ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (2017)
(UNA QUESTIONE PRIVATA)
- ΕΙΔΟΣ: Πολεμικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολο Ταβιάνι
- ΚΑΣΤ: Λούκα Μαρινέλι, Λορέντζο Ρικέλμι, Βαλεντίνα Μπελέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Κατά τη διάρκεια του ιταλικού εμφυλίου, ένας παρτιζάνος, ο Μίλτον, μαθαίνει ότι ο καλύτερός του φίλος, ο Τζόρτζο, ίσως είχε ερωτική σχέση με το κορίτσι που άρεσε και σ’ εκείνον. Μέσα στον πόλεμο και την αντιπαλότητα, ψάχνει να βρει τον αιχμάλωτο πια φίλο του.
Η τελευταία ταινία των αδελφών Ταβιάνι υπογράφεται με δύο διαφορετικούς τρόπους. Στους τίτλους αρχής μόνο από τον Πάολο, που ουσιαστικά γύρισε μόνος του την ταινία, καθώς ο Βιτόριο ήταν ήδη σοβαρά ασθενής στα γυρίσματα και έφυγε από τη ζωή λίγο μετά την ολοκλήρωσή τους. Οι τίτλοι τέλους έχουν την υπογραφή και των δύο. Ίσως είναι μια συναισθηματική επιλογή, δείχνει όμως και μια σύγχυση στη διαχείριση του περιεχομένου, μπορεί και μια ανασφάλεια του Πάολο στην πρώτη του solo σκηνοθεσία. Άλλωστε, από το 1954 που γύρισαν το πρώτο τους μικρού μήκους φιλμ, οι Ταβιάνι δούλευαν πάντα μαζί.
Το δεύτερο βασικό πρόβλημα της ταινίας προκύπτει από το γεγονός ότι το μυθιστόρημα του Μπέπε Φενόλιο, στο οποίο βασίζεται το σενάριο, έχει μεταφερθεί τρεις ακόμη φορές στην οθόνη, μία σε κινηματογραφική εκδοχή και άλλες δύο σε τηλεταινίες. Δεν έχω δει καμία από τις τρεις, όμως αναφέρεται ότι αξιοποιούν πληρέστερα τις διαφορετικές πτυχές της ιστορίας. Στην περίπτωση αυτής της πρόσφατης εκδοχής, η περίοδος του εμφυλίου χρησιμοποιείται περισσότερο ως φόντο για μια ρομαντική ιστορία ανικανοποίητου έρωτα.
Στην αρχή της ταινίας παρακολουθούμε τον Μίλτον, ψευδώνυμο που παίρνει εξαιτίας της αγάπης του για την αγγλική ποίηση, να είναι ένας διστακτικός φοιτητής που λατρεύει τη λογοτεχνία, αλλά και την όμορφη Φούλβια. Ο έρωτας μένει στις προθέσεις και όταν ο πόλεμος ξεσπά (και στη συνέχεια χωρίσει την Ιταλία στα δύο), η Φούλβια θα φύγει με την οικογένειά της για το Τορίνο. Από τη γυναίκα που φροντίζει το εξοχικό σπίτι της οικογένειάς της, ο Μίλτον θα μάθει ότι ενώ εκείνος έλειπε, η Φούλβια συναντιόταν με τον καλύτερό του φίλο, τον περισσότερο εμφανίσιμο Τζόρτζο. Συχνά και αργά. Όπως είναι αναμενόμενο, θα κάνει τις χειρότερες σκέψεις και θα τον κυριεύσει η ζήλεια. Θα μάθει, όμως, ότι ο Τζόρτζο έχει πια συλληφθεί και είναι αιχμάλωτος από τους φασίστες.
Θέλοντας είτε να πάρει μια σαφή απάντηση για τη σχέση, είτε να σώσει τον φίλο του, είτε και τα δύο, θα αρχίσει να περιπλανιέται στα στρατόπεδα που έχουν στήσει οι μελανοχίτωνες, προσπαθώντας να εντοπίσει τον Τζόρτζο και να αιχμαλωτίσει έναν φασίστα για να τον ανταλλάξει. Οι προσπάθειές του θα είναι άτυχες, αφού θα βρει κάποιον που ούτε οι δικοί του δεν θέλουν να πάρουν πίσω, ενώ μια ακόμη αιχμαλωσία δεν θα έχει θετική κατάληξη. Το αποτέλεσμα για τον Μίλτον θα είναι να αφεθεί σε μια διαρκή περιπλάνηση που δεν οδηγεί πουθενά.
Κάτι σαν την ταινία, δηλαδή, που στα μόλις 84 λεπτά της διάρκειάς της δίνει την εντύπωση ότι είναι αρκετά μεγαλύτερη, χαλαρή και χωρίς συγκεκριμένο πυρήνα. Η ιστορική περίοδος περνά σε δεύτερο πλάνο, με μερικές «ταβιανικές» σκηνές (όπως η σφαγή μιας οικογένειας) να παρεμβάλλονται, χωρίς στην πραγματικότητα να εντάσσονται στο φιλμ.