ΓΕΛΑΣΤΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ (2013)
(PRINCE AVALANCHE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν
- ΚΑΣΤ: Πολ Ραντ, Εμίλ Χερς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Καλοκαίρι του 1988, δύο απόλυτα αντίθετοι τύποι, εργάτες οδοποιίας που φτιάχνουν τη διαγράμμιση σε επαρχιακό δρόμο του Τέξας, συζητάνε, μεθάνε, ρίχνουν το φταίξιμο στις γυναίκες και, ίσως, γίνονται ακόμη καλύτεροι φίλοι.
Ιδιαίτερη περίπτωση ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν. Από τα ταλέντα που ξεπήδησαν από το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά στα zeroes, «θεοποιήθηκε» από την κριτική με το ντεμπούτο του, «George Washington» (2000), παρέμεινε σε ένα αρκετά προσωπικό σύμπαν με εμμονή στο στοιχείο της φύσης και με απλούς, ενίοτε πρωτόγονα ανθρώπινους χαρακτήρες, για να εξελιχθεί σε σύμβολο της… «καγκουροκωμωδίας», με φιλμ όπως το «Pineapple Express» (2008), μετατρέποντας τη γαλήνη και τον υπαρξισμό των πρώτων του ταινιών σε… τρελή μαστούρα (και μάλιστα με χρηματοδότες μεγάλα χολιγουντιανά studios)!
Η νέα του ταινία αποτελεί μια «απόπειρα» επιστροφής στα πρώτα – arthouse – κινηματογραφικά του βήματα, αλλά με ήρωες που μοιάζουν να «αποτοξινώνονται» από τα κωμικά στερεότυπα ενός διδύμου το οποίο παραπέμπει σε κλασικά παραδείγματα του είδους (ίσως περισσότερο τους Άμποτ και Κοστέλο εδώ). Με βάση ένα ισλανδικό φιλμ τού 2011 («Á Annan Veg»), ο Γκριν σκηνοθετεί ένα μάλλον αλλόκοτο remake ιδεών, που αγκομαχάνε να βγάλουν την ανηφόρα ως δραμεντί μυθοπλασίας, δίχως μια ενδιαφέρουσα ιστορία που περιμένεις να αναπτυχθεί σε… κάτι, αλλά με μια καλόψυχη ματιά στο υπαιθρικό της περιβάλλον.
Ανάμεσα στους καθημερινούς, ασήμαντους διαλόγους τού Άλβιν και του Λανς, ο Γκριν δείχνει να νοιάζεται περισσότερο για τις βινιέτες της φύσης που αναγεννιέται και ξυπνά ύστερα από το πέρασμα μιας καταστροφικής πυρκαγιάς, λες και ψάχνει το δρόμο που θα διασταυρώσει τη γη με τους ήρωές του. Το σενάριό του, όμως, είναι κι αυτό μια «καμένη γη», από την οποία δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια κανονική ταινία, παρά μόνο παιχνιδίσματα της φόρμας (στον τομέα της ηχητικής μπάντας και ενός «ασυντόνιστου» μοντάζ). Η εμφάνιση ενός ηλικιωμένου οδηγού φορτηγού και μιας γηραιάς κυρίας που σκαλίζει τα αποκαΐδια της ζωής της γύρω από τα ντουβάρια που κάποτε ήταν το σπιτικό της (μια ημιδικαιωμένη δραματουργική προσθήκη σε σχέση με το πρωτότυπο φιλμ) δε βοηθούν πραγματικά στον προσανατολισμό του Γκριν, ο οποίος μπλέκει τα μπούτια του μεταξύ νεο-ρεαλισμού και φαντασιακής, ερωτικής αλληγορίας (που σβήνει με σοβαρή αμηχανία στο φινάλε).
Στην τελική, αυτός ο «Prince Avalanche» αφήνει μια αίσθηση περισσότερο «χασίματος» (όπως ακριβώς δε δηλώνει τίποτε και ο τίτλος του φιλμ, που ο σκηνοθέτης του εμπνεύστηκε… στον ύπνο του!) παρά στυλιστικής αναζήτησης, η οποία φλυαρεί – και μόνο – για να σε πείσει ως φιλμική εμπειρία. Και είναι τόσο παράδοξα δίκαιη η ατάκα του Λανς, ο οποίος βροντοφωνάζει: «Δεν μπορούμε απλά ν’ ακούμε τη σιωπή;»…