ΗΡΩΙΚΟΙ ΠΙΟΝΕΡΟΙ (2015)
(PIONERY-GEROI)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νατάλια Κουντριάσοβα
- ΚΑΣΤ: Νατάλια Κουντριάσοβα, Ντάρια Μορόζ, Αλεξέι Μίτιν, Βάρια Σαμπλάκοβα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Από νεαροί Πιονέροι των 80’s, στις επιταγές του Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, η Όλγκα, η Κάτια και ο Αντρέι βιώνουν, 25 χρόνια αργότερα, την έλλειψη ιδανικών και το χάσμα ανάμεσα σε οράματα του χθες και το σήμερα της σύγχρονης Μόσχας. Κανένας ηρωισμός. Μονάχα νευρώσεις, κατάθλιψη, μοναξιά και τα φαντάσματα μιας παιδικότητας που δεν τους ανήκε ποτέ.
Με μια βαθιά αίσθηση πικρίας για το, τελικά, όχι και τόσο ονειρεμένο παρελθόν και το διόλου ιδεαλιστικό παρόν της Ρωσίας, η ηθοποιός Νατάλια Κουντριάσοβα επιδεικνύει ένα δυνατό και συχνά εικαστικό κινηματογραφικό βλέμμα με το ντεμπούτο της πίσω από την κάμερα. Σαν τα παιδιά που θέλουν να πιάσουν υψηλό βαθμό στον έλεγχο χωρίς να έχουν διαβάσει καλά τα μαθήματά τους, όμως, προδίδεται και σκοντάφτει από το υπερφιλόδοξο σενάριό της, το οποίο δεν μπορεί να αφηγηθεί με την ίδια ικανότητα, καθώς αυτό ανασκαλίζει δύο περιόδους βίου με ουκ ολίγους χαρακτήρες που πρέπει να αποκτήσουν ρεαλιστική οντότητα, να ωριμάσουν, να αναλυθούν και να καταλήξουν στο (στενάχωρο) συμπέρασμα που καταδικάζει το (πολιτικό) σύστημα της χώρας στην οποία μεγάλωσε και η ίδια.
Το «τραύμα» προφανώς πονάει τη δημιουργό του φιλμ, γι’ αυτό και θέλει να τα πει όλα μέσα σε μια και μόνο ταινία, ανεβάζοντας τον πήχη δυσκολίας με τις δύο χρονολογικές περιόδους των ηρώων της να εναλλάσσονται διαρκώς στην οθόνη: από την παιδική ηλικία του ιδεολογικού «ιδρυματισμού», κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (υπάρχει μια φευγαλέα αναφορά σε ταξίδι του Γκορμπατσόφ στις ΗΠΑ, το 1987), μέχρι το σήμερα των μέσων του 2000, με τους στα thirties πλέον ενήλικες χαρακτήρες να ζητούν απαντήσεις από ψυχιάτρους, να εγκλωβίζονται στη μοναχικότητά τους, έως και να αποτραβιούνται κυριολεκτικά από τα κοινά.
Πιο απολαυστικοί στα flashback, οι «Ηρωικοί Πιονέροι» βλέπουν την Ιστορία της πρώην Σοβιετίας με χιούμορ ψυχρό, καθώς η προπαγάνδα αποδεκατίζει τον παιδικό αυθορμητισμό, αλλά η κατάληξη στη σύγχρονη εποχή δραματοποιεί κάπως υπερβολικά τη σκιαγράφηση των τριών χαρακτήρων, παρουσιάζοντας πρόσωπα εγωκεντρικά, ψυχολογικά διαλυμένα, που δεν είναι ικανά να σώσουν τίποτα, μέσα τους ή και γύρω τους. Η ματιά της Κουντριάσοβα είναι άριστη, καθώς αναζητά μια ειρωνικά συμβολική «καλαισθησία», η οποία συγκρούεται εύστοχα με την αρχιτεκτονική του περιβάλλοντος. Υπάρχουν και στιγμές που τα όνειρα (ή μάλλον οι εφιάλτες…) αποκτούν ορατές διαστάσεις, με σουρεαλιστικό ή φαντασιακό τρόπο καλοδεχούμενο, για να φτάσουν και στο σημείο μιας πανέμορφης αναφοράς στο «A Matter of Life and Death» (1946) των Πάουελ & Πρεσμπέργκερ! Στην ψυχή του, όμως, το έργο δεν καταφέρνει να δηλώσει κάτι πέρα από το σχηματικό ή τις παλλόμενες κινήσεις της κάμερας που χαρακτηρίζουν την αστάθεια του σήμερα. Μένει ένα ενδιαφέρον και καθόλου δήθεν σκηνοθετικό ντεμπούτο που, ενδεχομένως, θα οδηγήσει σε κάτι πολύ πιο δημιουργικό στο μέλλον.