FreeCinema

Follow us

ΠΑΡΙΣΙ, ΤΕΞΑΣ (1984)

(PARIS, TEXAS)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βιμ Βέντερς
  • ΚΑΣΤ: Χάρι Ντιν Στάντον, Ναστάζια Κίνσκι, Ντιν Στόκγουελ, Χάντερ Κάρσον
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 147'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS

Ο αμίλητος Τράβις περιπλανιέται περπατώντας στην έρημο του Τέξας, σχεδόν δίχως σκοπό. Έχει φύγει από το σπίτι του πριν από τέσσερα χρόνια. Ο αδελφός του καταφθάνει για βοήθεια. Μπορεί να τον ξανακάνει… άνθρωπο;

Με μια μάλλον μεγάλη σε όγκο δουλειάς φιλμογραφία, ο Βιμ Βέντερς είναι ένας σκηνοθέτης ο οποίος απέκτησε τη φήμη που… είχε μέχρι πρότινος κυρίως από ταινίες όπως το «Παρίσι, Τέξας». Αν ρωτάς κι εμένα, ατυχώς! Επίσης αξιοσημείωτη, βέβαια, είναι και η επιλεκτικότητα της μνήμης των φίλων του Γερμανού δημιουργού, που τείνουν να ξεχνούν το πλήθος των αποτυχημένων φιλμ τού Βέντερς, μέσα από πολλαπλές απόπειρες αναζήτησης αφηγηματικού στιλ, που πολλές φορές φλέρταρε με την αμερικανική κουλτούρα και τις ρίζες της.

Προφανώς, κατάλαβες ότι δεν είμαι καθόλου fan τούτης της ταινίας. Και ένα επαναληπτικό viewing για φρεσκάρισμα της μνήμης αυτές τις μέρες, δεν κατάφερε να μου αλλάξει τη γνώμη ή τις εντυπώσεις για την πιο αμερικάνικη δουλειά του Βέντερς, ο οποίος αφήνεται σαν τουρίστας στα χέρια των σεναριογράφων του, Λ. Μ. Κιτ Κάρσον και Σαμ Σέπαρντ, με τον Ρόμπι Μιούλερ στο τιμόνι της διεύθυνσης φωτογραφίας να επεξεργάζεται με μαγικό τρόπο το wide open space και το φως ολόκληρου του 24ωρου σε Τέξας και Καλιφόρνια. Χωρίς αυτό, το στοιχείο της εικόνας, το «Παρίσι, Τέξας» θα έμοιαζε με κάτι σαφώς ανολοκλήρωτο, ελλαττωματικό (και ουχί ελλειπτικό), που κρύβει την αποσπασματικότητα και τον αναίτιο «προβληματισμό» του πίσω από τη σύγκρουση δύο εντελώς διαφορετικών φιλμικών κόσμων / πολιτισμών. Από τη μια η κληρονομιά του «σιωπηλού» ψυχογραφήματος που άφησαν πίσω τους οι φεστιβαλικοί auteur του ευρωπαϊκού σινεμά περασμένων δεκαετιών, από την άλλη το πιο ανοιχτό σε προσέγγιση προς τους ήρωες μελόδραμα του αμερικανικού κινηματογράφου, που στα 80’s είχε πλέον κατασταλάξει και εξωτερικεύσει τα υπαρξιστικά ζητήματα της αμέσως προηγούμενης δεκαετίας.

Ο Τράβις του Χάρι Ντιν Στάντον αποτελεί μια φιγούρα που στην ψυχή κουβαλάει μια άρνηση στην επικοινωνία, το βουβό προσωπείο ενός βασανισμένου (μέσα του) ανθρώπου, με τον τρόπο που το συγκεκριμένο «είδος» του ευρωπαϊκού σινεμά δεν αιτιολογεί, μη δίνοντας στον θεατή κάποιες (ας τις πούμε και βατές;) απαντήσεις. Ο ίδιος, όμως, αυτή τη φορά έχει τοποθετηθεί μέσα σε ένα αυστηρά αμερικανικό τοπίο και ο ψυχισμός του έχει πολιτογραφηθεί ως τέτοιος, έχει εγκλιματιστεί με αυτόν τον τρόπο ζωής. Και κάπου κλωτσάει έτσι η ιστορία τού Τράβις, ο οποίος απλά περπατάει δίχως σκοπό και σαφήνεια εντός ερημικών πλάνων του αχανούς Τέξας, μέχρι να τον εντοπίσει ο αδελφός του από το Λος Άντζελες και να επιχειρήσει να τον φέρει πίσω σε ένα σπίτι όπου εκείνος και η σύζυγός του είχαν μετατραπεί για τέσσερα χρόνια σε «θετοί» γονείς του υιού του, Χάντερ.

