Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΒΡΩΜΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ (1969)
(PLAY DIRTY)
- ΕΙΔΟΣ: Πολεμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντρέ Ντε Τοθ
- ΚΑΣΤ: Μάικλ Κέιν, Νάιτζελ Ντάβενπορτ, Νάιτζελ Γκριν, Χάρι Άντριους, Πάτρικ Τζόρνταν

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος καλά κρατεί, οι Άγγλοι φαίνεται πως αντέχουν στο σφυροκόπημα του Χίτλερ, πλην όμως η κατάσταση στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής δεν δείχνει και τόσο καλή γι’ αυτούς, μιας και οι ταξιαρχίες του Ρόμελ στέκουν ως ανυπέρβλητο εμπόδιο. Λόγος ανησυχίας, όμως, ουδείς! Ο συνταγματάρχης Μάστερς (Γκριν), ο οποίος ηγείται ειδικής μονάδας του αγγλικού στρατού που ειδικεύεται σε παράτολμες, εξεζητημένες και ως εκ τούτου σταθερά… αποτυχημένες επιχειρήσεις, έχει μία ακόμα τρομερή ιδέα, από εκείνες που τον έχουν ρίξει σε μεγάλη δυσμένεια. Σύμφωνα με το πλάνο του, το οποίο στηρίζεται στην απλή σκέψη πως η έρημος παραμένει ίδια διαχρονικά, άρα και οι τακτικές μάχης σε αυτήν δεν έχουν αλλάξει στο πέρασμα των ετών (μη σου πω και των αιώνων…), θ’ ακολουθήσει τα βήματα των Αιγυπτίων στον πόλεμο με τους Καρχηδόνιους το 215 π.Χ. (!), σκοπεύοντας να βρεθεί στα νώτα του Ρόμελ και εν συνεχεία ν’ ανατινάξει τα αποθέματα καυσίμων των Ναζί. Παραδόξως, το μοναδικής έμπνευσης σχέδιό του γίνεται δεκτό από τον Διοικητή του, ταξίαρχο Μπλορ (Άντριους), καθώς μέσα στη γενικότερη μουρλαμάρα του εκείνος διαβλέπει χρυσή ελπίδα.
Χωρίς δεύτερες σκέψεις, λοιπόν, ανάβει πράσινο φως στην επιχείρηση, δίνοντάς του κατ’ αυτόν τον τρόπο μια τελευταία ευκαιρία, θέτοντας όμως όρο να ηγηθεί της αποστολής συγκεκριμένος λοχαγός ο οποίος γνωρίζει τόσο από έρημο, όσο και από πετρελαϊκά θέματα. Αυτό που δεν του λέει ο πονηρός ταξίαρχος, είναι πως ταυτόχρονα με την ομάδα του Μάστερς θα στείλει δική του «κανονική» στρατιωτική διμοιρία που θα έχει τον ίδιο ακριβώς στόχο, αφήνοντας την άλλη να λειτουργήσει σαν δόλωμα για τους Ναζί. Διότι οι άνδρες του Μάστερς δεν (θα) είναι τίποτε τυπικοί στρατιώτες της Αυτού Μεγαλειότητας, αλλά κάτι ρεμάλια που ο καλός συνταγματάρχης θα έχει μαζέψει (κατά τις συνήθειές του) από τις τοπικές φυλακές. Κι όταν όλοι αυτοί πρόκειται να τεθούν υπό τις διαταγές του παραδόπιστου συναδέλφου τους Λιτς (Ντάβενπορτ) και του άβγαλτου σε στρατιωτικές επιχειρήσεις λοχαγού Ντάγκλας (Κέιν), το όλο πράγμα δεν αποπνέει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.
Η βασική σεναριακή ιδέα θυμίζει τα περίφημα «Δώδεκα Καθάρματα» (1967), θα ήταν όμως άδικο για τούτο το «Βρώμικο Παιχνίδι» να μπει σε μία τέτοια σύγκριση με την classic πολεμική περιπέτεια του Ρόμπερτ Όλντριτζ, αφού η πλοκή (και κυρίως το ύφος) του διαφέρει χαρακτηριστικά. Το φιλμ του Αντρέ Ντε Τοθ αγκαλιάζει μία μπιμουβάδικη λογική (άλλωστε, ο σκηνοθέτης ειδικευόταν σε τέτοιους είδους εγχειρήματα), παίρνοντας στοιχεία από ταινίες όπως το «Μεροκάματο του Τρόμου» (1953) σε ό,τι αφορά το παιχνίδι της επιβίωσης, αλλά και μοιράζοντας «δάνεια» εδώ κι εκεί, μιας και οι κουλές (λόγου χάρη) μουσικές επιλογές του (να άκουγαν άραγε οι Άγγλοι φαντάροι το «You Are My Sunshine»;) όλο και κάτι θα έχουν πει στους «Άδωξους Μπάσταρδους» (2009) του Κουέντιν Ταραντίνο.
