FreeCinema

Follow us

ΛΥΣΣΑ ΚΑΚΙΑ (2015)

  • ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκος Ζερβός
  • ΚΑΣΤ: Ζωή Ζέρβα, Γιώργος Καραμίχος, Σταύρος Κανελλίδης, Όλγα Θανασιά, Στέλλα Γιαμπουρά, Τάκης Χρυσικάκος, Μαρλέν Σαΐτη
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMBOY PICTURES

Ενώ σέρνει ψυχολόγο φίλη πληγωμένη από κέρατο και χωρισμό, barwoman με αμοιβαίο ενδιαφέρον για συνσπουδαστή της σε δραματική σχολή βρίσκει μπροστά της τον αυστηρό τατουατζή πατέρα της (θα αντέξει η καρδιά του;), το couch-surfing barman κολλητού (που γουστάρεται με την άλλη συγκάτοικο), την προσέγγιση σκηνοθέτη (με έξεις) και, ιδίως, το τρίψιμο φιλόδοξης Μπάρμπι της ατάλαντης τάξης στο ομορφόπαιδο. «Glee», έτσι;

Θα κάνει μία ζωή ταινίες με χαμηλό κόστος, τη μία χειρότερη απ’ την άλλη, θα θάβεται αλύπητα απ’ την κριτική, και δε θα μάθει ποτέ την τέχνη του. Μπορούμε να αποφανθούμε με σιγουριά πλέον: ο Νίκος Ζερβός είναι ο Ρωμιός Εντ Γουντ των καιρών μας. Δυστυχώς, όσον με αφορά με μία διαφορά: δεν υπάρχει ούτε ένα απ’ τα bad movies του (ούτε το arty «Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο» ούτε το υποτιθέμενο δικό του «Plan 9 from Outer Space», «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων») που να έχω την επιθυμία ή την αντοχή να ξαναδώ για να κάνω πλάκα. Α, και μία ακόμα: η νέα του δημιουργία έχει συγχρηματοδοτηθεί από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, δηλαδή – κυριολεκτικά – την πληρώσαμε όλοι.

Να ήταν τα ονόματα της πρωταγωνίστριας Ζωής Ζέρβα και της Νίκης Σταυριανοπούλου ως σεναριογράφων που απεσόβησαν το δέον κόψιμο (#diplhs) στις εγκρίσεις αυτού του αναμενόμενου ναδίρ της φετινής εγχώριας παραγωγής στη μεγάλη οθόνη; Ναι ή… ου, είναι τόσο το επιεικώς υπερπροβληματικό πρωτόλειο copy των δύο «Girls» όσο και το ακατάβλητα σκιτζίδικο métier με το οποίο ο επίδοξος σατιριστής τού νεοελληνικού πάτου σταματάει να παίρνει μάτι τις αλλαξοκωλιές στο «γυαλί» («Τηλεκανίβαλοι»), τη χειραφέτηση του ασθενούς φύλου («Βίτσια Γυναικών») και τη reality show business («Showbitch») για να «τη δει» πλέον από το «arTherapy» του Περάκη μέχρι το τηλεοπτικό «Sex and the City», που μετατρέπει σε δοκιμασία για οποιονδήποτε άλλον εκτός των φίλων τής 80’s βιντεοκασέτας και των «καμένων» χαβαλέδων αυτό το 13ο (+1, αλλά και πάλι γκαντέμικο) σόλο βδέλυγμά του στο πανί.

Το τέχνασμα των καλαμπουρτζίδικων υποτίτλων που σχολιάζουν και συμπληρώνουν σε τηλεγραφική συγχρονία σποραδικά τις ατάκες είναι πρωτότυπο (ή, τέλος πάντων, εγώ δε θυμάμαι να το έχω δει έτσι πουθενά αλλού στο σινεμά) αλλά εκπίπτει γρήγορα και εν πολλοίς σε οπτικό αυτο-trolling επιπέδου «Κουφώματα». Κι ακολουθεί «Ντελίριο» ανικανότητας στα πάντα όλα: Από τα graphics ενίοτε λείπουν τόνοι. Το επανερχόμενο εφέ τού φαγώματος καρέ (προς σμίκρυνση της διάρκειας;) αντί ρυθμολογικού εργαλείου και υφολογικής μοντερνιάς ξεπέφτει σε εκνευριστικό χούι. Η ενοχλητικά αντιληπτή κοπτοραπτική μπάντας ήχων (θροΐζουν ακόμα και μικρόφωνα) προδίδει τις αβαρίες mixing απαράδεκτα για feature σε εμπορική διανομή. O Παντελής Αμπαζής φέρνει μάταια στα μουσικά μέτρα του απ’ το «Σερσέ Λα Φαμ» τού Τσιτσάνη ώς τον θείο Νώντα, ενώ ένας Τέρενς Τρεντ Ντ’ Άρμπι και κάποιο χορωδιακό ποπάκι από νεανικό αμερικανικό musical (δεν μπορώ να βρω από ποιο, αλλά να εύχονται οι παραγωγοί να μη διαβάζει η ΑΕΠΙ) περνάνε άνευ δικαιωμάτων.

