FreeCinema

Follow us

WELCOME TO THE SHOW: Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΛΗΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ (2013)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλέξης Πόνσε, Κώστας Πλιάκος
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 65’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR

Η σιμπεμόλ προσωπικότητα ενός θρύλου και η ηχώ του στην εποχή και στους επιγόνους του.

Ξέρατε ότι το «Φλου» είχε θαφτεί από την κριτική συλλήβδην όταν κυκλοφόρησε; Ότι ο Σιδηρόπουλος είχε πρωταγωνιστήσει στο σίριαλ της ΕΡΤ «Οικογένεια Ζαρντή»; Ότι για μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις στην επαρχία είχε, ελλείψει χρημάτων του promoter, πληρωθεί με… φούντα; Ότι ένα απ’ τα ύστερα τραγούδια του, ο «Άλι», θίγει το μεταναστευτικό πριν χτυπήσει την Ελλάδα; Το δημοσιογραφικό, το βιογραφικό, το ανεκδοτολογικό και το καλλιτεχνικά αποτιμητικό τζαμάρουν σε κάπως oldies φόρμα, αλλά ποτέ κακόφωνα, στο ντουέτο δύο ινστρουμενταλιστών της τεκμηρίωσης με ένα compilation overdubbed ακουστικών συνεντεύξεων του ειδώλου, sampling του CV αρχείου του (φωτογραφίες, δημοσιεύματα, αφίσες, φιλμάκια, TV) και lead vocals οργανικά ενορχηστρωμένων καλεσμένων εν είδει greatest hits and misses tribute album σε αυτόν.

Side 1: η γνώριμη επωδός περί εγγονού του Ζορμπά που, όπως και άλλα περιττά riff του ρεζουμέ του, είναι απούσα κουρδίζει ευχάριστα τον fan, μολονότι ο μη τέτοιος στην αρχή θα δυσκολευτεί να ταυτοποιήσει το περιώνυμο λαρύγγι στα playback εξομολογήσεων, οι οποίες επανέρχονται ως rhythm section της αφήγησης και οπτικοποιούνται γραφιστικά με κάτι μεταξύ γαλάζιας ένδειξης παλμογράφου και equalizer α λα fractals. Ένα ηλεκτρικό μοντάζ πλάνων των guest ως carte de visite τους είναι η μόνη σπασμένη χορδή εδώ, που όμως αλλάζεται αμέσως.

Και τα τάστα στα οποία έπαιξε ο διασημότερος στο εγχώριο «ξένο» πεντάγραμμο ακούσιος ενσαρκωτής του «live fast, die young» – αυτό αξιέπαινα δεν αγγίζεται – (recorder και των πλέον ανεπαίσθητων κραδασμών της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς δεύτερο στο σινάφι του ποιητικού βάθους και ύψους κονδυλοφόρος για τα άσματά του, μαγνητικός performer, τολμητίας θιασώτης των προσμείξεων με την unplugged ρωμέικη παράδοση του λαϊκού και του δημοτικού, «γεγές» εκτός κλίματος στη μεταπολίτευση και εκτός μόδας στη lifestyle εϊτίλα) ψαύονται μελωδικά.

Από συγκαιρινούς ή κατοπινούς γνώστες της εργογραφίας του και των μουσικών ή εξωμουσικών δεδομένων της περιόδου (όπως το Μάκη Μηλάτο και το Μιχάλη Παπαμακάριο) , συνεργάτες του στο studio / στη σκηνή / στην υποκριτική (όπως μέλη των Σπυριδούλα και των Απροσάρμοστων, το Δημήτρη Πουλικάκο και τον Κωνσταντίνο Τζούμα) και οπαδούς – «παιδιά» του (όπως το Γιάννη Αγγελάκα, τον Αλέξη Καλοφωλιά, τον Παύλο Παυλίδη, το Θάνο Ανεστόπουλο και το Στάθη Δρογώση) – αν και το γιατί ο χαμηλόφωνος Λόλεκ θεωρείται τέτοιος αλλά όχι και ο υποτίθεται «έντεχνος» Φοίβος Δεληβοριάς (ένας εξαιρετικά συναφής προς τον αείμνηστο, και μάλλον ο πιο καίριος εδώ και χρόνια, στιχουργός) είναι, αν όχι ζήτημα ταμπελών, πέραν της κατανοητικής ικανότητας του γράφοντος. Η φύρα και το δήθεν είναι εν πολλοίς ανύπαρκτα εδώ, με σχεδόν κάθε session player να δικαιώνει το σολάρισμά του, προσθέτοντας τη δική του νότα στο δίσκο. Hidden track, το reverb του ανδρός ως ηθοποιού από μια τηλεοπτική σειρά του Κώστα Φέρρη.

