάσμα του επιχειρεί να ακτινογραφήσει την αγωνιώδη ανάγκη μας για ανθρώπινη επαφή, η οποία μοιάζει σχεδόν αδύνατη στις σύγχρονες, αλλοτριωμένες, αν και πολυ-πολιτισμικές μητροπόλεις. Η άρνησή του, όμως, να ρίξει ικανοποιητικό φως στο παρελθόν του πρωταγωνιστικού διδύμου του, αφήνει την ακραία συμπεριφορά του Μπράντον και της Σίσι Σάλιβαν να στέκει αδικαιολόγητη και εξωφρενική. Τι κάνει αυτά τα δύο αδέλφια ανίκανα να χτίσουν και να λειτουργήσουν σε μια ουσιώδη, ερωτική σχέση διαρκείας; Είναι η μεταξύ τους υπονοούμενη, απαγορευμένη έλξη, που τα κάνει να δραπετεύουν στο περιστασιακό, καταχρηστικό σεξ; Επαρκείς απαντήσεις δεν υπάρχουν. Ούτε μπορούν να εκμαιευτούν από την αόριστη δήλωση της Σίσι, λίγο πριν το τέλος: «Δεν είμαστε κακοί άνθρωποι, απλά, ερχόμαστε από κακό μέρος…».
Στην περίπτωση του «Shame», η σιωπή δεν είναι χρυσός. Χωρίς να γνωρίζουμε τις εμπειρίες και, δη, τα κίνητρα συμπεριφοράς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμπάσχουμε ή να ταυτιστούμε έστω και στο ελάχιστο με τον Μπράντον και τη Σίσι. Είναι… κρίμα, αλλά τελικά φαντάζουν ως δύο ψυχικά άρρωστοι άνθρωποι, το ανεξήγητο δράμα των οποίων όχι μόνο τους κάνει αντιπαθείς, αλλά και δε μας αφορά. Και είναι… ντροπή που ο ΜακΚουίν τους τοποθετεί στη σημερινή Νέα Υόρκη (και όχι στο Λονδίνο της πατρίδας του), που, επίσης αδικαιολόγητα, θυμίζει έντονα 80’s (της χρηματιστηριακής ανάπτυξης – και παρακμής…). Γεγονός που κάνει την ταινία του όχι διαχρονική, αλλά άτοπη.