Ψ (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Καλλιόπη Λεγάκη
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 67'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Πρόσωπα με ιστορικό ψυχικών ασθενειών μαρτυράνε για τις εμπειρίες τους. Αμολητά. Ακούς (τις) φωνές (τους);
Έχει στήσει αυτί όπισθεν κάμερας για μια γκάμα υποκειμένων, πιο επωνύμως από τους cult Βέτα Μπετίνι και Ηλία Πετρόπουλο (όχι στην ίδια ταινία), μέχρι τον ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά και τον ρεπόρτερ Ηλία Δημητρακόπουλο με τον σκηνοθέτη Ροβήρο Μανθούλη (αυτούς τους δύο στην ίδια ταινία, το περσινό «Καιρός για Ήρωες»). Υπομονετικά, με ανοιχτή αγκαλιά, άλλοτε περισσότερο άλλοτε κάπως λιγότερο εμπαθητικά για τον θεατή. Διατηρώντας τις διακριτικές ποιότητες της «ανθρώπινης» γραφής της κι επιστρέφοντας στους άσημους πρωταγωνιστές, αλλά και τόσο στο βασικό επιτελείο συνεργατών τής Portolanos Films όσο και στις ανήσυχες εμπνεύσεις του σεναριογράφου κι ερευνητή εδώ Άλκη Γούναρη (απ’ τις οποίες προέκυψε το αφηγητικό 52πτυχο του προπροηγούμενου φιλμ της, «Μόνο οι Λέξεις Συνεχίζουν»), η Καλλιόπη Λεγάκη συνθέτει τις on camera καταγραφές, από την πλευρά των πασχόντων, της ψηφιακής πλατφόρμας του, Psy Files, στο αγγιχτικό εξομολογητήριο 7 τροφίμων εκτός των όποιων ασύλων για ποικίλους λόγους, με ημιαποτυχημένες φιλοδοξίες τεκμηριωτικού Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα στον Χώρο της Ψυχικής Υγείας – της οργάνωσης (για την προάσπιση των δικαιωμάτων όσων εμπλέκονται στο σύστημα των σχετικών υπηρεσιών και την προώθηση εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισης του ψυχικού πόνου) ακριβώς με τη συνεργασία τής οποίας πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα.
Τι δείχνει ο φάκελος του αρρώστου; Η Λεγάκη ξεκλειδώνει τον νου και τη γλώσσα των εισαχθέντων στο πλατώ της ως νιώστρια επισκέπτρια και νοσηλεύτρια αλλά όχι το… θέμα – επειδή υποτροπιάζει υφολογικά ως arte povera συνταγογράφος, που επίσης ρέπει στη «σχολή» τής αντιψυχιατρικής. Όταν η «περίπτωση» είναι δύσκολη και με αφανή τη συμπτωματολογία της, αισθάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά ή / και τα επίπεδα της σεροτονίνης σου πέφτουν: ο χωρίς την παραμικρή ένδειξη διαταραχής Σέργιος μιλάει αποκλειστικά προφίλ ή σε λήψεις από μακριά (μόνος απ’ τους 7) και καταγγέλλει πειστικότατα τους 2 εγκλεισμούς του ως αποτέλεσμα σκευωρίας και παρεξήγησης, προβάλλοντας ως απόδειξη την ασυμφωνία 5 γιατρών στη διάγνωση – αλλά θέλει (κά)τι να υπαινιχθεί η σκηνοθέτις εστιάζοντας με νόημα σ’ ένα κοντινό δακτύλου του που παίζει νευρικά; Ομοίως, η διαυγέστατη Σταυρούλα (το περιβόλι του φιλμ, σε εμφάνιση, προσωπικότητα και ατάκες): αφού έχει βγάλει ακομπλεξάριστα στη φόρα το παρελθόν της με το ποτό και τη διπολική διαταραχή της, επιλέγεται για να γράψει απενοχοποιημένα, στα όρια του life coaching, τον επίλογο του δικαιώματος στη θλίψη: «δεν είσαι μόνο αυτό» και «καλύτερα τρελή παρά η ίδια στο κλουβί».
