FreeCinema

Follow us

ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΝΕΡΑ (2019)

(DARK WATERS)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τοντ Χέινς
  • ΚΑΣΤ: Μαρκ Ράφαλο, Ανν Χάθαγουεϊ, Τιμ Ρόμπινς, Μπιλ Πούλμαν, Μπιλ Καμπ, Βίκτορ Γκάρμπερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 126'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Ένας μεγαλοδικηγόρος τα βάζει με μία από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες χημικών όταν συνειδητοποιεί το μέγεθος και την έκταση της περιβαλλοντικής ζημιάς που αυτή έχει προκαλέσει επί δεκαετίες.

Αληθινή ιστορία με άμεσες επιπτώσεις στην υγεία, όχι μόνο μέρους του πληθυσμού της ανατολικής πλευράς των ΗΠΑ, αλλά και όλων μας επάνω σε αυτόν τον πλανήτη τον τελευταίο μισό αιώνα. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο άρθρο του Ναθάνιελ Ριτς για τους Times της Νέας Υόρκης, «Ο δικηγόρος που έγινε ο χειρότερος εφιάλτης της DuPont». Η εν λόγω εταιρεία είναι ένας βιομηχανικός γίγαντας και ο δικηγόρος είναι ο Ρόμπερτ Μπιλότ, πρώην φίρμα στον επαγγελματικό του τομέα, συνήγορος εταιρειών όπως η DuPont και μεταγενέστερα (έως και σήμερα) περιβαλλοντολογικός δικηγόρος, υπερασπιστής των «μικρών ανθρώπων», των χιλιάδων θυμάτων της καταστροφής που προκάλεσε εν γνώσει της η εταιρεία στη Δυτική Βιρτζίνια, αλλά και με άμεσες οικολογικές συνέπειες παγκόσμιας κλίμακας. Στο καλοκάγαθο πρόσωπο του Μαρκ Ράφαλο, ο Μπιλότ και οι πράξεις του βρίσκουν την ιδανική κινηματογραφική τους απεικόνιση, ωστόσο η μεγάλη έκπληξη τούτης της ταινίας είναι το όνομα του Τοντ Χέινς στο σκηνοθετικό τιμόνι.

Ο Χέινς, ευρύτερα γνωστός για το πάθος και τους κινηματογραφικούς φόρους τιμής του στα γεμάτα με χρώμα CinemaScope μελοδράματα της δεκαετίας του ’50, αναλαμβάνει εδώ μια ταινία που απαιτεί ρεαλισμό, συναισθηματική αυτοσυγκράτηση (και όχι αποστασιοποίηση) και αισθητική λιτότητα. Αφήνοντας πίσω τον Ντάγκλας Σερκ και την πλούσια παλέτα των ταινιών των ‘50s, εδώ ο Χέινς, πάντοτε σε συνεργασία με τον μακροχρόνιο συνεργάτη του Εντ Λάκμαν στη φωτογραφία, κοιτά δύο δεκαετίες μπροστά για προφανή έμπνευση: στα ‘70s και το πολιτικο-κοινωνικό σινεμά δημιουργών όπως ο Άλαν Πακούλα, με ιδιαίτερες κινηματογραφικές αναφορές, ιδίως στο «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» (αν μη τι άλλο, η σκηνή στο parking θα σας πείσει εντελώς), ενώ ακόμα και η εναρκτήρια σεκάνς θυμίζει την αντίστοιχη μιας άλλης θρυλικής ταινίας της δεκαετίας εκείνης («Τα Σαγόνια του Καρχαρία» του τότε ανερχόμενου Στίβεν Σπίλμπεργκ, όσο και αν σας φαίνεται παράδοξο). Καθώς ο Ρόμπερτ Μπιλότ ξεκινά το κυριολεκτικά ατέλειωτο (έως και σήμερα) ταξίδι του προς την αποκάλυψη και παραδειγματική τιμωρία του περιβαλλοντικού εγκλήματος της DuPont, οι Χέινς και Λάκμαν χρησιμοποιούν εκτενώς αποχρώσεις θολού πράσινου και μπλε στα φίλτρα της κάμερας, σκοτεινά δωμάτια και δαιδαλώδεις διαδρομές, συμβολίζοντας οπτικά την πορεία της υπόθεσης, καθώς ο δικηγόρος απορροφάται όλο και περισσότερο στην απίστευτη υπόθεση μολυσμένων νερών, εκτενούς οικολογικής καταστροφής, αρρώστιας και θανάτων αθώων πολιτών, οι περισσότεροι εκ των οποίων (κατά τραγική αλλά άκρως κατανοητή ειρωνεία) αρχικά παίρνουν το μέρος της DuPont, του «ευεργέτη» των μικρών (και πλειοψηφικά φτωχών) κοινωνιών τους.

Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, τα θολωμένα φίλτρα και η γενικότερη λιτή χρήση φωτός και χρωμάτων δικαιώνουν την (διαφορετική αλλά και πάλι) retro αισθητική επιλογή των Χέινς και Λάκμαν, εντούτοις η ταινία δεν καταφέρνει να φτάσει τα ύψιστα επίπεδα του αριστουργήματος του Πακούλα, ούτε καν της πιο πρόσφατης «Έριν Μπρόκοβιτς» (2000) του Στίβεν Σόντερμπεργκ, με την οποία υπάρχουν επίσης προφανέστατες και άμεσες ομοιότητες θεματικά, αφηγηματικά και αισθητικά, ωστόσο (συγκριτικά) τούτη εδώ η ταινία στερείται κάποιων στοιχείων που θα την έκαναν εξίσου εύπεπτη και ψυχαγωγική, με την καθολική σημασία της λέξης. Εκεί που ο Σόντερμπεργκ διάνθιζε τη σοβαρότητα της υπόθεσης με ένα κάποιο «λυτρωτικό» χιούμορ, διάσπαρτο ανά την ταινία, κι έδειχνε την κεντρική του ηρωίδα ως πηγή έμπνευσης και θάρρους αλλά και ως μια τρωτή γυναίκα με τις αδυναμίες του χαρακτήρα της, η ταινία του Χέινς αγνοεί κάθε μορφή χιούμορ (ακόμη και στις χειρότερες τραγωδίες υπάρχει η ανθρώπινη κωμωδία, κάτι που μοιάζει να απορρίπτει ο Χέινς ως δημιουργός στο σύνολο της φιλμογραφίας του), ενώ η απεικόνιση του Μπιλότ φτάνει τα όρια της αγιογραφίας, πάντα σε άκρα αντίθεση με τη χειρότερη μορφή του καπιταλισμού στα υποκριτικά, αλαζονικά πρόσωπα των ανθρώπων της DuPont.

Οι Τιμ Ρόμπινς και Μπιλ Πούλμαν στέκουν καλά δίπλα στον πρωταγωνιστή και βασικό παραγωγό της ταινίας, Μαρκ Ράφαλο, ενώ η Ανν Χάθαγουεϊ στον ρόλο τής πιστής (κυριολεκτικά και… θρησκευτικά) και συγκαταβατικής κυρίας Μπιλότ αρχικά μοιάζει κάπως διακοσμητική και αργότερα ίσως κάπου υπέρ το δέον δραματική, με τον Χέινς να μην μπορεί να κατευνάσει το στοιχείο του μελοδράματος (τουλάχιστον από τις ερμηνείες των ηθοποιών του). Ο πάντα αξιόλογος και συμπαθής Ράφαλο, περιβαλλοντικός ακτιβιστής (και) στην προσωπική του ζωή, στέκει δυναμικά και πειστικά στον κεντρικό ρόλο, προφανώς παθιασμένος με την αληθινή υπόθεση και τον άνθρωπο που υποδύεται στη μεγάλη οθόνη, σε μία ερμηνεία που σε προηγούμενες, πιο πολιτικο-κοινωνικά στοχευμένες χρονιές θα του είχε χαρίσει αρκετές υποψηφιότητες και βραβεία ερμηνείας – τούτη η σεζόν δεν είχε διάθεση για φιλμ τέτοιου ύφους και είδους. Ακόμα κι έτσι, οι τρομακτικές αλήθειες που αφηγούνται τα «Σκοτεινά Νερά», έστω και κάπως «στεγνά» και διδακτικά, αφορούν όλους μας (κάντε μια έρευνα για το Teflon των τηγανιών σας και θα καταλάβετε…), ενώ ο Χέινς τουλάχιστον επιστρέφει με μία αρκετά επιτυχημένη «παράκαμψη» στην καριέρα του (τουλάχιστον μετά από εκείνο το ανεκδιήγητο «Δωμάτιο των Θαυμάτων»), ένα στιβαρό, σοβαρό και πάντα επίκαιρο κοινωνικό δράμα για έναν αποφασισμένο Δαυίδ που τα βάζει (και κερδίζει;) με έναν από τους αρκετούς πλέον Γολιάθ της σύγχρονης κοινωνίας μας.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Fan ή μη της έως τώρα καριέρας του Χέινς, αυτή του η σκηνοθετική «στροφή» θα σε εκπλήξει (ούτως ή αλλιώς) μάλλον ευχάριστα. Χωρίς τη δύναμη και τη μαεστρία ώστε να μπει στο πάνθεον των ταινιών του είδους της, καταφέρνει να είναι μία από τις αληθινά δυνατές και ώριμες προτάσεις τούτης της σεζόν, με αποκαλύψεις που ξεπερνούν την κινηματογραφική αφήγηση και κάνουν σχεδόν απαραίτητη τη θέασή της, έστω και για επιμορφωτικούς λόγους (σοβαρά τώρα, μετά την έξοδο από το σινεμά, θα σε κάνει να ψάχνεις τα ντουλάπια της κουζίνας σου για προϊόντα με Teflon!).


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.