Αυτά, φυσικά, είναι η κορυφή του παγόβουνου που βουλιάζει ακόμη έναν αντι-Τιτανικό τού auteur, καθώς η συνήθης εγγενής αδυναμία ή αδιαφορία του να εμποδίσει το χυμαδιό, είτε στο αβασάνιστο casting (με εξαίρεση την αποτελεσματική Βίκυ Κουλιανού, παρά το υπερπαίξιμο) είτε στο στήσιμο σκηνών (ένα συγκεκριμένο fun park, ένα συγκεκριμένο studio δερματοστιξίας κι ένα συγκεκριμένο club βολεύουν το 1/3 της ταινίας, διαφημιζόμενα μαζί με μια συγκεκριμένη pizza και μια συγκεκριμένη vodka) είτε στο ensemble ερμηνειών (η Στέλλα Γιαμπουρά και ο Σταύρος Κανελλίδης έχουν την τύχη να μην απονέμονται εδώ Χρυσά Βατόμουρα, θα ήταν φαβορί στις κατηγορίες τους) είτε στο ντεκουπάρισμα (όπου, κλασικά, χωροχρόνοι και σεκάνς μπλέκουν τα μπούτια τους) είτε στη διεύθυνση φωτογραφίας (βασικά η steadycam του Τίμου Κορονετόπουλου κι ό,τι σε… φωτίσει ο Θεός), επικαλείται ακόμη και ψευδογκονταρικά (το σχεδόν εξωαφηγηματικό, ψιλοαυτοσχεδιαστικά έκθετο σκετς με τον Γιάννη Ζουγανέλη στους «βιβλιοστάτες») το πελαγωμένο μοντάζ για να κρατήσει όρθιο το… σύμπαν.

Γιατί δεν είναι άμοιρες οι δύο «Φιλενάδες» στην πένα (not); Παρά κάποιους όχι αμελητέους αστεϊσμούς, υπάρχουν ντόπια διαδικτυακά serials (και αυτό το από κάθε άποψη ερασιτεχνικό προϊόν δεν απέχει πολύ από δαύτα) εκεί έξω πολύ πιο ευφυή, εύτακτα, ζωντανά, χαριτωμένα, με στιλ. Το προκείμενο ψάχνεται. Ίντριγκες στήνονται στο πόδι (η αρρώστια μπαμπά), χαρακτήρες κλωθογυρίζουν συμπεριφορικά (οι παλινωδίες, απ’ το ζαμανφού ώς τη νουθέτηση, τής κοπέλας μας) ή σκιτσάρονται μονοκοντυλιά (ο ντελμπεντέρης classmate), εμπνεύσεις ξεπετιούνται (η ενδιαφέρουσα γκροτέσκα γκινιόλ υποπλοκή τού μεθυσμένου πελάτη, που εγκαταλείπεται στη #wtf τύχη της) και καταστασιακές τροπές (ο ζιγκουάλας Αθήνα – Λονδίνο, η psy της παρέας που ξεγράφεται στην πορεία και ανασύρεται στο φινάλε για ένα «η ώρα η καλή») εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Το κυριότερο: ενώ 30+χρονοι συμπεριφέρονται σαν 15χρονοι στα του flirt και η διακωμώδηση της ιδιωτικής θεατρικής εκπαίδευσης στην ημεδαπή σού αφήνει μόνο ένα γκαγκ («Γιοχανάναν!»). Και, special mention, την Όλγα Θανασιά που «γράφει» και, ως Άσλεϊ Τίσντεϊλ στο πιο ξανθοξέκωλο, μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί στη νέα Τζένη Θεωνά. Αλλά «Ο Βαρώνος» κάνει, πάντα, κέφι γάμα (τα) διαλογή. «Έτσι Θα Πάρουμε το Κουραδόκαστρο» το 2015;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μόνο αν, για οποιονδήποτε λόγο, διασκεδάζεις με την απ’ τα 90’s και δώθε φιλμογραφία τού πιο προχειρολόγου και σαχλαμαράκια lowbudgetά πάλιουρα του ΝΕΚ ή δεν έχεις ξαναδεί δουλειά του και μπορείς να υπομείνεις ένα από κάθε άποψη κακέκτυπο των chick flicks δια χειρός… Κατερίνας Μπέη. Όλοι οι υπόλοιποι (μουλτιπλεξάδες, κουλτουριάρηδες, ό,τι να ‘ναι), είστε γι’ αλλού.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.