Σε αυτό το «εισαγωγικό» μέρος του φιλμ, ο Βέντερς δείχνει μάλλον σαστισμένος έξω από το αγαπημένο του αστικό τοπίο και αφήνει τους Κάρσον και Σέπαρντ να βρουν κάτι πιο… ντόπιο και αυθεντικό να πουν για τους χαρακτήρες μέσα από το σενάριό τους, που περισσότερο αποτελείται από σκόρπιες σκηνές «δράσης», με την ιστορία να εξελίσσεται δειλά και αφελώς, οδηγώντας μας μέχρι την οικία του αδελφού του Τράβις (Ντιν Στόκγουελ) και στο σκηνικό μιας ασαφώς διαλυμένης οικογένειας μετά ανήλικου τέκνου. Εδώ ο Βέντερς κάνει ένα κλείσιμο του ματιού προς το «Η Αλίκη στις Πόλεις» (1974), αλλά η χρήση του παιδιού λειτουργεί περισσότερο… made in USA μελοδραματικά, κάτι που δεν θα εκτονωθεί ακομπλεξάριστα όταν έρθει και η στιγμή της εμφάνισης της μητέρας, η οποία πρέπει να εντοπιστεί στο Τέξας για να κλείσουν οι (ποιοι, αλήθεια;) σεναριακοί λογαριασμοί του φιλμ.

Το «Παρίσι, Τέξας» σίγουρα έχει γεράσει στο πέρασμα του χρόνου και όσο κι αν προσπαθούν να το σηκώσουν συναισθηματικά οι Στάντον και Ναστάζια Κίνσκι, στην πραγματικά υπερβολική (αν και ζουμερή υποκριτικά) σε διάρκεια σεκάνς της εξομολογητικής επίλυσης των «διαφορών» τους, το φιλμ δεν καταλήγει σε κάτι το μεστά αληθινό και ανθρώπινο. Τα λόγια των δύο χαρακτήρων μοιάζουν με απαγγελία γραμμένου (όσο καλό και αν είναι…) κειμένου, που τελικά θα χαθεί σε μια διαρκή αβεβαιότητα για το αύριο. Σε σκόρπιους αυτοκινητοδρόμους. Χωρίς GPS. Τι να προσθέσω; Στο σινεμά εμένα μου αρέσει να υπάρχει και ένας προορισμός και κάποιοι χαρακτήρες που να μπορούν να με φτάσουν κάπου, έστω και με οτοστόπ. Και να μιλάμε στην πορεία. Όχι να μονολογούμε…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Από τα πιο διάσημα έργα του Βέντερς, το «Παρίσι, Τέξας» έχει φανατικούς οπαδούς που και με το έργο τού Σέπαρντ ταυτίζονταν και με τη μουσική (αυτό το θλιμμένο γρατζούνισμα «σύνθεσης») του Ράι Κούντερ ανατρίχιαζαν για τόσα χρόνια. Το refresh στη θέαση του φιλμ δεν μου άλλαξε τα μυαλά. Παρά μόνο μου έδωσε μια εντύπωση ότι ταινίες όπως αυτή εδώ αποτέλεσαν κάτι σαν το manual για το ξεκίνημα της καριέρας του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου (χωρίς τα «τρικ» του ταχυδακτυλουργού της εικόνας). Λογικά, ο θεατής τού σήμερα πιο κοντά στην απογοήτευση ή σε αναπάντητα ερωτήματα θα βρεθεί.


MORE REVIEWS

GODZILLA MINUS ONE

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σικισίμα επιστρέφει σ’ ένα κατεστραμμένο Τόκιο, γεμάτος ενοχές από τη φήμη του kamikaze πιλότου που δεν θυσιάστηκε για πατρίδα του. Θα προστατεύσει μια νεαρή κοπέλα που έχει υιοθετήσει ένα ορφανό μωρό και θα συγκατοικήσουν αναζητώντας τη γαλήνη, καθώς η πόλη αρχίζει να στέκεται ξανά στα πόδια της, ώσπου να εμφανιστεί… ένα γιγάντιο και μεταλλαγμένο από πυρηνικές δοκιμές τέρας.

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Μεροκαματιάρης εργάτης με «αθώο» πρόβλημα αλκοολισμού γνωρίζει προλετάρια «αδελφή ψυχή» σε karaoke bar, εμφανίζεται το ενδεχόμενο του ρομαντικού σκιρτήματος, μα η κακοτυχία δέρνει και τους δύο, λες κι η μοίρα δεν επιθυμεί την ένωσή τους.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ

Πατέρας που πενθεί τον θάνατο του γιου του, ορκίζεται να εκδικηθεί τις συμμορίες ναρκωτικών που μεταμόρφωσαν τη ζωή του σε βουβό δράμα. Όταν μιλούν τα πιστόλια, ποιος έχει ανάγκη τα λόγια;

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στο Σέιλεμ, ομάδα από νεαρά αγόρια και κορίτσια ανακαλύπτει κατά τύχη ένα καταραμένο μαχαίρι. Μέσα από μια σειρά από flashbacks, μαθαίνουμε πως το συγκεκριμένο αντικείμενο υπήρξε η αφορμή για πολλούς θανάτους και καταστροφές στο παρελθόν. Η χρήση του σε δαιμονικά παιχνίδια μεταξύ των παιδιών, αποκαλύπτει μια μικρή λεπτομέρεια: ο κάθε χαμένος, πεθαίνει πραγματικά!

ΦΟΝΙΣΣΑ

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.