ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΙΟΥ (1973)
(EL ESPÍRITU DE LA COLMENA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βίκτορ Ερίθε
- ΚΑΣΤ: Άνα Τόρεντ, Ιζαμπέλ Τελερία, Φερνάντο Φερνάν Γκόμεζ, Τερέσα Γκιμπέρα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CAROUSEL FILMS
Μετεμφυλιακή Ισπανία, 1940. Ένα μικρό κορίτσι θα βρει «καταφύγιο» στη φαντασία του, όταν μετά τη θέαση της κλασικής ταινίας του «Φρανκενστάιν», αρχίζει να πιστεύει ότι το τέρας με τη μορφή του ηθοποιού Μπόρις Κάρλοφ είναι πραγματικό.
Για πολλούς, ο Βίκτορ Ερίθε θεωρείται το «ιερό δισκοπότηρο» του ισπανικού σινεμά, παρά το παράδοξο πως στην καριέρα του μετράει μόλις δύο (!) μεγάλου μήκους ταινίες, μπόλικες μικρές και μερικά ντοκιμαντέρ, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται τούτες εδώ οι αράδες, αφού έχει ήδη ανακοινωθεί η επιστροφή του στη μεγάλη οθόνη (η πρώτη μετά από τριάντα χρόνια!) με το τιτλοφορούμενο «Cerrar los Ojos». Συνακόλουθη της φήμης του Ερίθε είναι και αυτή του σκηνοθετικού του ντεμπούτου, «Το Πνεύμα του Μελισσιού», που όσο και να πεις, ίσως ν’ αποτελεί μία από τις πιο έξαφνες κι αξιοπερίεργες κυκλοφορίες / επανεκδόσεις στα θερινά σινεμά εδώ και καιρό, αφενός λόγω της νοσταλγικής του διάθεσης, αφετέρου λόγω της εξαιρετικής ικανότητας του Ερίθε και του συν-σεναριογράφου του, Άνχελ Φερνάντεζ Σάντος, ν’ αφηγηθούν το μεταπολεμικό, συλλογικό τραύμα του ισπανικού λαού μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
Καστίλλη, 1940. Ένας περιφερόμενος θίασος φτάνει στην πόλη, προκειμένου να προβάλει τον «Φρανκενστάιν» (1931), το κλασικό ασπρόμαυρο φιλμ του Τζέιμς Γουέιλ. Δυο μικρές αδελφές, η Ιζαμπέλα (Τελερία) και η Άνα (Τόρεντ), βρίσκονται ανάμεσα στους θεατές και αναμενόμενα τρομάζουν και μαγεύονται. Ιδιαίτερα η Άνα, η οποία μοιάζει πεπεισμένη πως το τέρας του Δρ. Φρανκενστάιν υπάρχει στ’ αλήθεια! Από εκείνη την ημέρα και μετά, κάνει ό,τι περνά από το χέρι της προκειμένου να βρει το τέρας, το «πνεύμα» όπως συγκεκριμένα την έχει δασκαλέψει η αδελφή της («το πνεύμα έχει την ικανότητα να παίρνει τη μορφή οποιουδήποτε ανθρώπου», της είχε πει), μέχρι τη στιγμή που, πράγματι, κάτι βρίσκει και όλα αλλάζουν.
Ξαναβλέποντας την ταινία του Ερίθε, δεν γίνεται να μη θαυμάσω την «λεπτοδουλειά» που έχει γίνει σε επίπεδο ρυθμού, αν και οι ταχύτητες αφήγησης που έχει συνηθίσει ο σημερινός θεατής ενδεχομένως να ξενίσουν και κάποιοι να την χαρακτηρίσουν από αργή έως και βαρετή. Σε τέτοιες περιπτώσεις (και για τέτοια έργα, δηλαδή), είναι αρκούντως βοηθητικό να σκέφτεται κανείς το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο και πλαίσιο μέσα στο οποίο «γεννιέται» το κάθε φιλμ, με τον Ερίθε εδώ όχι απλά να σκηνοθετεί στα 1973 του Ισπανού δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο, αλλά και να τοποθετεί χρονικά το σενάριό του (από κοινού με τον Σάντος) στις αρχές του ’40, έπειτα δηλαδή από την πραξικοπηματική ανάληψη της εξουσίας από τον φημισμένο δικτάτορα, μετά και από το πέρας ενός αιματηρού Εμφυλίου που άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς. Είναι, λοιπόν, το «Πνεύμα του Μελισσιού» μια σημαντική, όσο και αντικαθεστωτική (και αλληγορικά πολιτική) ταινία; Πέρα από τη σημαντικότητά της σ’ αυτό το επίπεδο και σ’ εκείνο του αυταπόδεικτου τσαγανού των δημιουργών της που χρησιμοποίησαν την πλοκή για έναν διαχρονικό, κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό, τούτο το φιλμ αποτελεί (και) μια ωδή στην ανυπέρβλητη δύναμη της Τέχνης του σινεμά, η οποία λειτουργεί ως το ιδανικό μέσο διαφυγής από μια πραγματικότητα σκληρή και «ενήλικη».
Κατά τρόπο παρόμοιο, το 2006, ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, επηρεασμένος σαφέστατα από την ταινία του Ερίθε, γράφει και σκηνοθετεί τον «Λαβύριθνο του Πάνα», μία μακράν πιο φαντασιακή αναπαράσταση του πολεμικού τραύματος και του αντίκτυπου που αυτός έχει στον ψυχισμό ενός παιδιού. Οι δύο ταινίες μοιράζονται πολλά κοινά μεταξύ τους, κυρίως σε επίπεδο αφηγηματικής βάσης, με το φιλμ του Ερίθε να ξεχωρίζει στην εποχή του χάρη στην εντελώς λιτή σκηνοθετική του γραμμή και την ελλειπτικότητα σε επίπεδο διαλόγων, εν αντιθέσει με το παραμυθένιο οπτικό υπερθέαμα του Γκιγέρμο ντελ Τόρο. Εν προκειμένω, κινητήριος δύναμη του φιλμ είναι η μικρή Άνα (η Τόρεντ ήταν μόλις έξι ετών τότε!), η οποία κοινωνεί τα πάντα μέσα από το βλέμμα της: φόβο, απορία, χαρά, λύπη. Το σενάριο στήνει έτσι κι αλλιώς μια ιδανική ατμόσφαιρα (η οποία απογειώνεται χάρη στην ονειρική φωτογραφία του Λουίς Κουαδράδο), εξερευνώντας μοτίβα όπως ο θάνατος, η απώλεια, αλλά και η παιδική σκληρότητα, φέρνοντας την Άνα συχνά αντιμέτωπη με τις φάρσες της αδελφής της, Ιζαμπέλ (εξαιρετική και η Τελερία), η οποία φαίνεται πως έχει ήδη αρχίσει ν’ αφομοιώνει πιο ενήλικες συμπεριφορές, καθιστώντας έτσι το φιλμ και σε έργο για το αναπόφευκτο «χάσιμο» της παιδικότητας και την είσοδο στην «βίαιη», ενήλικη ζωή. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στον Χάιμε Τσάβαρι, για την υπέροχη καλλιτεχνική επιμέλεια που δίνει το στίγμα όλης της (μοναδικά ονειρεμένης) ατμόσφαιρας της ταινίας.