Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ (2015)
(LA LOI DU MARCHÉ)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στεφάν Μπριζέ
- ΚΑΣΤ: Βενσάν Λαντόν, Καρίν ντε Μιρμπέκ, Ματιέ Σαλέρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Απολυμένος εργάτης εργοστασίου προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στη γαλλική σύγχρονη καθημερινότητα. Σύντομα, όμως, θα διαπιστώσει ότι η ηθική του και η εργασιακή του καριέρα βρίσκονται σε αντίρροπες πορείες.
Ανεξάρτητα από το αν κανείς συμφωνεί ή όχι με τη σκηνοθετική προσέγγιση των αδελφών Νταρντέν, δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσει τον βαθμό στον οποίο έχουν τελικά επηρεάσει το σύγχρονο γαλλικό σινεμά. Θεματικές επικεντρωμένες στα κοινωνικά προβλήματα, ήρωες – άνθρωποι της διπλανής πόρτας που πασχίζουν να μην βρεθούν στο περιθώριο ή ήδη φλερτάρουν επικίνδυνα με αυτό, μια ματιά που παρακολουθεί από ασφυκτικά κοντά (πάνω από τον ώμο, κυριολεκτικά και μεταφορικά) τους πρωταγωνιστές και μια νατουραλιστική προσέγγιση που αγνοεί φτιασιδώματα, μουσικές υποκρούσεις και εφετζίδικα τρικ, στοχεύοντας απλά στην απόλυτη μεταφορά της «αλήθειας κάθε ταινίας» χαρακτηρίζουν ένα όλο και αυξανόμενο ρεύμα στη γαλλόφωνη κινηματογραφική φιλμογραφία που, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι, οφείλει πάρα πολλά στο σκηνοθετικό δίδυμο.
Η ταινία τού Μπριζέ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του συνόλου, όμως συνοδεύει την σαφώς κοινωνιολογικά προσανατολισμένη οπτική της με μία μικρή ανατροπή: το φιλμ δεν παρακολουθεί γενικά την ιστορία του ήρωά του αλλά επικεντρώνεται συγκεκριμένα σε κομβικά σημεία της ζωής του, δίνοντας τον χρόνο (μέχρι και δέκα λεπτά) σε κάθε σκηνή να ξεδιπλωθεί και να αποκαλύψει το πλήρες εύρος της κάθε δεδομένης κατάστασης. Ο Τιερί που έρχεται σε σύγκρουση με τα παράδοξα και τις αντιφάσεις μιας γραφειοκρατικής διαδικασίας κατά την εύρεση δουλειάς, ο Τιερί που μαζί με το σωματείο προσπαθεί να διεκδικήσει τα εργατικά του δικαιώματα, ο Τιερί μέσα στην οικογενειακή του καθημερινότητα και τις γονικές του ευθύνες, ο Τιερί στη νέα του δουλειά ως φύλακας στο supermarket, ο Τιερί αντιμέτωπος με μια σκληρή ηθική, που κινδυνεύει να μετατρέψει την απόλυτη δικαιοσύνη σε αδικία: ο Μπριζέ δεν δίνει τόσο σημασία στις λεπτομέρειες που μεταφέρουν τον πρωταγωνιστή του από τη μία σκηνή στην άλλη, αλλά ενδιαφέρεται κυρίως για τις αντιδράσεις του και τους εσωτερικούς μηχανισμούς της κρίσης του σε κάθε σταθμό της διαδρομής του.
Γι’ αυτό και η συμβολή τού – βραβευμένου στις Κάννες για την ερμηνεία του – Βενσάν Λαντόν αποδεικνύεται τόσο κρίσιμη στη δομή της ταινίας. Ουσιαστικά, οι εκφράσεις και οι αντιδράσεις του είναι τα μόνα μέσα που χρησιμοποιεί ο Μπριζέ για να περιγράψει την κρισιμότητα της κάθε κατάστασης ή το δράμα που άλλοι ενδεχομένως να υπογράμμιζαν με περισσότερο εμφανείς τρόπους. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης επιλέγει επανειλημμένα να στερήσει από κάθε πιθανή δραματική έκρηξη όλη την ενέργεια, αφήνοντας στο τέλος την εντύπωση μιας μινιμαλιστικής αφήγησης που προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της για να αναδείξει το πρόβλημα μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης στην πληρότητά του.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι στον τρόπο αφήγησης ή στις προθέσεις τής ταινίας αλλά κυρίως στην ίδια την ουσία της ιστορίας. Αν αφαιρέσει κανείς από το φιλμ τη δομική του ιδιαιτερότητα, θα παραμείνει με μια ιστορία που δεν προσφέρει ουσιαστικές εκπλήξεις, που πολλές φορές μιλάει για κάτι πολύ σημαντικό αλλά προφανές, και που στην κορύφωσή της καταφεύγει σε μια «εύκολη», βολική και μάλλον διδακτική λύση. Η επιμονή δε του Μπριζέ να αφήνει την κάμερα να καταγράφει ασταμάτητα, δίχως να κόβει τη σκηνή, φλερτάροντας μερικώς με τη φλυαρία, επιφέρει και έναν κάποιον εκνευρισμό στον θεατή, που ξεπερνά τη συμμετοχή στο δράμα του πρωταγωνιστή και ανάγεται σε γνήσια δυσφορία. Εν μέρει, αυτό λειτουργεί υπέρ της ταινίας (ειδικά στις σκηνές όπου ο Τιερί καλείται να λάβει αποφάσεις), όμως, στο μεγαλύτερο μέρος τού φιλμ (όπου ο Τιερί εκπαιδεύεται ή απλά προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη γαλλική γραφειοκρατία), αυτή η προσέγγιση μάλλον αποκαλύπτει τάσεις πλατειασμού και επανάληψης.
Στο τέλος, αυτό που μένει είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στην εργατική τάξη όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, μέσα από το βλέμμα μιας αφήγησης που καλείται να λειτουργήσει συμβολικά, ανάγοντας τους ήρωές της σε φορείς ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Η ιστορία μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αμεσότητα και το πόσο καίρια είναι. Αντιθέτως, αυτό που μπορεί να αμφισβητήσει είναι η ροπή της προς ταξικά στερεότυπα και η τελική απροθυμία της να αναιρέσει τις συμβάσεις ή να λάβει δύσκολες, πολύπλοκες αποφάσεις. Είναι σίγουρο ότι το φιλμ δε θα δυσκολευτεί να βρει το κοινό του, ειδικά αν λάβει κανείς τις βιωματικές ομοιότητες που θα αναγνωρίσει μεγάλο κομμάτι τού πληθυσμού στην αφήγηση. Μακάρι, πάντως, η αποδοχή να προέκυπτε και από περισσότερο καλλιτεχνικά αξιοσημείωτα κριτήρια.