Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΓΓΕΛΟΙ (1955)
(WE'RE NO ANGELS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Κερτίζ
- ΚΑΣΤ: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Πίτερ Ούστινοβ, Άλντο Ρέι, Τζόαν Μπένετ, Λίο Γκ. Κάρολ, Μπέιζιλ Ράθμποουν, Τζον Μπερ, Γκλόρια Τάλμποτ

Η καλοσύνη του χριστουγεννιάτικου πνεύματος μπορεί να σε παρασύρει στις αγκαλιές της, ακόμη και κάτω από τις πιο αναπάντεχες συνθήκες. Δεν χρειάζεται να σε τριγυρίζει ο ίδιος ο Κρις Κρινγκλ ώστε να νιώσεις το «Θαύμα της 34ης Οδού» (1947), ούτε να είσαι ένας ονειροπόλος που πασχίζεις να βρεις «Μια Υπέροχη Ζωή» (1946). Όσο μίζερος ή δύστροπος και να ‘σαι, τα συνταγογραφημένα από τον Τσαρλς Ντίκενς «Πάρτυ Φαντασμάτων» (1988) είναι μια σίγουρη λύση, η δε εορταστική ατμόσφαιρα της λονδρέζικης Μητρόπολης μπορεί εύκολα να σε πείσει πως η «Αγάπη Είναι…» (2003) το παν. Το δύσκολο είναι όταν διαθέτεις μονάχα την τέχνη της άδολης απάτης και μία… οροφή που στάζει. Ίσως και ένα δηλητηριώδες φίδι, εν είδει πιστού κατοικίδιου! Αν τα έχεις όλα αυτά, ακόμη και αν δεν είσαι… άγγελος, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να γίνεις, τελικά. Με κανονικό φωτοστέφανο, μάλιστα!
Παραμονή Χριστουγέννων του 1895, στο περιβόητο Νησί του Διαβόλου. Τρεις κατάδικοι έχουν αποδράσει από τη φυλακή και ψάχνουν τρόπο να χωθούν σε καράβι που την επόμενη μέρα αναχωρεί για Γαλλία. Η ανάγκη για ρούχα και μετρητά τους οδηγεί στο κατάστημα της οικογένειας Ντικοτέλ, το οποίο σχεδιάζουν να κλέψουν, αρπάζοντας ό,τι τους χρειάζεται. Συστήνονται ως φυλακισμένοι εργάτες που αναζητούν μεροκάματο (κάτι το σύνηθες για την περιοχή), με την χαλασμένη οροφή του μαγαζιού να αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ευόδωσης των σχεδίων τους, αφού συνδυάζει άψογα το τερπνόν της κρυψώνας μετά της ωφέλιμης δήθεν εργασίας.
Καθώς οι τρεις τους αράζουν εκεί ψηλά και περιμένουν την ώρα να περάσει για να κάνουν πιο εύκολα τη «δουλειά» τους, αρχίζουν να κόβουν κίνηση στο κατάστημα, αντιλαμβανόμενοι τα οικονομικής φύσεως προβλήματα του αγαθού κύριου Ντικοτέλ. Η επικείμενη εκ Παρισίων άφιξη του εξαδέλφου του και πραγματικού ιδιοκτήτη της επιχείρησης, έχει κάνει τον καλό μαγαζάτορα να χάσει τον ύπνο του, αφού τα χρέη που έχει μαζέψει είναι πολλά. Η ψυχραιμία της συζύγου του, καθώς και η ρομαντικού τύπου προσμονή της κόρης του για τον ανιψιό που το ίδιο βράδυ θα καταφτάσει επίσης, δεν μπορούν να μετριάσουν το άγχος του. Ο Τζόζεφ, ο Άλμπερτ και ο Τζουλς, όμως, δεν είναι οι συνηθισμένοι φυλακόβιοι απατεώνες ή φονιάδες. Περισσότερο με τους τρεις μάγους με τα δώρα μοιάζουν, καθώς μπλέκουν στη ζωή της οικογένειας Ντικοτέλ, προσφέροντας λύσεις στα αδιέξοδά της. Η μόνη διαφορά είναι πως αντί για λιβάνι διαθέτουν μελιστάλαχτη πειθώ, αντί για χρυσό κατέχουν τη σπουδαία τέχνη της… παραχάραξης και στη θέση της σμύρνας κρατούν ένα φιδάκι ονόματι Άντολφ! Το τελευταίο, δε, έχει την ευγενική συνήθεια να τσιμπάει… όποιον δεν πάει με τα νερά του.
