FreeCinema

Follow us

ΠΑΥΣΗ (2019)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τώνια Μισιαλή
  • ΚΑΣΤ: Στέλλα Φυρογένη, Ανδρέας Βασιλείου, Πόπη Αβραάμ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ

Είσοδος στην εμμηνόπαυση πυροδοτεί διάφορα «ψυχολογικά» και το φαντασιακό νοικοκυρούλας με γάμο – ταφόπλακα. (Πώς) θα το(ν) τελειώσει, σημαίνοντας μια νέα αρχή;

Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος, που έλεγε κι ο Στέλιος Διονυσίου. Αλλά τι γίνεται όταν στα ζόρια του μέσα κόσμου προστίθεται το σημείο φθοράς της ιδιαίτατης φύσης του θηλυκού κορμιού; Δεκτόν, ει μη ως αιτία, ως αφορμή για τον ανεξέλεγκτο μετασχηματισμό των μύχιων και της συμπεριφοράς μιας καταπιεζόμενης ηρωίδας, ειδικά όταν παίρνεις μάτι αμφότερα εν πολλοίς πειστικά (εκφραστικώς, τουλάχιστον). Απαράδεκτον όταν από ένα σημείο και μετά αισθάνεσαι ότι το «Κάλλιο Αργά Παρά Αργότερα» της Νάνσι Μάγερς σε αντιπατριαρχική λαϊκή εκδοχή, στη νήσο της Αφροδίτης και με εξάψεις «Αποστροφής» του Πολάνσκι σου προκαλεί σε ουκ ευκαταφρόνητες δόσεις κατάθλιψη κι εκνευρισμό, όχι ως συμπτώματα της κλιμακτηρίου, που συμβαίνει να πλησιάζει οσονούπω κι εσένα, αλλά για την ατυχή μη παραγωγική κατάληξη ενός ακόμα ντεμπούτου με δυνατότητες. Πού ‘σαι, νιότη, που ‘δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος (για να ανεβάσω το επίπεδο με Κώστα Βάρναλη).

Η ιατρική διάγνωση της 50+ Ελπίδας με τα δυσάρεστα των προθύρων της τρίτης ηλικίας έρχεται και δένει με μια επί δεκαετίες άγονη ζωή. Είναι Ελληνίδα στην Κύπρο, παντρεμένη (με προξενιό, για να ξεφύγει από padre padrone, όπως μαθαίνουμε σε μια απ’ τις δύο αυτοεκθετικές εξαιρέσεις που μπαλώνουν σεναριακές τρυπούλες) μια άξεστη, ψυχρή κι αισθητά μεγαλύτερή της μαστοράντζα, έναν σαπιοκοιλιά που δεν τη βλάπτει σωματικά αλλά τη χρησιμοποιεί ως οικιακή υπηρεσία. Η τηλεφωνική επαφή με την εγγονούλα και την κόρη, η οποία έφυγε μακριά για να βρει την ανδρική αγάπη που δεν είχε εξ οικείων, μια ελαφρόμυαλη αλλά καπάτσα συνομήλικη φιλενάδα απ’ την πολυκατοικία, το μωρό της οποίας κρατάει συχνά, και τα μαθήματα ζωγραφικής, που παρακολουθεί εκτός σπιτιού, είναι τα δημιουργικά διαλείμματα… ηδονής αυτής της desperate housewife που δεν έχει στόμα να μιλήσει (στο δυναστικό έτερον ήμισυ, στο ζεστό σπλάχνο, στη σωσίβια κολλητή, σ’ έναν ειδικό της διανοητικής υγείας). Ώσπου, στριμωγμένος στη γωνίτσα των σχεσεακών ερειπίων, ελέφαντα στο δωμάτιο τού σπιτιού που δεν έγινε ποτέ σπιτικό του, ο δυνητικός εαυτός της τουλάχιστον θα (της) πάρει (το) κεφάλι. Είναι αναπόφευκτο ν’ αντιδράσει, αλλά θα το τερματίσει; Για το καλό, για το κακό της, για το κακό κάποιου άλλου;