Στο ενδιάμεσο (και με μονταζιακό χτύπημα κρίσης μια ολιγόλεπτη κινηματογράφηση συνάντησης των μελών του Παρατηρητηρίου στη Θεσσαλονίκη), τα σοβαρότερα issues αυτών των ανάμεσά μας και όχι σε ιδρύματα «βλαμμένων» συχνά καθηλώνουν στις παρατηρημένες νατουραλιστικά σωματικές και στις εκμαιευμένες προσεκτικά λεκτικές εκδηλώσεις τους. Οι ειδικές φυσικές (από έναν χυμό μέχρι μια νύφη) και συναισθηματικές (η σχέση με την προστάτιδα αδελφή του) ανάγκες τού εκφραστικοσυμπεριφορικά ασταθούς Αντρέα. Ο ευσεβής πόθος της επιστροφής στις χαρές (μέσα απ’ την ανάμνηση μιας πάστας, της δικής του προυστικής μαντλέν) και παράλληλα τα τραύματα (μια μάνα που τους είχε «σα στρατιωτάκια») της παιδικής ηλικίας για τον στα όρια του ρακένδυτου, λάτρη τής Ιστορίας Άγγελου, που αισθάνεται «ντροπή, φόβο και αγωνία για το πώς θα καταλήξω» και επικαλείται το Ηγεμονικό του φιλόσοφου Επίκτητου (!). Το «συγχωρέστε με, αλλά δεν μπορώ να σας τα πω» τής με ταλέντο ζωγράφου Αιμιλίας για ό,τι ακόμη πιο άσχημο (εκτός του bullying στο σχολείο, ενός μέθυσου πατέρα και μιας απόπειρας αυτοκτονίας) την οδήγησε, μετά τις «φωνές» και τα οράματα, στο Νταού με το ζόρι προτού καταλήξει ότι «η αγάπη βοηθάει την υγεία και την αυτοπεποίθηση». Η ανάκληση μιας εξαιτίας σατανιστικών ιδεασμών εβδομάδας των παθών τής Κλεονίκης και του τριχοτιλλομανούς, με σύνδρομο ανωτερότητας σε σημείο ασυναρτησίας θεολόγου και ποιητή μοναχογιού της Βάιου, που έμειναν αποφασιστικά μια ζωή εκτός ιδρυμάτων.
Για όλους, το στηθοσκόπιο της Λεγάκη ακροάται και βγάζει, πέρα απ’ το πώς ξέσπασε η τρικυμία εν κρανίω, νευραλγικά την υπερευαισθησία τής «μέσα» κράσης και τα χτυπήματα του βίου που δεν άντεξε αυτή, τον θυμό για τον στιγματισμό απ’ τους «νορμάλ», τους παρόντες τρόμους τους – κι έτσι τη δικαιωματική αυταξία τους ως οντοτήτων: καθένας τους είναι ένας από εμάς. Τα αποκούμπια του καφέ και του τσιγάρου, συμπαρομαρτούντα ενός «χαπάκια», είναι εν πολλοίς παρόντα, εύγλωττα, στο κάδρο. Τα λιτά οικεία περιβάλλοντα καθενός, από ένα… ντιβάνι μέχρι ένα παγκάκι πάρκου, επίσης – κι όταν αυτό δε συμβαίνει ιδανικά, όπως στη συνέντευξη μάνας και κανακάρη, τα εξωτερικά πλάνα πόλης με ενέσεις ατμοσφαιρικών ηχοτοπίων χαλαρώνουν ανεπιθύμητα τα λουριά της συνεδρίας, όπου ένα επί τούτου κοντινό σε δάκρυα επίσης εκτίθεται ανεπανόρθωτα, δεδομένης της συγκράτησης (απέναντι στην πρόκληση συγκίνησης) της ταινίας. Όπως, τέλος, και το… τέλος τύπου «τι κάνουν οι ήρωές μας σήμερα», ως γνωστόν θεωρούμενο ως ψευδοφάρμακο από τη γράφουσα, εδώ πολύ πιο ανίσχυρο ως επίδοξα περαιτέρω εξουμανιστική δραστική ουσία απ’ ό,τι σε άλλα ντοκιμαντέρ. Τα ήπια ηλεκτροσόκ αλήθειας, η αιμοληψία κι ο τομογράφος αυτής της κούρας, όμως, κάνουν δουλειά. Σου λέω να μπεις ιδία θελήσει. Κι όχι επειδή είμαι κλινικός psy…