BLACK STONE (2023)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σπύρος Ιακωβίδης
- ΚΑΣΤ: Ελένη Κοκκίδου, Χούλιο Γιώργος Κατσής, Κέβιν Ζανς Ανσόνγκ, Αχιλλέας Χαρίσκος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
«Αγνοούμενος» δημόσιος υπάλληλος αναζητείται από τη μάνα του και τον ΑμεΑ αδελφό του, ενώ στα πόδια τους τριγυρνά ένα συνεργείο που κινηματογραφεί τα πάντα… χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις! Στην όλη «παρέα» θα προστεθεί κι ένας μαύρος οδηγός ΤΑΧΙ με περίσσια ανθρωπιά, ο οποίος αποδεικνύεται πιο καπάτσος στις έρευνες.
Μία εισαγωγική κάρτα μας ενημερώνει για το ελληνικό «φαινόμενο» των «φαντασμάτων του Δημοσίου», καθώς από τους υπολογισμένους 602.301 δημοσίους υπαλλήλους του σήμερα, οι 48.646 «αγνοούνται», διότι προσελήφθησαν από… «άγνωστους φορείς» του Δημοσίου! Εικόνες άδειων γραφείων και τηλεφώνων που χτυπούν μόνα τους, τεράστια βουνά από φακέλους που συσσωρεύονται κι ένα τοπίο… στερεοτύπων περί της κατάντιας (ή «απάτης») του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου, προδιαθέτουν τον θεατή του «Black Stone» για ένα είδος δεικτικής κοινωνικής σάτιρας για τους «χαραμοφάηδες» που (εν μέρει και πάντοτε θεωρητικά) ευθύνονται για το «ξεζούμισμα» του κρατικού χρήματος. Βέβαια, τέτοιες εικόνες έχουμε ξαναδεί σε πιο λαϊκά θεάματα (κινηματογραφικά, τηλεοπτικά και επιθεωρησιακά) στο παρελθόν, οπότε ο Σπύρος Ιακωβίδης σίγουρα δεν πρωτοτυπεί θεματικά σε τούτο το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Έχει, όμως, την εξυπνάδα να ανατρέψει το ύφος της αφήγησης, όσο και μια σωστή αίσθηση του χιούμορ που υποστηρίζεται από τη διανομή των πρωταγωνιστικών ρόλων. Όσο υφίσταται αυτό το χιούμορ…
Ο άφαντος κύριος Δόλογλου συγκατοικούσε με τη χήρα μάνα του κι έναν αδελφό καθηλωμένο σ’ ένα αμαξίδιο εντός της οικίας τους, βοηθούσε οικονομικά την οικογένεια, όμως, το φιλμ δεν φροντίζει να μας δώσει περαιτέρω πληροφορίες για την προσωπικότητά του, ώστε ν’ ακολουθήσουμε τα ίχνη του «μυστηρίου» της εξαφάνισής του. Το βασικό εύρημα του Ιακωβίδη είναι να προσθέσει στη δράση ένα (με μάλλον άκυρο τρόπο ουρανοκατέβατο, είναι η αλήθεια) μικρό συνεργείο το οποίο μοιάζει να θέλει να στήσει ένα ντοκιμαντέρ (or something) με ήρωα έναν δημόσιο υπάλληλο, ξεκινώντας από το έρημο γραφείο του (με μία… μαύρη πέτρα τοποθετημένη πάνω σ’ ένα συρφετό από χαρτομάνι) και καταλήγοντας στο πατρικό του, όπου τα μέλη της οικογένειας Δόλογλου «ανακρίνονται» ως talking heads μπροστά στην camera. Τα στιγμιότυπα των βιντεοσκοπημένων απαντήσεων δίνουν την εντύπωση ότι παρακολουθούμε ένα έργο ψευδο-ντοκιμαντερίστικου ύφους, κάτι που σταδιακά παίρνει τη μορφή… χαμένης ευκαιρίας, διότι ο Ιακωβίδης δεν λειτουργεί με αυτό το σκεπτικό. Υπάρχουν μερικές ξεκαρδιστικές σκηνές στο πρώτο ημίωρο του φιλμ (το φαγητό της γειτόνισσας, ο «αλυσοδεμένος» γιος με το αμαξίδιο, το Internet café), ο ερχομός του μαύρου οδηγού TAXI που δείχνει ενσυναίσθηση και μερική λύπηση για την οικογένεια θα προσθέσει μια ενδιαφέρουσα απόχρωση κυνικού σχολίου γύρω από τον ρατσισμό του μέσου Έλληνα, όμως, από κάποιο σημείο κι έπειτα το «Black Stone» σκαλώνει από έμπνευση και οδηγείται κάπως… αναγκαστικά προς τη διάρκεια μιας μεγάλου μήκους ταινία.
Στην προσπάθειά του να βάλει και συναίσθημα στο όλο μείγμα, ο Ιακωβίδης πέφτει στην παγίδα της τραγικωμωδίας, ενώ το σενάριο χωλαίνει πια προς αναζήτηση όχι του λόγου της εξαφάνισης του Πάνου Δόλογλου, αλλά του λόγου πάνω στον οποίο σχεδιάστηκε όλο το σενάριο! Από το περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου είχε κάνει πρεμιέρα το «Black Stone», άκουγα να κυκλοφορούν φήμες που ήθελαν να το συγκρίνουν με τον «Απόστρατο» του Ζαχαρία Μαυροειδή. Μέγα λάθος! Εκεί το σενάριο είχε πληρότητα έμπνευσης και σαφή προορισμό ευρήματος, με το τελευταίο να απουσιάζει από το πόνημα του Ιακωβίδη. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που «Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» του Δημήτρη Μπαβέλλα έχανε τον προσανατολισμό της. Αυτό είναι ένα σωστό «σχήμα» σύγκρισης, λοιπόν. Το οποίο αποδεικνύει πως όση καλή διάθεση (αν όχι και ταλέντο) και να ‘χει ένας σκηνοθέτης που νομίζει πως έχει σκαρφιστεί μία χαρισματική και υποσχόμενη σεναριακά ιδέα, τελικά… δεν αρκεί η ιδέα. Από την άλλη, ακούω κι εκείνους που θ’ ανταπαντήσουν με ένα «Ρε φίλε, πετυχαίνεις συχνά ελληνικές ταινίες που είχαν έστω μια καλή ιδέα;». Fair enough.