ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ (2023)
(A LITTLE WHITE LIE)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Μάρεν
- ΚΑΣΤ: Μάικλ Σάνον, Κέιτ Χάντσον, Ντον Τζόνσον, Πέιτον Λιστ, Τζίμι Σίμπσον, Γουέντι Μάλικ, Ντα ‘Βάιν Τζόι Ράντολφ, Ζακ Μπραφ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Λόγω απλής συνωνυμίας, η ταυτότητα ενός επιστάτη κτηρίου μπερδεύεται μ’ εκείνη ενός «εξαφανισμένου» επί είκοσι χρόνια διάσημου συγγραφέα, με αποτέλεσμα να προσκαλείται ως επίτιμος φιλοξενούμενος λογοτεχνικού φεστιβάλ! Δίχως να έχει κάτι καλύτερο να κάνει, αποδέχεται το κάλεσμα και οι παρεξηγήσεις ξεκινούν.
Νομίζω πως δεν είναι καθόλου τυχαία η (τουλάχιστον για μία φορά) αναφορά του ονόματος του Τζέι Ντι Σάλιντζερ στο «Συγγραφέας Κατά Λάθος». Είναι τόσο φανερή η έμπνευση που ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μάικλ Μάρεν έχει αντλήσει από την οικειοθελή απομόνωση του Αμερικανού συγγραφέα, άπαξ της δημοσίευσης του μοναδικού του μυθιστορήματος «Ο Φύλακας στη Σίκαλη», που σίγουρα δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Παρ’ όλα αυτά, ουδεμία άλλη σχέση υπάρχει ανάμεσα στο έργο τούτο και στη ζωή του Σάλιντζερ, μιας και δεν πρόκειται για κάποια «εναλλακτική» βιογραφία του απρόσιτου λογοτέχνη (η οποία θα επιχειρούσε, ίσως, ν’ «απαντήσει» στον ακαδημαϊσμό του «Επαναστάτη στη Σίκαλη»), μα για σατιρική ματιά στον κόσμο των γραμμάτων και της κουλτούρας γενικότερα, με ύφος που παραπέμπει σε ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ‘90. Τα άσχημα μαντάτα (σε ό,τι αφορά στο τελευταίο) έρχονται από τη συμμετοχή του Ζακ Μπραφ (σε δεύτερο ρόλο, έστω), καθώς έχοντας υπόψη το πλέον πρόσφατο, παρόμοιων nineties επιρροών σκηνοθετικό του δράμα (#diplhs) «Μια Απροσδόκητη Σχέση», οι αρνητικοί συνειρμοί είναι εύλογοι. Πόσω μάλλον όταν εδώ μιλάμε για κωμωδία, η οποία εάν εν τη γενέσει της μοιάζει ξεπερασμένη, τότε μάλλον εκ προοιμίου είναι και καταδικασμένη.
Οπλισμένος με τη γνώση ότι ουδείς γνωρίζει πως είναι στην όψη ο συγγραφέας με το όνομα Σράιβερ (έτσι σκέτο) και παρακινούμενος από χυμαδιό κολλητό του φίλο, ο οποίος τον πείθει πως μπορεί η όλη φάση να κρύβει από πίσω πλούσια δώρα (!), ο απλός επιστάτης…Σράιβερ αποφασίζει ν’ αποδεχθεί την ευγενική πρόσκληση του Πανεπιστημίου του Άκερον, τιμώντας με την παρουσία του το ετήσιο λογοτεχνικό φεστιβάλ που διοργανώνει στου χώρους του campus. Είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον λιγομίλητο και ολίγον μουντρούχο μάστορα να ξεφύγει από τη μόνιμη υγρασία του σκοτεινού του δωματίου, αναζητώντας παράλληλα τη συναναστροφή με… κάτι άλλο πέραν της γάτας του. Γίνεται ενθουσιωδώς δεκτός από την καθηγήτρια Σιμόν Κλίρι, η οποία του εκμυστηρεύεται πως αποτελεί μία από τα εκατομμύρια των φανατικών θαυμαστών του ενός και μοναδικού του βιβλίου, «Goat Time», και πως η άφιξη του εκεί αποτελεί την ύψιστη τιμή. Ο Σράιβερ προσπαθεί να κατατοπιστεί στις φεστιβαλικές του υποχρεώσεις, ξημεροβραδιάζεται στο bar του ξενοδοχείου του, γνωρίζεται με τη συγγραφική αφρόκρεμα της περιοχής (δηλαδή, έναν μονίμως μεθυσμένο τύπο που μετακινείται με… άλογο και μια στρατευμένη μαύρη ποιήτρια), ενώ όπως κάθε «σοφός φιλόσοφος», λέει πολλά καταφέρνοντας να μην λέει τίποτα. Μέχρι πότε, όμως, θα μπορεί να παραμυθιάζει τον κόσμο;
Το στόρι κινείται στο πλαίσιο της τυπικής φάρσας πλαστοπροσωπίας, πασχίζοντας να διανθίσει τις απιθανότητες της πλοκής με ψήγματα πνευματώδους χιούμορ. Ο (σεναριογράφος) Μάρεν περιστασιακά πετυχαίνει μια intellectuel σάτιρα των σύγχρονων λογοτεχνικών τάσεων, καθώς και των κάθε λογής blogger του διαδικτύου, ατυχώς, όμως, τόσο η συντριπτική πλειονότητα των διαλόγων του, όσο (πολύ περισσότερο) οι φαρσικού τύπου υποπλοκές που σκαρφίζεται είναι για να κάνεις skip στα… επόμενα κεφάλαια του βιβλίου. Το αστυνομικό (και καλά) μυστήριο το οποίο ενσκήπτει κάποια στιγμή, με πρόφαση αγνοούμενο άτομο, κρύβει ανοησία επιπέδου ελληνικής βιντεοταινίας, η δε πλούσια χορηγός με τις ασίγαστες ερωτικές ορμές θα ταίριαζε γάντι σε ιταλική τσοντοκωμωδία του ‘70. Από την άλλη, ενώ σχεδόν σύσσωμο το καστ υπηρετεί (με τον τρόπο που ο καθένας μπορεί, τουλάχιστον…) τους φαρσικούς κώδικες του φιλμ, ο Μάικλ Σάνον μοιάζει να παίζει από μόνος του σε… ενδοσκοπικού τύπου ψυχόδραμα αναζήτησης χαμένης ταυτότητας! Οι συνομιλίες του με τον φανταστικό «άλλο εαυτό» του κρύβουν hints του «μεγάλου» twist, το πλήρες μεγαλείο του οποίου αποκαλύπτεται σ’ ένα απερίγραπτης σύλληψης και εκτέλεσης φινάλε. Ομολογώ πως σε κάποιες στιγμές έπιασα τον εαυτό μου να συγκρίνει τα «ευρήματα» φάρσας του «Συγγραφέα Κατά Λάθος» μ’ εκείνα από το… «Ο Ξυπόλητος Πρίγκηψ» (1966) της Finos Film, από την οποία (φυσικά) ηττάται κατά κράτος! Αφού βίωσα την εμπειρία της τελικής σεκάνς, δε, έμεινα ν’ αναπολώ ακόμα και τις παρηκμασμένες παραγωγές της Καραγιάννης-Καρατζόπουλος.