Από το ξεκίνημα κιόλας γίνεται σαφές πως ο τυπολάτρης Ντάγκλας του Κέιν θα έρθει σε σύγκρουση με τον κυνικό Λιτς του Ντάβενπορτ. Καθώς, όμως, η απαιτητική πορεία στην έρημο αρχίζει να φανερώνει τα δόντια της, οι δυο τους θα πατήσουν φρένο στην αχρείαστη κόντρα τους, εις το όνομα της αποστολής που έχουν αναλάβει (αλλά και της κρυφής agenda που ο ένας εκ των δύο, τουλάχιστον, διαθέτει). Κάπως έτσι θ’ αναγκαστούν να ρυμουλκήσουν jeep σε απότομη πλαγιά στη μέση της ερήμου, να τη βγάλουν καθαρή σε αναπάντεχο συναπάντημα με ντόπιους βεδουίνους, να πάρουν όμηρο και σχεδόν να βιάσουν Γερμανίδα νοσοκόμα, αλλά και να απαλλαγούν οριστικά από τις στολές του… ιταλικού αλλά και του αγγλικού στρατού, λειτουργώντας εν πολλοίς όχι ως συντεταγμένη στρατιωτική ομάδα, αλλά ως μισθοφορικό γκρουπούσκουλο.
Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ένα άκρως κυνικό φιλμ, που ενίοτε λειτουργεί σαν προπομπός ανάλογων περιπετειών του καιρού εκείνου, οι οποίες εξέταζαν με μία κριτική (έως και «αναρχική») ματιά τα πολεμικά πεπραγμένα. Ειδικότερα ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Κέιν θα ταίριαζε γάντι στο «M*A*S*H» (1970) του Ρόμπερτ Όλτμαν, αφού το άνετο attitude που κουβαλά, συνεπικουρούμενο από τη βεβαιότητα της μόνιμης παραμονής του μακριά από τις φλόγες της μάχης (μιας κι έτσι προέβλεπε η σχετική συμφωνία μεταξύ BP και βρετανικού στρατού!), σε κάτι σχετικό παραπέμπει. Όταν, βέβαια, του υπενθυμίζεται διακριτικά πως παραμένει αξιωματικός του στρατού και πως ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, οι χαλαρές ξάπλες του στον ζεστό αφρικανικό ήλιο πηγαίνουν περίπατο. Ο δε αμφιβόλου ηθικής λοχαγός του Ντάβενπορτ, άνετα θα έπαιρνε θέση πλάι σ’ εκείνους τους «Ήρωες με Βρώμικα Χέρια» (1970) του Μπράιαν Τζ. Χάτον, αφού είναι το χρήμα εκείνο που δείχνει να μιλά καλύτερα στην καρδιά του και όχι οι πάσης φύσεως ηρωισμοί εις το όνομα της πατρίδος.
Ο Ντε Τοθ διανθίζει την ταινία του με ορισμένες άκρως σαρκαστικές ατάκες, όπως και με σεκάνς καθαρόαιμης περιπέτειας, όπου οι μεν πρώτες μυρίζουν από μίλια μακριά την καλώς εννοούμενη «αγγλικουργιά», οι δε δεύτερες αναδύουν ατελείωτη ταλαιπωρία και άφθονο ιδρώτα, μιας και η έρημος δεν είναι παίξε γέλασε, όσο καλά και να την ξέρεις. Συν τοις άλλοις, έχει πετύχει διάνα στο casting των τεσσάρων βασικών Βρετανών αξιωματικών, καθώς ο καθένας εξ αυτών μοιάζει στ’ αλήθεια γεννημένος για το ρόλο του. Από την άλλη, είναι γεγονός πως ένα μικρό ψαλίδι στο δεύτερο μισό του φιλμ δεν θα έβλαπτε, αφού κάπου εκεί ο ρυθμός χωλαίνει, έρχεται όμως το κάργα ειρωνικό φινάλε να σβήσει μονομιάς όλα τα (μικρά) κακώς κείμενα που προηγήθηκαν. Είναι ένα βρώμικο παιχνίδι ο πόλεμος, που δεν σηκώνει καθωσπρεπισμούς κι ευγένειες, ενίοτε όμως η έντονη βρωμιά του μπορεί να σε παρασύρει, τη στιγμή που δεν το περιμένεις, μάλιστα. Όση cool Britannia και να διαθέτεις…