ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ (2012)
(BEING FLYNN)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Γουάιτζ
- ΚΑΣΤ: Πολ Ντέινο, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζουλιάν Μουρ, Ολίβια Θέρλμπι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Κουβαλώντας βαρύ φορτίο ενοχών, τραυμάτων, απωλειών και εθισμών, ο μετα-έφηβος Νίκολας Φλιν αρχίζει να βρίσκει τον εαυτό και το δρόμο του στο άσυλο αστέγων όπου βρίσκει δουλειά. Μέχρι που επανεμφανίζεται αιφνιδίως ο χρόνια απών, «φευγάτος» πατέρας του.
Ηθοποιοί ανά τον κόσμο επιμένουν πως η πραγματικά δική τους Τέχνη είναι το θέατρο και όχι το σινεμά ή η τηλεόραση. Για κάποιους σαν εμένα, όμως, τους ορκισμένους κινηματογραφόφιλους, που συγκινούμαστε ελάχιστα έως καθόλου με τα όσα λαμβάνουν χώρα επί σκηνής, μια επί της – μικρής ή μεγάλης – οθόνης, φωτισμένη ποίηση ήθους γίνεται πάντα μια από εκείνες τις μικρές, αλλά ανεκτίμητες χαρές της ζωής. Ακόμα και αν η υπόλοιπη ταινία δε βλέπεται (το «The Dark Knight Rises» πολλοί εμίσησαν, εντός και εκτός συνόρων, την Catwoman της Αν Χάθαγουεϊ κανείς – σωστά, Ηλία;)
Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Το «Άλλη Μια Νύχτα» δεν είναι φιλμ που δε βλέπεται. Σε καμία περίπτωση. Απλά, ούτε έχει κάτι ιδιαίτερα καινούργιο να πει, ούτε φροντίζει να ισορροπήσει την αβάσταχτα πικρή προοπτική του με ικανοποιητικές πινελιές χιούμορ και γλυκύτητας, ούτε συστήνεται στο ελληνικό κοινό την καλύτερη δυνατή εποχή (εσύ πόσο αντέχεις, μέσα στο καλοκαίρι του καύσωνα και της κρίσης που ζούμε να αντιμετωπίσεις τη χιονισμένη μιζέρια της χειμωνιάτικης, γκρίζας Βοστώνης;).
Βασισμένη στα απομνημονεύματα του ίδιου του Φλιν, «Another Bullshit Night in Suck City», (που μόνο στον τίτλο τους χωρούν πολύ περισσότερο ταιριαστό, καυστικό, σαρκαστικό χιούμορ από ότι τα 102’ της κινηματογραφικής μεταφοράς τους), αποτελεί ειλικρινή, αλλά κουραστικά μονόχνωτη (στη γκρίνια και στην κακομοιριά της) σπουδή τής, από τη φύση της, δυσλειτουργικής σχέσης γονιών και παιδιών – μόνο τυπικά ενήλικων και ανήλικων. Φτιαγμένη από έναν πάλαι ποτέ (;) πολλά υποσχόμενο δημιουργό, θεωρητικά βρισκόμενο στο στοιχείο του. Ίχνος, όμως, από τη φρεσκάδα και το γλυκόπικρο χιούμορ με το οποίο προσέγγιζε ο Γουάιτζ τη σύγκρουση των γενεών στο «Για Ένα Αγόρι» ή ακόμα και στο «Ποιος Είναι Το Αφεντικό» δεν αναπνέει εδώ: σε αυτή την αφτιασίδωτη αποτύπωση της καθημερινότητας μια χούφτας «ανεκπλήρωτων», τσακισμένων ανθρώπων. Που θα ήταν αμετάκλητα αντιπαθείς αν δεν είχαν την ευλογία να ενσαρκώνονται από μια ιερή, ερμηνευτική τριάδα…
Στο μικρό αλλά καταλυτικό ρόλο της μητέρας του Νικ, η Μουρ αφήνει ανεξίτηλο το σημάδι της ως μια απέραντα μόνη γυναίκα που επιχειρεί να στηρίξει και οικονομικά και συναισθηματικά το γιο της, αποτυγχάνοντας μοιραία και στα δύο. Αντάξιός της ως αποτυχημένος σε όλα πατέρας, ο Ντε Νίρο (στην καλύτερη στιγμή του εδώ και πάρα, πάρα πολλά χρόνια και φιλμ) καταφέρνει όχι μόνο να κάνει οικείο (και κατά συνέπεια συμπαθή) ένα άτιμο, ρατσιστικό, τυραννικό, ναρκισσιστικό, κατά φαντασία σπουδαίο, αυτο-κατεστραμμένο ανθρώπινο ον, αλλά και να σου σπαράξει την καρδιά εκδηλώνοντας την αγάπη και την περηφάνια του για τον Νικ, αφήνοντάς τον πίσω. Ελεύθερο. Ο Ντέινο, όμως, είναι η παλλόμενη καρδιά αυτού του φιλμ – ένας πολύ διακριτικός ήρωας, που μαθαίνει όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να ζει. Να δίνει και να παίρνει. Χωρίς να χάνει την υπομονή ή να υποκύπτει στον κυνισμό. Επίμονα τρυφερός και δημιουργικός. Εκφραστικά ήσυχος, αλλά καίριος. Απέριττος, αλλά απτός. Αληθινός.