ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (2018)
(ANIMAL)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αρμάντο Μπο
- ΚΑΣΤ: Γκιγέρμο Φρανσέγια, Κάρλα Πέτερσον, Γκλόρια Καρά, Μαρσέλο Σουμπιότο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Ευκατάστατος νεφροπαθής, ο οποίος δεν μπορεί να βρει με τίποτα συμβατό για την περίπτωσή του δότη, συνάπτει (έναντι διόλου ευκαταφρόνητου ανταλλάγματος) συμφωνία με μπατίρη τύπο που του υπόσχεται λύση στο προβλήμά του. Αποδεικνύεται, όμως, πως εκείνος δεν αποτελεί πρότυπο εμπιστοσύνης και φερεγγυότητας.
Περισσότερο γνωστός με την ιδιότητα του σεναριογράφου, εκ των συνεργατών του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου και κάτοχος μάλιστα βραβείου Όσκαρ για τη συμμετοχή του ως γραφιά στο «Birdman» (2014), ο Αργεντίνος Αρμάντο Μπο δοκιμάζει για δεύτερη φορά τις δυνάμεις του πίσω από την κάμερα, έπειτα από το απρόβλητο στη χώρα μας «El Último Elvis» (2012). Από την εναρκτήρια κιόλας σεκάνς της νέας ταινίας του δείχνει πόσο πολύ έχει επηρεαστεί από τον διάσημο «δάσκαλό» του, το άνευ λόγου όμως και αιτίας μονοπλάνο τού ξεκινήματος (α λα «Birdman»…), που περιγράφει την ειδυλλιακή εντός πολυτελούς οικίας τυπική καθημερινότητα μιας αστικής αργεντίνικης οικογένειας, μου θύμισε επικίνδυνα την αντίστοιχη επίδειξη βιρτουοζιτέ από το… «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά;» (2015), καθώς και από το sequel τής εν λόγω γαλλικουργιάς που ακολούθησε την επόμενη χρόνια. Εδώ, φυσικά, δεν έχουμε να κάνουμε με κομεντί, αλλά με θριλερικών διαστάσεων δράμα, που όμως βυθίζεται σχεδόν αύτανδρο.
Ο Αντουάν έχει μια φαινομενικά τέλεια ζωή. Είναι παντρεμένος, ευτυχής σε αυτή την κατάσταση και πατέρας τριών παιδιών, εργάζεται σαν προϊστάμενος σε εργοστάσιο παραγωγής και επεξεργασίας κρέατος, μένει σε πολυτελές σπίτι στα προάστια, υπερηφανεύεται πως έχει κόψει το κάπνισμα εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια, ενώ αθλείται περίπου καθημερινά. Όλα αυτά, όμως, θα καταρρεύσουν όταν παρουσιάζει νεφροπάθεια, γεγονός που τον αναγκάζει να υποβάλλεται τακτικά στο μαρτύριο της αιμοκάθαρσης. Η λίστα αναμονής για την απαραίτητη μεταμόσχευση οργάνου είναι ατελείωτη, ο Αντουάν νιώθει πως η άμμος στην κλεψύδρα του στερεύει, οπότε και αποφασίζει να πάρει δραστικά μέτρα. Ανακαλύπτει στο διαδίκτυο αγγελία ενός τύπου που διαφημίζει πως πουλάει το νεφρό του έναντι ενός… σπιτιού, τον προσεγγίζει, κλείνει τη συμφωνία, ανακαλύπτει όμως πως ο φτωχός Γκαμπριέλ, αλλά και η εγκυμονούσα νεαρή γυναίκα του Ζοσεφίνα, δεν είναι όσο αθώοι δείχνουν. Ο δρόμος που ο Αντουάν έχει πλέον χαράξει, δείχνει πως είναι χωρίς επιστροφή.
Η σεναριακή σύλληψη του Μπο φέρνει στο μυαλό τον σκληρό ανήθικο κόσμο του Μίκαελ Χάνεκε, με τις ομοιότητες να σταματούν εκεί, καθώς το ελαφρύ κλίμα φάρσας που ενίοτε υιοθετεί ο σκηνοθέτης, μαζί με τις τραβηγμένες από τα μαλλιά λύσεις (αμφότερα τα σχόλια αναφέρονται κυρίως σε όσα κωμικοτραγικά γίνονται στην τελική πράξη του δράματος, στα οποία δυστυχώς δεν μπορούμε να επεκταθούμε), κάνουν το εγχείρημά του να μοιάζει περισσότερο με παρωδία, παρά με σπουδή για το πού μπορεί να οδηγήσει η απόγνωση έναν κατά τα άλλα αξιοπρεπή άνθρωπο. Η υποτιθέμενη κάθοδος στην κόλαση του Αντουάν καταλήγει να γίνει μια επίδειξη στυλ και θλιβερών κοινοτοπιών περί των ταξικών ανισοτήτων, με γαρνιτούρα τα οικογενειακά προβλήματα που προκύπτουν από τις απερίσκεπτες αποφάσεις του. Το αρχικό twist με τον δωρητή οργάνου γιο του ξεχνιέται εντελώς στη συνέχεια σαν να ήταν κάποιο μηδαμινής σημασίας γεγονός, για να επανεμφανιστεί σαν «τσόντα» όταν η γυναίκα του αντιλαμβάνεται πως χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της.
Το ζεύγος των «ρεμαλιών» Γκαμπριέλ και Ζοσεφίνα φωνάζει με το πρώτο πως μόνο άξιοι εμπιστοσύνης δεν είναι, για να αποδειχθεί… περίτρανα η αρχικά σχηματισμένη αντίληψη περί των χαρακτήρων τους που ο καθένας θα μπορούσε να δει (με extra bonus γνώρισμα την απληστία τους, η οποία έρχεται εντελώς ουρανοκατέβατη και άνευ στοιχειώδους πειστικότητας στη συνέχεια), πλην προφανώς του Αντουάν, ο οποίος όμως δικαιολογείται εξαιτίας της ανάγκης στην οποία βρίσκεται. Θα τον δικαιολογούσαμε κι εμείς για την αβλεψία του, εάν «Το Ένστικτο της Ζωής» έπιανε έναν στοιχειώδη ρυθμό ή σεβόταν το είδος στο οποίο βαυκαλίζεται πως ανήκει. Με ένα σασπένς της πλάκας, με τις δραματικές καταστάσεις να αποδομούν την αστική τάξη της Αργεντινής με έναν τρόπο που καταντά προσβλητικός για εκείνους που δεν έχουν στον ήλιο της χώρας μοίρα και με μοναδικό ατού τη σχετικά συμπαθή, ήρεμη παρουσία του Γκιγέρμο Φρανσέγια, ουδέν ελαφρυντικό σε τούτο το έργο αναγνωρίζεται.