Ο ΜΕΓΑΛΟΔΟΝΤΑΣ (2023)
(THE BLACK DEMON)
- ΕΙΔΟΣ: Οικολογικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντριάν Γκρούνμπεργκ
- ΚΑΣΤ: Τζος Λούκας, Φερνάντα Ουρεχόλα, Χούλιο Σέσαρ Σεντίγιο, Βένους Αριέλ, Χόρχε Χιμένεθ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ο Πολ ταξιδεύει με την οικογένειά του στο Μεξικό, με απώτερο σκοπό την επιθεώρηση και αδειοδότηση (ή όχι) της λειτουργίας μιας εξέδρας πετρελαίου που είχε βοηθήσει να στηθεί στο παρελθόν. Σήμερα, η ευρύτερη περιοχή εμφανίζει σημάδια εγκατάλειψης, με τους ντόπιους που έχουν απομείνει να πιστεύουν στην ύπαρξη ενός μυθικού μεγαλόδοντα, ο οποίο μοιάζει να επιζητά μια ύστατη θυσία για την οικολογική καταστροφή του ωκεανού.
Υπάρχουν ευχάριστες και… δυσάρεστες εκπλήξεις σε τούτο το φιλμ, το οποίο παρουσιάζεται ως ταινία «καταστροφής» με bonus την παρουσία ενός προϊστορικού και (προφανώς) ευμεγέθους τέρατος, αλλά στην πραγματικότητα πρωτίστως κουβαλά ένα… οικολογικό μήνυμα. Το τελευταίο ακούγεται θετικό, όμως, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου genre, καθώς ο «Μεγαλόδοντας» πλασάρεται ως περιπέτεια τρόμου, η απουσία των ανάλογων στοιχείων (αν όχι και του ίδιου του καρχαρία από το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας!) μετατρέπει την αρχικά ενδιαφέρουσα ιδέα σε… disaster εκτέλεσης (σε κάθε επίπεδο, μάλιστα!).
Το σενάριο αποτελείται από ένα αλαλούμ υποπλοκών και καταστασιακού… ανεξήγητου (και δεν εννοώ το τέρας εδώ), με τους ντόπιους ενός μικρού παραθαλάσσιου χωριού στο Μεξικό να μην υποδέχονται καθόλου φιλόξενα μια οικογένεια Αμερικάνων με δυο παιδιά, η οποία καταφθάνει στην περιοχή υπολογίζοντας να συνδυάσει διακοπές με business. Ο Πολ είχε δουλέψει παλιότερα εκεί, για λογαριασμό μεγάλης πετρελαϊκής εταιρείας, αφήνοντας πίσω του μια υποσχόμενη για την ανάπτυξη της περιοχής oil platform. Στο παρόν, η εικόνα του τόπου δείχνει τραγική, με τους κατοίκους σχεδόν εξαφανισμένους, τη φτώχια να έχει σαρώσει τα πάντα και τη θάλασσα να έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία.
Ας μην τα πολυλογώ, η δεισιδαιμονία του λαϊκού κόσμου αναβιώνει έναν αρχαίο μεξικάνικο θρύλο, με έναν χαμένο για εκατομμύρια χρόνια μεγαλόδοντα να επιτίθεται ενάντια στους ανθρώπους και στην εξέδρα πετρελαίου, θεωρώντας τους υπεύθυνους για την καταστροφή του ωκεανού. Σταδιακά, τα τέσσερα μέλη της οικογένειας του Πολ θα οδηγηθούν στην εξέδρα και θα απομονωθούν εκεί, στο έλεος του τέρατος, με μοναδική βοήθεια από δύο εναπομείναντες εργάτες κι ένα σκυλάκι, που εκτός από τα σαγόνια του μεγαλόδοντα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν κι έναν υποβρύχιο εκρηκτικό μηχανισμό (άσχετο!), που σε μερικές ώρες θα βυθίσει τα πάντα στον πάτο της θάλασσας.
Η φτήνια της παραγωγής (που βγάζει μάτι στο CGI) είναι το λιγότερο που μπορείς να παρατηρήσεις μπροστά στις ανεκδιήγητες ερμηνείες (ο Τζος Λούκας θα έπρεπε να συλληφθεί κανονικά για το «έγκλημα» που διαπράττει!) και στους δίχως τελειωμό (αχρείαστους) διαλόγους, οι οποίοι αντικαθιστούν τις σεκάνς δράσης και το σασπένς που ζητά μια τέτοια ταινία, με τον σκηνοθέτη του τελευταίου «Rambo» (από το 2019) να επιστρέφει πίσω από τον φακό της κάμερας… χειρότερος από ποτέ! Αν και υπάρχουν σημεία που τραβάνε την προσοχή ή προκαλούν την οικολογική συνείδηση του θεατή, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια b-movie που παίρνει τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά και, εξαιτίας της απουσίας κάθε ίχνους χιουμοριστικού τόνου, ευνουχίζει κάθε διάθεση προοπτικής να κάνεις (έστω και λίγο) χαβαλέ.
«Nature bites back», δηλώνει περήφανα το tag line του φιλμ. Παραδόξως, πρόκειται για μία δήλωση απόλυτα ρεαλιστική, που αφορά ολόκληρο τον πλανήτη σήμερα. Με τη διαφορά ότι δεν «θα το βρούμε» από κανέναν μεγαλόδοντα. Τις ίδιες μας τις σάρκες θα τρώμε στο τέλος…