Side 2: εκτός μικροφώνου έχουν μείνει όχι ασήμαντοι «σταθμοί», όπως ο Ανδρέας Θωμόπουλος και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ίσως γιατί ο πρώτος υπέγραψε πριν από δέκα χρόνια το δικής του ερμηνείας μυθοπλαστικό πορτρέτο «Να μ’ Αγαπάς» και ο δεύτερος κατά την πάγια τακτική του δε συγκατάνευσε να συμμετάσχει, ίσως γιατί ο Σιδηρόπουλος μιλάει με συμπάθεια αλλά έξω από τα δόντια και για τους δύο. Κι αυτή ακριβώς είναι μια κιθαριά που, χωμένη κάπου στο mix των καναλιών, χάνεται ή κρύβεται απ’ τον αμφιβληστροειδή και το τύμπανο του θεατή: ήταν το «ίνδαλμα» τόσο κυνικά, οιονεί απαξιωτικά, ειλικρινές όσο ενίοτε αφήνει να φανεί το περιεχόμενο των soundbites του, και πώς αλλιώς ήταν ως άνθρωπος;

Αυτό το κουπλέ δε θα το χαρείς, αν και δε λείπει αισθητά, ενώ τεχνικά κάποια τετ α τετ (η συντριπτική μειοψηφία) δε βγάζουν το ακόρντο, κυρίως από άποψη φωτισμών, και σε μία-δύο περιπτώσεις και ήχου, με το αισθητά lo-fi της εμφάνισης να προδίδει το αυτοχρηματοδοτούμενο και το προβάδικο της υπόθεσης, που δε σου χαρίζει ούτε ένα πλήρες τραγουδιστικό συναυλιακό κλιπ, ίσως λόγω δικαιωμάτων, ίσως από επιλογή των δημιουργών. Ως κάποιου είδους doc ακομπανιαμέντο του, το in production «Εδώ δεν Υπάρχει Άσυλο» του Θανάση Γιαννόπουλου, θα κελαηδήσει επίσης για το ότι ο λεγάμενος ήταν ο headliner αλλά όχι και η πιο alternative αξία της ροκάδικης δεκαετίας της Αλλαγής. Ως τότε, αυτό το νηφάλιο μνημόσυνο θα σταθεί σχεδόν άνετα στο line-up κάπου ανάμεσα στο «Ζωντανοί στο Κύτταρο» του Αντώνη Μποσκοΐτη και το «The Approaching of the Hour» της Γκρατσιέλλας Κανέλλου. Μη σου πω ότι το παίρνει και για encore…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σε ξέρουν δεκαετίες στο ΑΝ με το μικρό σου; Πας πρώτη σειρά. Δε γνωρίζεις το «πρόσωπο», είσαι, όμως, της φάσης; Τράβα, αλλά θα χρειαστείς ενισχυτή. Σιγοντάρεις και χορεύεις άλλα είδη; Απ’ το ένα αυτί θα μπει, απ’ το άλλο θα βγει.


MORE REVIEWS

ΠΟΛΥΔΡΟΣΟ

Μάνα και κόρη, αναμνήσεις μιας αγαπημένης γειτονιάς, γεμάτης φαντάσματα της μνήμης, σαν ξεφύλλισμα ενός album φωτογραφιών από περασμένες δεκαετίες, τυπωμένων σε χαρτί Kodak, με τον χρόνο να «θαμπώνει» τη νοσταλγική τετραχρωμία τους.

ΚΛΕΙΔΩΣΕΣ; - ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ

«Αφού χαλάσει το αυτοκίνητό τους σε μια μικρή πόλη, ένα νεαρό ζευγάρι αναγκάζεται να περάσει τη νύχτα σε μια απομακρυσμένη καμπίνα. Αρχίζουν, όμως, να τρομοκρατούνται από τρεις μασκοφόρους αγνώστους χωρίς κίνητρο», μας πληροφορεί το δελτίο Τύπου.

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ

Δίδυμο πληρώματος ασθενοφόρου, αποτελούμενο από έμπειρο διασώστη που «τα έχει δει όλα» και από νεοσύλλεκτο που δεν έχει δει τίποτα ακόμα, βιώνει στο πετσί του τη σκληρή Νέα Υόρκη της νύχτας, με τα δεκάδες μακάβρια περιστατικά της.

Η ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ

«Ένας ντετέκτιβ της Αστυνομίας του Σικάγου λαμβάνει μια κλήση ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος εμφανίστηκε στη Σκωτία κι έτσι ξεκινά μια προσωπική αποστολή για να λύσει την υπόθεση που τον διέλυσε, πιάνοντας τον υπεύθυνο, ενώ τίποτα δεν είναι ποτέ όπως φαίνεται», μας πληροφορεί το δελτίο Τύπου.

ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Παρέα πέντε εφήβων από τους δρόμους του Μεντεγίν ξεκινά ταξίδι προς την κολομβιανή ενδοχώρα, όταν ένας εξ αυτών κατοχυρώνει ιδιοκτησιακό δικαίωμα σε χωράφι που παρανόμως είχε αφαιρεθεί από τη γιαγιά του.