ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΔΕΝ ΚΛΑΙΝΕ (2017)
(MUŠKARCI NE PLAČU)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλεν Ντρίλοβιτς
- ΚΑΣΤ: Μπόρις Ισάκοβιτς, Λέον Λούτσεβ, Εμίρ Χατζιχαφιζμπέγκοβιτς, Σεμπάστιαν Καβάτζα, Ερμίν Μπράβο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο εκτός σεζόν, στα βουνά της Σερβίας, μία ειρηνευτική οργάνωση μαζεύει βετεράνους των γιουγκοσλαβικών πολέμων για ένα «σεμινάριο συμφιλίωσης». Σε αυτόν τον καμβά, έχθρες και κατάλοιπα του πολέμου θα βγουν στην επιφάνεια, σε ένα εκρηκτικό μείγμα.
Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Βόσνιος Άλεν Ντρίλοβιτς καταπιάνεται με μία βαθιά πληγή στην καρδιά και το μυαλό όλων των Βαλκάνιων: τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους. Οι αιματηρές, σφοδρές συγκρούσεις που σηματοδότησαν τη διάλυση της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας κράτησαν περίπου δέκα χρόνια και κόστισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 130.000 ανθρώπους, χώρια τα εκατομμύρια πληθυσμού που αναγκάστηκε να ξεσπιτωθεί. Όπως είναι φυσικό, το γεγονός αυτό παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μνήμη των κατοίκων των εμπλεκομένων χωρών, και συχνά μονοπωλεί τη θεματολογία των ταινιών τους, δηλαδή κάτι ανάλογο με τον Εμφύλιο για τους Ισπανούς. Εδώ, ο Ντρίλοβιτς μας παρουσιάζει ένα βραδυφλεγές δράμα διαλόγων, σε κλειστό χώρο, το οποίο έφυγε με το βραβείο της Επιτροπής από το Κάρλοβι Βάρι.
Στο κεκλεισμένων των θυρών ξενοδοχείο της ταινίας, βλέπουμε εννέα ανθρώπους από το φάσμα της πάλαι ποτέ κραταιάς Γιουγκοσλαβίας, σε ένα ιδιότυπο group therapy, υπό τις εντολές του Σλοβένου Ιβάν. Κανείς δεν θα βρισκόταν εκεί, εάν δεν υπήρχε η χρηματική αποζημίωση που τους έχει υποσχεθεί με το πέρας του σεμιναρίου. Οι κάτοικοι των προαναφερθεισών χωρών μιλούν την ίδια γλώσσα, τη σερβοκροατική, με μικρές παραλλαγές. Αυτό είναι, φαινομενικά, και το μόνο που μοιράζονται, μιας και από τις πρώτες κιόλας ώρες της «θεραπείας» ο εκτροχιασμός της κουβέντας είναι εξαιρετικά εύκολος, καθώς οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι δεν είχαν μόνο εδαφικά και εθνικά κριτήρια, αλλά και θρησκευτικά: οι Σέρβοι, ως γνωστόν, είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, οι Κροάτες Καθολικοί, ενώ στη Βοσνία το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας είναι μουσουλμανικό. Εννοείται πως τα εκατέρωθεν «οι δικοί μας δεν έκαναν σφαγές» δίνουν και παίρνουν.
Ο σκηνοθέτης, όμως, δεν κρίνει τους χαρακτήρες του. Κρίνει τον ίδιο τον πόλεμο και την καταστροφική του επίδραση στους ανθρώπους, ένα γεγονός που δεν μπορεί να έχει νικητές, παρά μόνο ηττημένους. Οι ρόλοι στο group αυτών των ανθρώπων θα μπορούσαν πολύ εύκολα να είχαν αντιστραφεί. Ο βαθιά θρησκευόμενος Βόσνιος Μερίμ θα μπορούσε να έχει την ίδια κοσμοθεωρία με τον συμπατριώτη του, τον άθεο Γιάσμιν, αν είχε κι αυτός αναγκαστεί να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, συμμέτοχος σε έναν πόλεμο όπου τον υποχρέωσαν να πολεμήσει. Όπως και ο Γιάσμιν, αντίστοιχα, δεν θα είχε αναπτύξει αυτή τη νιχιλιστική άποψη των πραγμάτων.
Στο σχεδόν ντοκιμαντερίστικο στυλ τού «Οι Άντρες δεν Κλαίνε» βοηθά το γεγονός πως ο Ντρίλοβιτς έχει καταφύγει σε Βαλκάνιους ηθοποιούς εγνωσμένης αξίας, κάτι που συμβάλλει τα μέγιστα σε δραματουργικές στιγμές έντασης. Μαζί με την αφηγηματική οικονομία του σεναρίου, αποτελούν τα κύρια στοιχεία τα οποία αποτρέπουν το φιλμ από το να βαλτώσει και να γίνει ένα ακόμα βαρύ κι ασήκωτο δράμα.
Το σίγουρο είναι πως ένας πόλεμος έχει αναρίθμητους διαφορετικούς τρόπους να σε νικήσει – είτε ψυχολογικά, είτε σωματικά, είτε και τα δύο μαζί. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο πράγμα που μοιράζονται οι πρωταγωνιστές εδώ: ο πόνος, η απώλεια, μία ζωή σε απόγνωση και τραύματα που πολύ δύσκολα μπορούν να επουλωθούν.