Ένας κατ’ όνομα σύντροφος που βλέπει πορνό στο σαλόνι όταν κοιμάσαι μόνη, στο ροζουλί εφηβικό κρεβάτι του παιδιού που κάνατε μαζί και πέταξε μακριά. Το νεαρό ζευγάρι του απέναντι διαμερίσματος μες στα μέλια στη μούρη σου. Μια δεύτερη, μικρότερη τηλεόραση την οποία παρακολουθείς με ακουστικά για να μην ενοχλείς τον πασά που βλέπει μπάλα στο ίδιο δωμάτιο. Ένα μαύρισμα στη βαφή του παλιού αυτοκινήτου σου, του μόνου πράγματος συναισθηματικής και υλικής αξίας που θεωρούσες ότι διέθετες. (Μπράβο για την ιδέα της αντιστροφής του ως φαλλικού συμβόλου.) Με σταθερά μουντή παλέτα απ’ την άυπνη Arri Alexa του Γιώργου Ραχματούλιν, που κυκλοθυμεί αλάνθαστα πάνω στη γραμματική των πλάνων (προσέξτε τη σύνθεση του στατικού εμπρόσθιου στην πιο ερωτικά χειραφετημένη… ματαίωση του φιλμ), και το μοντάζ του Αιμίλιου Αβραάμ, που χωρίζει διαυγώς από κλίνης και στέγης την πραγματικότητα μιας υποταγμένης ύπαρξης και τα ξεσπάσματα του πολύ πιο θαρραλέου σκέλους του νου της, η Μισιαλή στο πρώτο μισό επινοεί κι αρθρώνει αναγνωρίσιμα τα στάδια της αποσύνθεσης εσού της ιδίας, μέσω της βασισμένης σε χιλιάδες ριγμένες μαντάμ της διπλανής πόρτας Ελπίδας που, υποχρεωμένη να δώσει βάση ξανά στο βιολογικό ρολόι της, θα υποχρεωθεί με απρόβλεπτες συνέπειες να ψάξει την ελπίδα κατ’ αρχήν στα γρανάζια του μυαλού της.

Από ένα παρατεταμένο γλωσσόφιλο σ’ ένα αρσενικό μέχρι ένα πιάτο φαΐ φορεμένο μ*υνί καπέλο σ’ ένα άλλο, είναι φυσικά η κορυφαία του ΘΟΚ Στέλλα Φυρογένη που εφιδρώνοντας πετυχαίνει να εκπέμψει εκφραστικά και με γκάμα (παρότι με υποκριτικά ασκημένη άμωμη άρθρωση που «ακούγεται») για λογαριασμό της περσόνας στις σχετικές ονειροφαντασίες πλάι στις μεταπτώσεις, από την παγίδευση στο τέλμα και τον καταπιώνα της οργής έως τη λεκτική ρήξη και την (αυτο)καταστροφική απειλή. Το προανάκρουσμα των eject που σε πετάνε έξω στην «Παύση» είναι πρώιμο και δραματουργικό: μια επικοινωνία μέσω Skype ενώ ό,τι έχει προηγηθεί (μια ρητή άρνηση συναίνεσης του κυρίου όσον αφορά μια κατ’ οίκον ιντερνετική σύνδεση) κι ακολουθεί (καμία άλλη εμφάνιση ή αναφορά στη συγκεκριμένη τεχνολογία ως δυνάμει συγκρουσιακή επικοινωνιακή δυνατότητα της Ελπίδας) τη δικαιώνει μόνο ευκαιριακά. Αρκετά αργότερα, στη σκηνή του ψησίματος του καφέ και της απαίτησης των ρούχων, είναι το continuity που πέφτει στα πατώματα της επίδοξα φευγάτης αφήγησης. Κι η ως μη έδει βραχεία σεκάνς της αποκρουσμένης θωπείας του μπογιατζή – πειρασμού στο αμάξι, όμως, ζητάει και δεν βρίσκει μια συνέχεια, με το εδώ ακατάλληλο casting να τον έχει εξαρχής μετατρέψει σε καρικατούρα δυσανάλογα μεγαλύτερη εκείνων του αγροίκου συζύγου (εν μέρει επειδή δεν σκιτσάρεται ως βίαιος – ακόμη κι ένα περιστατικό έμφυλης κακοποίησης παίζεται ως μια ανεκτή γελοιότητα) και της επιστήθιας (σαν από άλλη, πολύ πιο εύπεπτη ταινία αυτό το αντίβαρο και αντίποδας της Ελπίδας, το αντεστραμμένο είδωλό της, με το «φτου ξελευτερία» της libido της να στοιχειοθετείται παράλληλα με τις εθελούσιες θυσίες του μοντέρνου ασθενούς φύλου στον βωμό της σεξουαλικής ικανοποίησης).

