JOE: ΜΙΑ ΔΥΝΑΤΗ ΦΙΛΙΑ (2014)
(JOE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν
- ΚΑΣΤ: Νίκολας Κέιτζ, Τάι Σέρινταν, Χέδερ Κάφκα, Σου Ροκ, Ρόνι Τζιν Μπέβινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS
Εργατικός και φιλότιμος νεαρός, αλλά αυτοκαταστροφικού – για τον ίδιο και για ολόκληρη την οικογένειά του – τύπου και γιος μεθύστακα, συναντά πρώην κατάδικο, ο οποίος προσπαθεί να συγκρατήσει την ευέξαπτη αλλά χαρακτηριζόμενη από αυστηρό ηθικό κώδικα συμπεριφορά του υπό έλεγχο για να μην καταλήξει και πάλι στη φυλακή. Φυσικά, αυτή η συνάντηση θα αλλάξει και τους δύο για πάντα.
Στον «Γελαστό Πρίγκηπα» (το πρώτο από τα δύο φιλμ που γύρισε ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν το 2013), οι δύο χαρακτήρες περιφέρονται μέσα σε καμένα δάση, με τα αποκαΐδια να αποτελούν μια όχι και τόσο διακριτική μεταφορά για το παρελθόν τους και το τωρινό τους κατεστραμμένο (έστω φαινομενικά) status quo. Παρουσιάζοντας θεματική συγγένεια, στο «Joe» οι πρωταγωνιστές «δολοφονούν» δέντρα για να καθαρίσουν την έκταση ώστε να φυτευτούν στη θέση τους υγιή, νέα πεύκα, όσο οι ίδιοι προσπαθούν να κλείσουν τους παλιούς λογαριασμούς ώστε να δημιουργήσουν από την αρχή τη ζωή τους. Αν και το πρώτο αποτελεί μια γλυκόπικρη κωμωδία, ενώ το «Joe» ακολουθεί περισσότερο παραδοσιακές δραματικές διαδρομές, και τα δυο μαζί δημιουργούν ένα άτυπο δίπολο για το παρελθόν και το παρόν αλλά και τις επιλογές που χρειάζεται να κάνει ο καθένας ώστε να προχωρήσει μπροστά, με σύμβολο την ίδια τη φύση, η οποία εξ ορισμού εμπεριέχει την έννοια της αναγέννησης.
Με το «Joe», ουσιαστικά, ο Γκριν εξακολουθεί να ψάχνει την έμπνευσή του στις περιοχές όπου τον γνωρίσαμε με το «George Washington» (2000), συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί καθημερινούς, ακόμα και περιθωριακούς ανθρώπους, ως πρωταγωνιστές, επιστρέφοντας στον «υπαρξισμό» των πρώτων του ταινιών και παρακολουθώντας ήρωες οι οποίοι καλούνται να δουν αλλιώς τη ζωή και το μέλλον τους. Σε αντίθεση με τον «Γελαστό Πρίγκηπα», βέβαια, εδώ ο Γκριν είναι πολύ πιο σαφής σε αυτό που θέλει να κάνει, έχει ξεκάθαρο αφηγηματικό στόχο και δεν έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει φιλοσοφικές συζητήσεις ή προβληματισμούς για να υπογραμμίσει τη θέση του, γεγονός που κάνει το φιλμ πιο εύπεπτο (αν μπορεί να το πει κανείς αυτό) και πιο άμεσο στην επικοινωνία του με το κοινό.
Και όντως, από την πρώτη κιόλας σκηνή, όπου μια συνομιλία πατέρα και γιου δεν αποτελεί ακριβώς το πρότυπο μιας οικογενειακής σχέσης, μέχρι την κλιμάκωση του φινάλε όπου οι παλιοί λογαριασμοί κλείνουν όχι με τον πιο ειρηνικό τρόπο, ο Γκριν ενσταλάζει στην ιστορία του επαρκές συναίσθημα για να μας κάνει να νοιαστούμε για τον Τζο και τον Γκάρι χωρίς, όμως, να ξεφεύγει σε μελό περιοχές, που θα κατέκριναν ακόμα και οι ίδιοι οι χαρακτήρες του. Οι ήρωές του έχουν αίσθηση της ηθικής αλλά έχουν και επίγνωση της δικαιοσύνης, γεγονός που τους φέρνει σε σύγκρουση τόσο με το νόμο όσο και με τους ίδιους τους εαυτούς τους – και αυτή είναι μια διαμάχη που ο Γκριν αποτυπώνει με μέτρο, χωρίς να γίνεται βαρύγδουπος.
Εκεί που αστοχεί το φιλμ είναι στο γεγονός ότι η ιστορία του δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί (και μάλιστα πολλές φορές στο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά) και στο ότι η ανάπτυξή του ακολουθεί όλα τα αναμενόμενα στάδια μέχρι να φτάσει στην – από την αρχή τηλεγραφημένη – κατάληξή του. Όταν το φινάλε είναι εξαρχής τόσο καθαρά ορατό, όση τιμιότητα και συμπόνια και να επιτάξει ο Γκριν στην οπτική του απέναντι στους χαρακτήρες του, ένα κομμάτι τής αγωνίας αλλά και της ζωτικότητας της προβολής, χάνεται αναπόφευκτα.
Αυτό, όμως, δε μειώνει την έκπληξη από την επιστροφή σε φόρμα του Νίκολας Κέιτζ, ο οποίος με το «Joe» απρόσμενα ξεφεύγει από το ντροπιαστικό και γεμάτο προκατασκευασμένες μούτες παρελθόν του, για να κατεβάσει τους τόνους και να «βαρύνει» την προφορά του στα όρια του δυσνόητου – αλλά και να δώσει δικαιωματικά στην ταινία το όνομα του χαρακτήρα του. Είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς το – με αρκετές εξαιρετικές στιγμές – παρελθόν τού Νίκολας Κέιτζ όταν λάβει υπόψη του το απογοητευτικό σερί των τελευταίων ετών, όμως, στο «Joe» ο ηθοποιός αφήνει με άνεση τις καρικατούρες που ερμήνευε τελευταία (γι’ αυτές, υπάρχει πάντα και ο Τζον Κιούζακ…) για να επιστρέψει στις αρχές της καριέρας του, ακριβώς όπως επιχειρεί με τις πρόσφατες ταινίες του και ο Γκριν. Παράλληλα, ο Τάι Σέρινταν, ο οποίος τιμήθηκε και με το βραβείο ανερχόμενου ηθοποιού στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας γι’ αυτή την ταινία, συνεχίζει μετά το «Δέντρο της Ζωής» και το «Ένα Καλοκαίρι» να αναλαμβάνει ρόλους που μπορούν να χτίσουν μια στέρεα καριέρα, μακριά από τις εύκολες επιτυχίες τού Χόλιγουντ. Τελικά, υπάρχει για όλους ελπίδα.