ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (2013)
(TYSKUNGEN)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Περ Χάνεφιορντ
- ΚΑΣΤ: Κλάουντια Γκάλι, Ρίχαρντ Ουλφσέτερ, Αμάλια Χολμ Μπιέλκε, Γιάκομπ Όφτεμπρο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Παντρεμένη με αστυνομικό, επιτυχημένη συγγραφέας, η Ερίκα χάνει τους γονείς της σε τροχαίο λίγο μετά τη γέννηση της κόρης της και μετακομίζει στο σπίτι τους. Εκεί άνδρας την επισκέπτεται υποστηρίζοντας πως είναι ο μεγαλύτερος, ετεροθαλής αδελφός της. Η δολοφονία του τελευταίου, καθώς και η ανακάλυψη «ύποπτου» μεταλλίου από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη σοφίτα, θα τη σπρώξουν σε αναζήτηση λύσης τού μυστηρίου στο παρελθόν της μητέρας της.
Οι Σκανδιναβοί ξέρουν να κάνουν σινεμά. Και από ό,τι φαίνεται, αν κρίνουμε από τη δια χειρός Στιγκ Λάρσον περίφημη τριλογία του «Κοριτσιού με το Τατουάζ» (για την οποία έχω ιδία, θετική, άποψη) και από τη best-seller σειρά βιβλίων της Καμίλα Λέκμπεργ (από την οποία δεν έχω, ακόμα, εμπειρία), όπου ανήκει το μυθιστόρημα που αποτελεί την πηγή αυτού του φιλμ, ξέρουν να κάνουν και λογοτεχνία. Ειδικά όταν πρόκειται για θρίλερ επίλυσης μυστηρίων ή εγκλημάτων, με αιχμηρές κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις, γερά θεμέλια στην (ιστορική) πραγματικότητα, καθώς και ενδελεχή εξερεύνηση των χαρακτήρων των ηρώων τους. Εκεί όπου οι Σκανδιναβοί δείχνουν να τα βρίσκουν σκούρα είναι στο συνδυασμό των δύο: μόνο η πρώτη, σκανδιναβική, βασισμένη στην τριλογία του Λάρσον ταινία ήταν και αξιόλογη και τόπους-τόπους καλύτερη από την αντίστοιχη αμερικάνικη του Φίντσερ.
Αυτό το «Παιδί από τη Γερμανία» της επονομαζόμενης και «Σουηδής Άγκαθα Κρίστι» (που, όπως μαθαίνω, επιμένει δικαίως να χαρακτηρίζει τα βιβλία της ψυχολογικά θρίλερ) αποτελεί πρώτη κινηματογραφική μεταφορά δουλειάς της. Έχουν προηγηθεί, πέρυσι και πρόπερσι, δύο εν είδει σειράς τηλεταινίες, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, ήρωες και ηθοποιούς (Γκάλι, Ουλφσέτερ), αλλά νέες, διαφορετικές και ανεξάρτητες από εκείνες των βιβλίων ιστορίες. Άτυπο prequel των τελευταίων, λοιπόν, αυτό το «Παιδί» είναι στην όψη ατμοσφαιρικό, υποβλητικό και ακαταμάχητα γοητευτικό. Ουκ ολίγες στιγμές / σκηνές του διαπερνούν το βλέμμα και φτάνουν στο συναίσθημα για να το γρατζουνίσουν έστω και φευγαλέα: το μωρό στη μητρική αγκαλιά, στην αρχή και λίγο πριν από το τέλος, που εξηγεί την αρχική (υπόκωφα σπαρακτική) άρνηση της γιαγιάς να κρατήσει την εγγονή της· δύο γέννες νέας ζωής, μια τώρα, μια τότε (άμα τη επιστροφή από τον Πόλεμο), ακολουθούμενες από έξι θανάτους τώρα και έναν τότε, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια φίμωσης της αλήθειας οι περισσότεροι· το χέρι στο κάγκελο της πόρτας του κήπου / υποδοχή ενός ήρωα στο παρελθόν, το χέρι στο κάγκελο της ίδιας πόρτας / αποπομπή ενός εγκληματία στο παρόν· ένα κρυμμένο τότε γράμμα αποκαλύπτει σήμερα τα μυστικά του συνοδεία συγκινητικών εικόνων ενός μεγάλου, αληθινού και τραγικά αδικοχαμένου έρωτα του χθες.
Ο – κάτοχος σπουδαστικού Όσκαρ – Χάνεφιορντ κινηματογραφεί αυτή τη διαρκή γκέλα τού χρόνου με μαεστρία, ντύνοντας το παρόν με υγρά, γεμάτα, χαρακτηριστικά τού ευρωπαϊκού Βορρά, ανθρώπινα γκρίζα, και το παρελθόν σε μια σέπια, πότε χλωμή, «ένοχη», και πότε γλυκιά, νοσταλγική. Έτσι καταφέρνει να χτίσει κάμποσο σασπένς στην πορεία προς τη λύση τού ποιος τελικά είναι ο πραγματικός κακός τής υπόθεσης. Δυστυχώς για αυτόν, όμως, η ιστορία του είναι τόσο πολυπρόσωπη και ποικιλοτρόπως πολυ-επίπεδη που το φιλμ του δεν προλαβαίνει να προσεγγίσει καταλυτικά την ψυχοσύνθεση κανενός ήρωά του, ούτε καν (ειδικά για όσους αγνοούν τη δουλειά της Λέκμπεργ) της Ερίκα και του συζύγου της, Πάτρικ. Αποτέλεσμα; Ένα χλιαρό, ελάχιστα συναρπαστικό και καθόλου ψυχολογικό θρίλερ.