ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ (2021)
(EL BUEN PATRÓN)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα
- ΚΑΣΤ: Χαβιέρ Μπαρδέμ, Μανόλο Σόλο, Αλμουδένα Αμόρ, Όσκαρ ντε λα Φουέντε, Σόνια Αλμάρτσα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Με το άγχος της επικείμενης επίσκεψης επιτροπής ελεγκτών που θα κρίνουν αν η επιχείρηση κατασκευής βιομηχανικών ζυγαριών του λειτουργεί σωστά ώστε να κατακτήσει ακόμη ένα βραβείο αριστείας, ο Μπλάνκο πρέπει να λύσει το παραμικρό πρόβλημα που παρουσιάζει το προσωπικό του μέσα στο σφιχτό χρονικό πλαίσιο μιας εβδομάδας.
Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι εκείνη η περίοδος στην οποία ένας κριτικός κινηματογράφου μπορεί ν’ αναφωνεί το πιο σπαρακτικό «Γιατί;» της ζωής του, καθώς παρακολουθεί έργα που ούτε μπορεί να πιστέψει γιατί γυρίστηκαν, ούτε και σε ποιους απευθύνονται! Το «Τέλειο Αφεντικό» είναι μια τέτοια ταινία. Που «φωνάζει»… θερινό σινεμαδάκι, διότι σε οποιαδήποτε άλλη εποχή του χρόνου θα πέφτανε κλωτσιές…
Το συγκεκριμένο φιλμ μας έρχεται και με έξι βραβεία Goya, πράγμα που μπορεί να δηλώνει κρίση στην ισπανική κινηματογραφία λόγω κορονοϊού ή… ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να σημαίνει κι αυτό! Το αφεντικό του τίτλου είναι ένας μονοκόμματος ερμηνευτικά Χαβιέρ Μπαρδέμ, ο οποίος ξεκινά να πάει στη δουλίτσα του κάθε πρωί, σαν καλός επιχειρηματίας και καπιταλιστής, ο οποίος αγαπά και προστατεύει τους εργαζόμενούς του, αρκεί να μην είναι νεαρές interns που ξενοπηδάει (έγγαμος, γαρ) και τον ερωτεύονται παράφορα διεκδικώντας μερίδιο (και) από την κανονική του ζωή ή νευρωσικοί χαρακτήρες που δεν αφιερώνονται τόσο στις εργασιακές υποχρεώσεις τους διότι αντιμετωπίζουν (κυρίως) γκομενικούς και συζυγικούς μπελάδες. Σε περιπτώσεις που πρέπει να προχωρήσει σε απολύσεις, δε, υπάρχει ο κίνδυνος μιας έκρηξης οργής που φλερτάρει με την κατακραυγή από τα ΜΜΕ.
Η πρώτη ώρα του «Τέλειου Αφεντικού» τσουλάει εντελώς χαλαρά αφηγηματικά, σαν σε μια καταστασιακή «λούπα» όπου ασήμαντες αφορμές και γκρίνιες αγωνίζονται να διογκωθούν σε κάτι το λίαν σημαντικότερο, μπας και αποφύγει τον… λιθοβολισμό ο σεναριογράφος Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, για να φτάσουμε στο πιο «τσιμπημένο» σε εντάσεις δεύτερο μισό, όπου ο σκηνοθέτης Αρανόα αδυνατεί να διαχειριστεί έναν πιο νευρώδη ρυθμό ή να σαρκάσει χιουμοριστικά το υπόβαθρο ενός φιλμ που μονάχα στις δύο τελευταίες του σκηνές κατορθώνει ν’ αρθρώσει έναν κάποιο πολιτικό λόγο (και δεν εννοώ τις σαχλαμάρες περί φεμινισμού και diversity), έχοντας ήδη σπαταλήσει άδικα σχεδόν ένα δίωρο από τη ζωή όλων μας. Στην τελική, το μόνο πράγμα που μένει σαν ανάμνηση είναι… μια χεσμένη ζυγαριά στην είσοδο του εργοστασίου. Για λόγους ταύτισης.