Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (2022)
(EMPIRE OF LIGHT)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σαμ Μέντες
- ΚΑΣΤ: Ολίβια Κόλμαν, Μάικλ Γουόρντ, Κόλιν Φερθ, Τόμπι Τζόουνς, Τομ Μπρουκ, Τάνια Μούντι, Χάνα Όνσλοου, Κρίσταλ Κλαρκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η μεσήλικη Χίλαρι, υπεύθυνη «γενικών καθηκόντων» σε κινηματογράφο της παραλιακής πόλης του Μάργκεϊτ, νιώθει σκιρτήματα πάθους για νεαρό μαύρο που πιάνει δουλειά ως ταξιθέτης.
Ο Σαμ Μέντες είναι ένας από τους πιο υπερτιμημένους σκηνοθέτες από καταβολής κινηματογράφου. Έχει κάνει μονάχα μία εξαιρετική ταινία («Ο Δρόμος της Απώλειας») κι έναν πολύ καλό Τζέιμς Μποντ («Skyfall»). Τέλος. Η υπόλοιπη φιλμογραφία του αποτελεί μια υπερφίαλη μπούρδα.
Στην κορυφή αυτής της λίστας (με τις μπούρδες), πλέον, τοποθετείται τούτο το ολέθριο φιάσκο που βασίζεται σ’ ένα δικό του σενάριο – αχταρμά ιδεών οι οποίες αγωνίζονται να συνυπάρξουν και να επιβληθούν στην ιστορία ως προτεραιότητα. Το χωροταξικό background της κινηματογραφικής αίθουσας είναι μια σκέτη πρόφαση για πρόκληση συναισθήματος νοσταλγίας για τα σινεμά που χάνονται (ή χάθηκαν), τη γοητεία του celluloid και της αχτίδας φωτός που διέσχιζε τα σινεμά μέχρι ν’ ακουμπήσει με τις εικόνες του τη μεγάλη οθόνη. Δεν εξυπηρετεί τίποτε ουσιαστικό στην πλοκή (οι ήρωες θα μπορούσαν να εργάζονται σ’ ένα οποιοδήποτε πολυκατάστημα, για παράδειγμα), δεν ταυτίζεται ποτέ με την αγάπη για το σινεμά, είναι μονάχα ένα «χειριστικό» μέσο εντυπώσεων που προσφέρει / προσθέτει στοιχεία «καλλωπισμού» σκηνογραφικά. Εξαίρεση, η υποπλοκή της πρεμιέρας των «Δρόμων της Φωτιάς» (1981), επιλογή εθνικιστικά κραυγαλέα που, τελικά, αιωρείται στο αφηγηματικό κενό διότι κατά βάθος ο Μέντες… δεν ξέρει τι θέλει να πει με την «Αυτοκρατορία του Φωτός» (ναι, γνωρίζουμε πως η οσκαρική καριέρα του φιλμ του Χιου Χάντσον επέτρεψε στην βρετανική κινηματογραφική παραγωγή ν’ αναστηθεί, το σχόλιό σου εδώ ποιο είναι;)!
Μοιραία, πρωταγωνιστής στο story γίνεται το «εκκεντρικό» ρομάντζο ανάμεσα στην Χίλαρι και τον Στίβεν, το οποίο φορτίζεται από τα στερεότυπα της μεγάλης διαφοράς ηλικίας και της διαφοράς στο χρώμα του δέρματος. Το θέμα του ρατσισμού (στα χρόνια της θατσερικής έκρηξης διακρίσεων και ανεργίας) προστίθεται σε φευγαλέες φάσεις, για να προκαλέσει την απαραίτητα (μελο)δραματική εκτόνωση σε επεισόδιο βίαιης σύγκρουσης ανάμεσα σε Mods και «σκινάδες» (σαν déjà vu παρόμοιων εξεγέρσεων στη Μεγάλη Βρετανία των ‘60s). Το όλο ξεκρέμαστο δεν φαίνεται ν’ απασχολεί τον σεναριογράφο Μέντες, που ποτέ δεν επιδιώκει να μιλήσει ενδοσκοπικά για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που απασχολούσαν τους ανθρώπους εκείνης της περιόδου. Απλά, «πρέπει» να υπάρχει και μια δόση απ’ αυτό…
Κάπως έτσι έχει σχεδιαστεί και ο βασικός χαρακτήρας της Χίλαρι, που στη μισή ταινία παρουσιάζεται λες και είναι ναρκωμένη από το λίθιο που παίρνει για θεραπευτικούς λόγους, ενώ στο δεύτερο μισό παρεκτρέπεται με μανιακή οργή, για να δικαιολογήσει ο Μέντες την (ποιος ήρθε;) διπολική διαταραχή της ηρωίδας του. Εκεί, πια, η Ολίβια Κόλμαν παίζει… «άλλο» ρόλο και η συνοχή της ταινίας κατρακυλά ολοταχώς προς τον πάτο της αποτυχίας. Η (σπουδαία… σε χέρια καλού σκηνοθέτη) ηθοποιός εκτίθεται παλεύοντας να δώσει ζωή σε κάτι τόσο ρηχά σχηματικό και άψυχο (δεν θέλω να επεκταθώ για τη σκηνή όπου χορεύει με 45αρι των The Specials στο διαμέρισμά της!), με αποτέλεσμα να νοιώθεις οίκτο για την ίδια και να επιθυμείς να τη συμβουλεύσεις να πάρει καμία άδεια και να χαλαρώσει, διότι έχει «ξεχειλώσει» από το typecasting της μιζέριας και της κατήφειας εσχάτως! Εννοείται πως η θαυμάσια δουλειά του dp Ρότζερ Ντίκινς (ειδικά στα νυχτερινά και την λαμπερή απεικόνιση της κινηματογραφικής αίθουσας) δεν αρκεί για να σώσει το παραμικρό από αυτό το φιλμικό ψοφίμι.