Το «Δεν Είμαστε Άγγελοι» δεν αποτελεί την τυπική χριστουγεννιάτικη ταινία, πλην όμως στέκει ως μία απολύτως διασκεδαστική κωμωδία, που απομακρύνεται κατά πολύ από τις συμβάσεις που η εορταστική περίοδος (κατά την οποία διαδραματίζεται) προστάζει. Για παραγωγή του 1955, μάλιστα, ακολουθεί έναν αρκετά «ριψοκίνδυνο» δρόμο, αφού έναντι μιας καλόβολης «γλυκανάλατης» λογικής, προτάσσει κυνισμό, εξαπάτηση και… φόνους, δίχως να αμελεί το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Όλα αυτά χωρίς να χάνει στιγμή την ψυχαγωγική της διάθεση, που δεν παύει από το πρώτο λεπτό να είναι ο πρωτεύων στόχος της, τον οποίο με άνεση φέρνει εις πέρας με ακρίβεια μέχρι το τελευταίο της (λίαν χαρακτηριστικό) πλάνο. Καταφέρνει, δε, χάρη στο σκηνοθετικό ταλέντο του Μάικλ Κερτίζ και το τόσο καλογραμμένο σενάριο, να αποφύγει την επάρατη για τον κινηματογράφο βαρετή «θεατρικότητα», μιας και επί της ουσίας η πλοκή λαμβάνει χώρα αποκλειστικά εντός του καταστήματος / οικίας των Ντικοτέλ.
Στη θεωρία, η συνύπαρξη των Μπόγκαρτ, Ούστινοβ και Ρέι σε μία καθαρόαιμη κωμωδία δεν φαίνεται να αποτελεί την πιο λαμπρή ιδέα που κάποιος θα μπορούσε να έχει, στην πράξη όμως λειτουργεί θαυμάσια. Το κωμικό timing, το οποίο και οι τρεις τους καταθέτουν εδώ, είναι αψεγάδιαστο καθώς αλωνίζουν την οθόνη, εκσφενδονίζοντας σερί από απίθανες ατάκες («Αν το έγκλημα φαινόταν στο πρόσωπο, δεν θα υπήρχαν καθρέφτες!») που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει μέσα από τις χρυσές screwball στιγμές του Πρέστον Στέρτζες ή του Ερνστ Λιούμπιτς. Την ίδια ώρα, το φιλμ διαθέτει ένα απίθανο production value, όπου ειδικότερα στους τομείς της σκηνογραφίας και των κοστουμιών έχουν γίνει θαύματα. Το ίδιο και το αυτό πετυχαίνει η εκθαμβωτική VistaVision Technicolor τετραχρωμία της Paramount, που δυστυχώς μόνο να φανταστώ μπορώ πόσο εκπληκτικά θα δείχνει στη μεγάλη οθόνη (ακούει το «Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι»;). Στο τέλος, το αίσθημα που η ταινία αφήνει είναι αυτό της γλυκιάς ικανοποίησης, αν και ομολογουμένως δεν παίρνει τον πλέον ενδεδειγμένο δρόμο για να φτάσει ως εκεί. Όπως, άλλωστε, αναφέρει σε κάποια στιγμή και ο «αδίστακτος» Τζόζεφ του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, «…θα βαρέσουμε τα κεφάλια τους, θα τους βγάλουμε τα μάτια, θα τους κόψουμε το λαιμό… αφού πρώτα πλύνουμε τα πιάτα!».