ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (2014)
(EL ARDOR)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάμπλο Φέντρικ
- ΚΑΣΤ: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Αλίσε Μπράγκα, Τσίκο Ντίαζ, Κλαούντιο Τολκασίρ, Χόρχε Σεζάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Όταν μια μικρή φάρμα καπνοπαραγωγών, στην άκρη του Αμαζονίου, γίνεται στόχος μιας ομάδας ψυχρών κακοποιών που θέλουν τη γη υπό τον έλεγχό τους, ένας μυστηριώδης άνδρας εμφανίζεται μέσα από το δάσος για να αποδώσει δικαιοσύνη και να προστατέψει όσους το έχουν ανάγκη.
Ένας ήρωας που είναι τόσο λιγομίλητος όσο και αποφασισμένος να διορθώσει κάθε αδικία, μία περιοχή που βασανίζεται τόσο από τους παραβάτες του νόμου όσο και από τη δύναμη της φύσης και μια ιστορία εκδίκησης που θα μπορούσε να βρει άνετα θέση στα ημερολόγια της Άγριας Δύσης. Και, όμως, το «Στις Φλόγες του Έρωτα» δεν αποτελεί ένα αρχετυπικό γουέστερν όπως το πρόσφατο «Slow West». Ωστόσο, όσο περνάει η ώρα, το φιλμ αποκαλύπτει όλο και περισσότερο τον – μεγάλο – βαθμό στον οποίο έχει αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά τού είδους, αρκεί να ξεπεράσει κανείς τις προφανείς οπτικές διαφορές και να ανταλλάξει στο μυαλό του το χαρακτηριστικά έρημο τοπίο του Far West με την καταπράσινη ζούγκλα του Αμαζονίου.
Έτσι κι αλλιώς, σε πλήρη συμπόρευση με τα ορόσημα των γουέστερν, το περιβάλλον της ταινίας δεν είναι περισσότερο… πυκνοκατοικημένο από ότι μια τυπική αμερικανική έρημη πόλη, ούτε η ανάπτυξη της ιστορίας απασχολείται με πολύπλοκες αιτιολογήσεις και σύνθετη αφήγηση. Αντιθέτως, οι χαρακτήρες της ταινίας και τα κίνητρά τους είναι απόλυτα βασικά και ξεκάθαρα ορισμένα, διαχωρίζοντας με σαφήνεια τους «καλούς» από τους «κακούς», η ανάπτυξη της ιστορίας παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος μινιμαλιστικά παλιομοδίτικη και με ξεκάθαρες αναφορές και η σκηνοθεσία χαρακτηρίζεται από ένα όμορφο αρχικά (ίσως λίγο υπερβολικό στην συνέχεια) στιλιζάρισμα, που δεν αφήνει αμφιβολίες για τις επιρροές της δημιουργίας. Ακόμα και οι αρχικές υπερφυσικές νύξεις σχετικά με την εμφάνιση του Κάι (όπως μας αποκαλύπτουν τα credits, καθώς ο ήρωας παραμένει ανώνυμος καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ), στην πορεία δίνουν τη θέση τους σε ένα γνώριμο μοτίβο εκδίκησης, που αν και απλοϊκό, βγάζει απόλυτο νόημα μέσα στο σύμπαν της ταινίας.
Το κακό είναι ότι το φιλμ μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους κανόνες μιας arthouse δημιουργίας και τις απαιτήσεις ενός έργου προορισμένου για πιο μαζική κατανάλωση, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει μέχρι το τέλος πού ακριβώς απευθύνεται (ο Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν ίσως θα τα κατάφερνε καλύτερα). Από τη μια πλευρά, υπάρχουν οι σιωπές και η αργή ανάπτυξη μιας ταινίας που ενδιαφέρεται περισσότερο για την ατμόσφαιρα παρά για την αφήγηση, ρυθμός με τον οποίο είναι περισσότερο εξοικειωμένοι οι οπαδοί του λεγόμενου (λανθασμένα) «καλλιτεχνικού σινεμά». Από την άλλη, η ίδια η ιστορία της ταινίας (και τα κλισέ της) είναι εξαιρετικά οικεία στους θεατές του mainstream, ευρέως αποδοχής κινηματογράφου. Ο συνδυασμός των δύο δημιουργεί έναν άτσαλο βηματισμό που φαίνεται άλλοτε να χάνει χρόνο και άλλοτε να βιάζεται να προχωρήσει, γεγονός που αποδυναμώνει το φιλμ μέχρι να φτάσει στο τελικό, εντυπωσιακό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών που επιβάλλεται να έχει.
Και, ευτυχώς, η κορύφωση της ταινίας ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις. Το φινάλε χαρακτηρίζεται από μία τραχύτητα που ποτέ μέχρι τότε δεν έδειχνε τόσο γνήσια και από μία ένταση που επιτέλους δικαιολογεί το παρελθόν του είδους με το οποίο φλερτάρει το φιλμ. Η δε απουσία εκτενών διαλόγων για πρώτη φορά αποδεικνύεται απόλυτα επιτυχημένη, καθώς οι ήχοι των όπλων και της φύσης λένε όσα χρειάζεται να γνωρίζει κανείς. Για αυτόν τον λόγο, η ατυχής γενικόλογη ελληνική απόδοση του τίτλου (ο πρωτότυπος πλησιάζει περισσότερο το «Η Καύση») φαντάζει ακόμα πιο παράταιρη και παραπλανητική σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις της ταινίας. Τέλος, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μερικές φιλοσοφικές πινελιές για τη βιομηχανοποίηση, τη φύση και τη θέση του ανθρώπου καταλήγουν μάλλον επιδερμικές και αφελείς μέσα στο γενικότερο πλαίσιο, ωστόσο, παρά τις ανισότητες, η πηγαία ομορφιά των κάδρων βοηθά πολλές φορές αβίαστα να αμβλυνθούν οι ενστάσεις.