Με την εν λόγω συνδέονται δύο ακόμη παραπονάκια μου, το δεδομένων των πατημένων 40φεύγα της εντελώς ξεκρέμαστο του πώς έκανε το μπεμπέ (έχει και γαμώ τις μήτρες; με παρένθετη; είναι υιοθεσία;) και μια υπερθεματίζουσα απίστευτα σκηνή karaoke (όπου οι υπόλοιποι θαμώνες του bar όχι μόνο αδιαφορούν για την παρακείμενη κακοφωνία αλλά και χορεύουν του καλού καιρού, προφανώς κάποια άλλη μουσική!) που σε κάνει να νοσταλγείς το closure (#diplhs) του «Γκλόρια». Αυτό μοιάζει να σκέπει ως role model την αμέσως ακόλουθη (και κυριολεκτικά) φωτεινότερη στιγμή, όταν η αλλαγή διαθέσεων, γιατί όχι και πορείας ζωής που χαρίζει ένα χρωμοσαμπουάν κομίζει όμορφα μια φορμαλιστική και τονική αχτίδα ηλίου. Είναι απαραίτητη αλλά καθόλου επαρκής σ’ αυτό το πιο ολιγομελές «Σπιρτόκουτο» à-la-manière-de-δυτικοευρωπαϊκός-νατουραρεαλισμός-και-με-ταχυπαλμικούς-ιλίγγους-ψευδαισθήσεων, που δια και υπέρ του φεμινισμού σχεδόν φλερτάρει με τον ξηρό κόλπο μιας κατά τι παρωχημένης (σαν με αλλαγή στην… περίοδο) κοινωνικής ηθογραφίας. Αφού πρώτα χτυπήσει έναν ακόμα διχασμό προσωπικότητας, και ως crime δράμα εστίας (tip: η οικονομική αυτοδιάθεση είναι αγκάθι κι υπάρχει κάπου ένα κομπόδεμα), με την οιστρογονοπενία να μαστίζει το επεισοδιάκι του παπαγάλου και του κορασίου στην κορύφωση, και την κωλοπετσωμένη να διηγείται το μηδέποτε θεαθέν από εμάς (και την Ελπίδα!) ειρωνικό κλου της πλοκής ήρεμα και με το πάσο της. Γενναία η απόφαση περί μη υποτίτλων δεδομένου ότι ανά σημεία, OK λίγα, δεν καταλαβαίνεις τι λέει ο μπάρμπας – και νόμιζα ότι τη γλώσσα των «κουμπάρων» την κατέχω. Εν πλήρει ισότητι με τους Ευρωπαίους εταίρους της στην 7η Τέχνη ξεκινάει η Μισιαλή, μουχλιασμένο χαλούμι αποδεικνύεται ότι σερβίρει. Τα σώβρακα, κοπέλα μου. Πάρ’ τους τα την επόμενη φορά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Τα κορίτσια, αν ξενυχτάνε μ’ ένα #TimesUp μυστικό στα σινεμά, πατάνε play, αλλά μπορεί να φάνε ήττα από ένα σημείο και μετά, ειδικά αν δεν είναι… ώριμα. Οι συμπαθούντες art-houseάδες (είδες το «Η Δουλειά της» και γούσταρες; Double feature στα καπάκια) δεν κάνουν skip, το τραβάει ο οργανισμός τους αλλά το αναψοκοκκίνισμα θα τους φύγει στην πορεία. Εξαιρετικά πιθανό να παίξει το νεύρο (και όχι η παύση αλλά το stop) των teenagers, όσων δεν καταλαβαίνουν τα μπερδεψομπούτικα στο στόρι, όσων δεν αντέχουν το εγχώριο σινεμά.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.