MAGIC MIKE (2012)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Σόντερμπεργκ
- ΚΑΣΤ: Τσάνινγκ Τέιτουμ, Άλεξ Πέτιφερ, Ματ Μπόμερ, Τζο Μανγκανιέλο, Μάθιου ΜακΚόναχεϊ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS
Τριαντάρης stripper ανακαλύπτει παιδί της βιοπάλης και γίνεται ο μέντοράς του στην αναζήτηση του εύκολου χρήματος και του ακόμη πιο εύκολου κρεβατιού…
Μετά από ένα σκασμό ταινίες, τις οποίες γυρίζει ανά δύο το χρόνο, τουλάχιστον, και παίζοντας με περιεχόμενο και ύφος τόσο αδυσώπητα όσο και… αποτυχημένα, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ πιάνει μια παλιά, αυτοβιογραφική ιστορία του ηθοποιού Τσάνινγκ Τέιτουμ, που στα εφηβικά του χρόνια είχε περάσει για ένα φεγγάρι από πίστες… ξεβρακώματος, για να φτιάξει ένα από τα πλέον ανέλπιστα σουξέ του φετινού καλοκαιριού στις ΗΠΑ.
Αρχικά, το «Magic Mike» είναι μια ταινία που θα ήθελε να ζει στα τέλη των sixties, σαν ένα άλλο «Midnight Cowboy», με τον έμπειρο hustler και το μαθητευόμενο χαζό επαρχιώτη. Ακόμη και τα ξεθωριασμένα χρώματα του Πίτερ Άντριους (ο Σόντερμπεργκ με ψευδώνυμο!) παραπέμπουν σε φιλμικό footage που ο χρόνος δε λυπήθηκε και τόσο, στο πέρασμα των δεκαετιών… Ο σκηνοθέτης κρατά μια οργανωμένη, στρωτή, καθαρή ματιά σε όλη τη διάρκεια του φιλμ και, κυρίως, στα νυχτερινά, εσωτερικά του club, όπου ούτε η κάμερα ούτε και το μοντάζ (του Σόντερμπεργκ ως… Μαίρη Ανν Μπέρναρντ!) παρασύρονται σε ρυθμικές κινήσεις και cuts, όπως θα ήθελε ένα σύγχρονο music promo, ούτε και «χορογραφούν» το… οφθαλμόλουτρο. Η εικόνα είναι ένας ψυχρός παρατηρητής, που δεν ερεθίζεται από το θέαμα. Αποτυπώνει τις στιγμές, μάλλον γοητευμένος από τα σώματα και τις ικανότητές τους, έχοντας στο background τις στριγκλιές των ανικανοποίητων γυναικών που μοιάζουν με… όρνεα πάνω από νεκρά σαρκία! Το χιούμορ μπορεί να επιτρέπει στο Σόντερμπεργκ να ενθέτει λεπτομέρειες όπως εκείνη με τον χορευτή που πάει να κάνει τη φιγούρα ρουτίνας με μια τροφαντή πελάτισσα, η οποία… του βγάζει τη μέση (!), όμως, στο σύνολό του, το «Magic Mike» βγάζει μια αίσθηση αδιέξοδου, σπαταλημένης ζωής και κυνισμού τόσο αδιάφορου προς τους ήρωές του, που σίγουρα δε νοιάζεται για το αν θα έχουν πεθάνει την επόμενη κιόλας μέρα…
Η δουλειά του καστ εντυπωσιάζει. Ο Τέιτουμ είναι το dream boy με τους απίστευτους κοιλιακούς και το φιδίσιο κορμί, μια θηλυκή (περιέργως, σχεδόν ποτέ δεν περνάει από το μυαλό σου πως αυτή η ταινία μπορεί να συγκινήσει το… gay κοινό!) φαντασίωση που ταυτίζεται μονάχα με τη σαρκική επιθυμία – και τίποτε πιο εσωτερικό. Είναι μια πιο σωματώδης έκφανση του «παιδιού του λαού», που έχει φτάσει τα 30 αλλά είναι ακόμη εκεί, κολλημένος, όχι στην παρακμή, αλλά σε ένα μόνιμο σημείο εκκίνησης για… ένα άγνωστο αύριο. Ή, ακόμη χειρότερα, ένα μοναχικό αύριο. Δίπλα του, ο άβουλος Άλεξ Πέτιφερ, που τον έριξαν σ’ ένα dancefloor και δεν ξέρει καν τα βήματα, στήνει τον αφελή αντίποδα του κεντρικού ήρωα με αβίαστη άνεση.
Πλησιάζοντας αυτό που έκανε ο Τομ Κρουζ στο «Rock of Ages», ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ είναι η «τσατσά» του club, ο κονφερασιέ του show, «η γριά η κότα» που όποτε νοιώθει την ανάγκη να επιδείξει την ισχύ του, αφήνει το χέρι να γλιστρήσει στον καβάλο του και να θυμίσει στα θηλυκά του ποιος κάνει κουμάντο εκεί μέσα. Είναι η μορφή που ισορροπεί τις τριβές ανάμεσα στους χορευτές, ο άνθρωπος που περιμένεις να τους προδώσει και, μαζί, η πατρική φιγούρα που δεν πρέπει να λείπει από μια «οικογένεια». Μην εκπλαγείς αν τον δεις στην πεντάδα των υποψηφίων για το Όσκαρ δεύτερου ρόλου του χρόνου…
Ναι, μπορεί η χρήση (και όχι η σύγκριση) του τίτλου του «Midnight Cowboy» να φαίνεται τολμηρή ή να δηλώνει θράσος. Το «Magic Mike» δεν έχει την ψυχή μιας ταινίας που θα γίνει σταθμός, που μιλά βαθύτερα για την εποχή της. Η ελαφρότητα του σήμερα δεν επιτρέπει πολλά πολλά, άλλωστε. Στην Αμερική δεν ζουν το μηδενισμό της κρίσης, την αναζήτηση ταυτότητας. Στην Τάμπα της Φλόριντα, η μέρα περνά στην παραλία ή στο επόμενο ραντεβού για τραπεζικό δάνειο. Το πολύ, στη δεύτερη δουλειά, για τα προς το ζην… Και για τη σύνταξη, ποιος ζει ποιος πεθαίνει. Ο Σόντερμπεργκ δε δίνει μια, anyway!