FreeCinema

Follow us

22 ΙΟΥΛΙΟΥ (2018)

(UTØYA 22. JULI)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έρικ Πόπε
  • ΚΑΣΤ: Aντρέα Μπέρντζεν, Αλεκσάντερ Χόλμεν, Μπρέντε Φρίσταντ, Σόλβεϊ Κόλουν Μπίρκελαντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Την Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011, η Νορβηγία πλήττεται από δύο τρομοκρατικές επιθέσεις. Βόμβα εκρήγνυται σε κυβερνητικό κτήριο του Όσλο, ενώ δύο ώρες αργότερα ανοίγεται τυφλό πυρ εναντίον των κατασκηνωτών της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος στο νησάκι Ούτογια. Δράστης ήταν ένας 32χρονος ακροδεξιός Νορβηγός.

Το άνωθεν μικρό κείμενο εμφανίζεται στις κάρτες που πέφτουν στην αρχή της ταινίας. Το αναφέρω (περίπου) αυτούσιο, καθώς σε περίπτωση που κάποιος δεν γνωρίζει τι συνέβη την αποφράδα εκείνη ημέρα στη Νορβηγία, και δη στη νήσο Ούτογια, υπάρχει πολύ σοβαρή πιθανότητα να μην το καταλάβει… εάν χάσει το πρώτο λεπτό του φιλμ! Διότι τον Νορβηγό σκηνοθέτη Έρικ Πόπε δεν τον ενδιαφέρει μία αφηγηματικού τύπου εξιστόρηση των γεγονότων της 22ας Ιουλίου, αλλά και όσων ενδεχομένως οδήγησαν τον Άντερς Μπρέιβικ στο να σκοτώσει εν ψυχρώ 69 νέους και νέες, πυροβολώντας συνεχώς και αδιακρίτως επί εβδομήντα δύο ολόκληρα λεπτά. Γι’ αυτό υπάρχει (για όποιον ενδιαφέρεται, έστω) το κατά μερικούς μήνες μεταγενέστερο τούτου και σίγουρα πολύ πιο ολοκληρωμένο ως φιλμ «22 July» (2018) του Πολ Γκρίνγκρας.

Αυτό που ενδιαφέρει τον Πόπε είναι να αποδώσει σε real time (κάνοντας παράλληλα επίδειξη τεχνικής ικανότητας μέσω της χρήσης μονοπλάνου… ή μιας τεχνικής που μοιάζει με μονοπλάνο, αφού ασφαλώς και υπάρχουν «κλεψιές») τον τρόμο, όπως ακριβώς τον βίωσαν τα θύματα του μακελάρη Μπρέιβικ, καθώς έτρεχαν αλλόφρονα προς πάσα κατεύθυνση για να σωθούν, χωρίς καλά-καλά να έχουν καταλάβει τι στην ευχή συμβαίνει. Άνευ (επί της ουσίας) σεναρίου, απουσία χαρακτήρων ταύτισης με τον θεατή (πλην μιας, οριακής περίπτωσης) και με διαλόγους περιορισμένους στα αναγκαία, το έργο πορεύεται έτσι σε όλη την ενενηντάλεπτη διάρκειά του. Μπορεί, πράγματι, κάπως έτσι να έγιναν τα πράγματα, όπως ο Πόπε τα κινηματογραφεί βασιζόμενος σε περιγραφές επιζώντων. Είναι, όμως, σινεμά αυτό ή κάποιου τύπου αναπαράσταση γεγονότος στα πρότυπα των ντοκιμαντέρ του History Channel;

Έπειτα από την έκρηξη βόμβας στο κέντρο του Όσλο, την οποία βλέπουμε μέσω footage από τις CCTV κάμερες που κατέγραψαν το συμβάν, μεταφερόμαστε στην κατασκήνωση της Ούτογια. Για το επόμενο τέταρτο περίπου, παρακολουθούμε τους έφηβους κατασκηνωτές να συμπεριφέρονται όπως ο κάθε συνομήλικός τους (και όχι μόνο) θα έκανε περνώντας τις διακοπές του. Συζητήσεις, πλάκα, γκρίνια, φαγητό, σχέδια. Έπειτα ο «αόρατος» φόβος. Κάτι που μοιάζει με πυροβολισμούς, φτάνει στα αυτιά όλων. Σύντομα, ο φόβος μετατρέπεται σε έντονη ανησυχία. Μάλλον δεν πρόκειται για κάποιου είδους άσκηση, όπως μερικοί θεωρούν αρχικά. Η ανησυχία μετατρέπεται στο λεπτό σε πανικό. Το νησί είναι μικροσκοπικό. Ασφαλείς κρυψώνες δεν υπάρχουν. Η σωτηρία μοιάζει ακατόρθωτη.

