ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΣΑΓΚΑΗ (2022)
(A DAY IN THE LIFE OF A TEDDY BEAR)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βασίλης Ξηρός
- ΚΑΣΤ: Δημήτρης Μοθωναίος, Του Χούα, Ζανγκ Ζεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η Τζίνξι είναι μια νεαρή βιολονίστρια που ετοιμάζεται να ταξιδέψει από την Κίνα στην Αυστρία, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές της. Η αναπάντεχη γνωριμία της μ’ έναν Έλληνα αρχιτέκτονα, όμως, πρόκειται να την φέρει αντιμέτωπη με τα αισθήματά της, αλλά και το μουσικό της μέλλον.
Ντεμπούτο μεγάλου μήκους για τον Βασίλη Ξηρό, ο οποίος εδώ κρατά τριπλό ρόλο, εκτελώντας ταυτόχρονα χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου και παραγωγού, με την ταινία του να διατηρεί από μόνη της και μία ακόμη πρωτιά, αυτή της ελληνοκινεζικής συμπαραγωγής για κινηματογραφικό φιλμ μυθοπλασίας. Έχοντας αναλάβει καθήκοντα Γενικού Προξένου της Ελλάδας στη Σαγκάη, από το 2015 έως και το 2019, ο Ξηρός στήνει ένα γλυκόπικρο ρομάντζο, μπολιασμένο (σαφώς) από δικές του προσωπικές εμπειρίες, βιωμένες υπό το πρίσμα του εκπατρισμένου, στοιχεία που μπορεί να διακρίνει κανείς στον πρωταγωνιστή της ταινίας, έναν εξαιρετικά φωτογενή και ιδιαίτερα καλό Δημήτρη Μοθωναίο.
Αποφασισμένη να διαπρέψει στις μουσικές της σπουδές η Τζίνξι (Χούα) ετοιμάζεται να μετακομίσει για μερικά (τουλάχιστον) χρόνια από την Κίνα στην Αυστρία, πράγμα που σημαίνει πως οι όποιες τελευταίες εκκρεμότητες στην πατρίδα της πρέπει να τακτοποιηθούν πριν την αναχώρησή της. Η πιο δύσκολη απ’ όλες, αυτή του χωρισμού της από το αγόρι της, βρίσκει την Τζίνξι μπερδεμένη και αποκαρδιωμένη, μέχρι την στιγμή που ένα αρκουδάκι θα φέρει απρόσμενα στον δρόμο της τον Πάνο (Μοθωναίος), έναν Έλληνα αρχιτέκτονα που μετράει λίγο μόνο καιρό στη πόλη. Οι δυο τους θα γνωριστούν και θα περάσουν μαζί μια μέρα γεμάτη εξομολογήσεις, παραδοχές ονείρων και καρδιοχτύπια, βολτάροντας στους πολύβουους δρόμους της Σαγκάης. Αυτό που δεν ξέρουν ακόμα είναι πως η γνωριμία τους πρόκειται να καθορίσει αναπόδραστα τις ζωές τους, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Η ταινία ξεκινά με το υποκειμενικό βλέμμα του αρκούδου ο οποίος αγοράζεται, τυλίγεται και δίδεται ως δώρο στην Τζίνξι! Λένε πως από τα σημαντικότερα πράγματα σε μια ταινία είναι η αρχή της, καθώς αυτή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσο ο θεατής δημιουργεί προσδοκίες για τη συνέχεια, αλλά και το πόσο πρωτότυπη μπορεί να είναι η όλη ιδέα της, με τον Ξηρό να κερδίζει την προσοχή μας. Όσο το φιλμ εκτυλίσσεται, η σύγκριση με έργα όπως η τριλογία του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ («Πριν το Ξημέρωμα») είναι αναπόφευκτη, δεδομένου πως έτσι κι αλλιώς τα φιλμικά ρομάντζα που αφηγηματικά «τρέχουν» στο πέρας μιας κινηματογραφικής μέρας, αποτελούν πλέον μια ξεχωριστή κατηγορία κομεντί από μόνα τους. Εν προκειμένω, ο Ξηρός έχει φτιάξει εδώ έναν παστέλ μικρόκοσμο, μέσα στον οποίο οι πρωταγωνιστές του μοιάζουν να βρίσκονται σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, με όλα όσα γίνονται γύρω τους. Υπάρχουν δηλαδή, αλλά ταυτόχρονα και… δεν υπάρχουν στην ίδια πραγματικότητα, με τους ηλικιωμένους που παίζουν Go στην άκρη του δρόμου, τις κυρίες που χορεύουν στο πάρκο ή τα παιδιά που κυνηγούν τη μπάλα τους, αποτυπώνοντας όμορφα στην κάμερά του τις πρώτες μέρες του έρωτα: εκείνου όπου ενώ βρίσκεσαι ανάμεσα σε κόσμο, εσύ δεν έχεις μάτια για κανέναν άλλον.
Ίσως ένα βασικό πρόβλημα του φιλμ να εντοπίζεται στη χημεία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Από τη μια πλευρά, ο Δημήτρης Μοθωναίος αποπνέει μια πραότητα και μια γλυκύτητα, ερμηνεύοντας ιδανικά τον ρόλο του Πάνου (που γίνεται «διάβολος» σε μία από τις καλύτερες στιχομυθίες της ταινίας), ενώ από την άλλη πλευρά η Του Χούα είναι λιγότερο τολμηρή και χαλαρή σε τούτο το πόνημα, κάτι που μαρτυρά και την κινηματογραφική της απειρία, αφήνοντας τον Μοθωναίο να βγάλει το φίδι από την τρύπα (ευτυχώς που ο ίδιος διαθέτει γοητεία και για τους δυο τους). Σίγουρα η Χούα φαίνεται κάπως πιο σίγουρη ερμηνευτικά όταν μιλά στη μητρική της γλώσσα, στα αγγλικά όμως υπάρχει πρόβλημα, όσο κι αν αυτό μοιάζει χαριτωμένο σε πρώτη φάση, προσδίδοντας στον χαρακτήρα της (και) μια κάποια αφέλεια «Λολίτας». Είναι σίγουρο πως αν κάποιος παραβλέψει την (αρκετά distracting σε πρώτη φάση) αστοχία σε επίπεδο χημείας μεταξύ των δύο ηθοποιών, καθώς και ορισμένους διαλόγους που μοιάζουν λιγότερο «φυσικοί» σε καθαρά υποκριτικό επίπεδο, τότε το «Μια Μέρα στη Σαγκάη» μπορεί ν’ αποτελέσει μια καλοδεχούμενα «εναλλακτική» συνταγή για να πιστέψουμε και πάλι στους μικρούς, ξαφνικούς έρωτες.