Με μία α λα «Ελέφαντας» (2003) διάθεση υπερρεαλισμού, η κάμερα του Πόπε ακολουθεί μια παρέα παιδιών καθώς προσπαθούν να βρουν τρόπο να μείνουν ζωντανά, αδιαφορώντας πλήρως για τον εκτελεστή δολοφόνο, ο οποίος μόνο μέσω της (εξαιρετικής) δουλειάς στον ήχο κάνει αισθητή την παρουσία του. Έτσι, έχουμε να κάνουμε με κάτι που περισσότερο φέρνει στον «Γιο του Σαούλ» (2015) από πλευράς κινηματογράφησης, καθώς σύντομα ο φακός επικεντρώνει στον (μοναδικό) χαρακτήρα της ταινίας, τη νεαρή Κάγια, η οποία προσπαθεί να γλυτώσει από τα πυρά, κουβαλώντας επιπροσθέτως το φορτίο της αναζήτησης της αδελφής της. Όλα αυτά μέσω μιας σειράς επιμέρους «επεισοδίων» που λαμβάνουν χώρα κατά την αγωνιώδη περιπλάνησή της στη νήσο Ούτογια, με τις σφαίρες να μην σταματούν να πέφτουν ποτέ, τα πτώματα να εμφανίζονται διάσπαρτα ολούθε και την απόγνωση της βεβαιότητας πως δύσκολα θα βγει από εκεί ζωντανή, να αρχίζει να τη συντροφεύει.

Από ηθικής άποψης, το ύφος με το οποίο ο Πόπε σερβίρει το θέμα του δεν είναι απλά αμφισβητήσιμο, αλλά κατακριτέο. Τα εβδομήντα δύο λεπτά συνεχόμενων κραυγών, αγωνίας και τρόμου, εν μέσω ενός barrage από εκρήξεις και πυροβολισμούς, αποδίδονται με έναν τρόπο που όταν δεν είναι παράλογα σαρκαστικός (η Κάγια στο ξεκίνημα του φιλμ μοιάζει να απευθύνεται προς τον θεατή, εκλιπαρώντας για την προσοχή και κατανόησή του, μέχρι να αποκαλυφθεί πως μιλάει με τη μητέρα της στο τηλέφωνο), στέκει ως ξεδιάντροπα και εκβιαστικά συναισθηματικός. Όταν η Κάγια συναντά έντρομο μικρό αγόρι, το οποίο φοράει αδιάβροχο έντονου κίτρινου χρώματος και το παρακαλεί να το βγάλει, καθώς φορώντας το αποτελεί εύκολο στόχο, έμεινα απολύτως βέβαιος για τη μοίρα του παιδιού αυτού. Από το κόκκινο παλτουδάκι της «Λίστας του Σίντλερ» (1993) είχε να εμφανιστεί, θαρρώ, κάτι ανάλογο στο πανί, με το μητρικό τηλεφώνημα και το zoom της κάμερας στην οθόνη του κινητού, άπαξ του ξεψυχίσματος ενός εκ των θυμάτων του Μπρέιβικ, να μην πηγαίνει πίσω σε βαθμό επαίσχυντης επίκλησης οδύνης. Κι αν κάποιος σκεφτεί πως ο Πόπε είχε τουλάχιστον την ευαισθησία να μην δείξει κανέναν από τους εφήβους να πυροβολείται στην οθόνη (αστείο κατά μία άποψη, βέβαια, από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικό γεγονός), λίγο πριν το φινάλε του real-time video game πυροβολισμών και επιβίωσης, η ελπίδα θα αποδειχθεί φρούδα. Με τον ίδιο άγαρμπο και τόσο προβλέψιμο (εξαρχής) τρόπο.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

«22 Ιουλίου» όχι του 2011, αλλά του… «1917». Πολύ χειρότερα, εδώ δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «κινηματογραφική ταινία». Ούτε εντυπωσιακά σκηνικά εν είδει… αλλαγής «πίστας», αλλά ούτε κι ένας κάποιος σεναριακός σκοπός, που θα σε κάνει ν’ αγωνιάς ως θεατής για τον αν θα επιτευχθεί… οτιδήποτε! Μόνο τρέξιμο, κραυγές κι απελπισία. Και το «True Colors» της Σίντι Λόπερ, σε a capella εκτέλεση επιδιωκόμενης κάθαρσης και αλληλεγγύης.


MORE REVIEWS

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.