FreeCinema

Follow us
07.1112:20

Θεσσαλονίκη 57: L’important c’est d’humilier.


Η Κυριακή ήταν η τρίτη μέρα του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης χωρίς κάποια ηχητική ανακοίνωση στις αίθουσες προβολών για τη μη χρήση κινητών τηλεφώνων μετά την έναρξη του κάθε φιλμ. Εξαίρεση οι περιπτώσεις στις οποίες οι διοργανωτές προλόγιζαν ταινίες και παρουσίαζαν καλεσμένους συντελεστές ταινιών. Όσο για τους θεατές, το ίδιο τροπάρι. Σταθερά. Πλέον, η φήμη περί «φεστιβαλικού κοινού» της πόλης… καταρρίπτεται.

Σα να μην πέρασε μια μέρα. Κινητά ελεύθερα κανονικότατα στις αίθουσες, κόσμος που μπαίνει και κάθεται ακόμη και ένα τέταρτο μετά την έναρξη προβολών, χωρίς να κρίνω τις αθρόες αποχωρήσεις από κάποια φιλμ. Που γίνονται sold out. Αλλά οι θεατές σαφώς και δεν γνωρίζουν τι πρόκειται να παρακολουθήσουν. Όπως όλοι μας, μέχρι ενός βαθμού. Όλοι βρισκόμαστε εκτεθειμένοι στην πρόκληση του καινούργιου. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, τα παραδείγματα είναι τόσο εξόφθαλμα! Ναι, πάλι ταινία του Φιλίπ Γκραντριέ «την πλήρωσε»…

Aloys

Η Κυριακή ξεκίνησε για μένα με δύο φιλμ από το διαγωνιστικό πρόγραμμα. Στο ελβετικο-γαλλικής παραγωγής «Aloys» του Τομπίας Νέλε, ο μονόχνοτος και ακοινώνητος υιός ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ που μόλις πέθανε, πρέπει πλέον να διαχειριστεί ολομόναχος την καθημερινότητά του, με μοναδικό ενδιαφέρον τις παρακολουθήσεις για πελάτες του. Γυρίζοντας ακόμη και πλάνα από πράγματα που του τραβούν την προσοχή, ο ομώνυμος ήρωας επιστρέφει πάντοτε στη βάση της οικίας του, όπου το rewind των εικόνων της ημέρας αποτελεί την προσωπική του θαλπωρή. Μέχρι την κλοπή της κάμεράς του από μια άγνωστη, η οποία του τηλεφωνεί και τον αναγκάζει να ακολουθήσει ένα ιδιότυπο mind game, δοκιμάζοντας και την επαγγελματική του αποτελεσματικότητα. Φέρνοντας στον νου τη «Συνομιλία» (1974) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ως προς την προσέγγιση σκιαγράφησης του ήρωα, το «Aloys» είναι μια μικρή απόλαυση αφήγησης, αισθητικής, καδραρισμάτων και ύφους, τόσο παγερό στην ψυχή που θυμίζει σε πολλά σημεία το (συνήθως αρρωστημένο σε περιεχόμενο και χαρακτήρες) αυστριακό σινεμά, με τη γερμανική γλώσσα να ηχεί ταιριαστά στα αποξενωτικά του συναισθήματα. Από τη στιγμή της αποκάλυψης του γυναικείου προσώπου, όμως, το σενάριο αδυνατεί να διαχειριστεί την κατάσταση και ένα κάποιο είδος «ρομάντζου» ανάμεσα στα δύο αρκετά εκκεντρικά πρόσωπα. Επιχειρώντας να αναπτυχθεί κυρίως μέσω του φαντασιακού, το ύφος αλλάζει ολοκληρωτικά και ο Νέλε εξανεμίζει κάθε ελπίδα για να διασωθεί αυτή η ταινία. Πραγματικά χαμένη ευκαιρία.

The-Transfiguration

Στο αμερικανικό «The Transfiguration» του Μάικλ Ο’Σέι, επίσης από το διαγωνιστικό πρόγραμμα, ένας πιτσιρικάς που αγαπά τις βαμπιρικές ταινίες αισθάνεται ότι έχει μετατραπεί και ο ίδιος σε βρικόλακα, ο οποίος βγαίνει με ημερολογιακό πρόγραμμα αναζήτησης θυμάτων στους δρόμους της Νέας Υόρκης για να καλύψει τις ανάγκες του για «τροφή», σκοτώνοντας και πίνοντας το αίμα ανυποψίαστων πολιτών. Εντελώς άτεχνο και απλοϊκό σαν ματιά, το φιλμ παίζει με τους κώδικες συμπεριφοράς και τους κλασικούς μύθους του βαμπιρισμού, δίχως να τηρεί οτιδήποτε από τα όσα γνωρίζουμε για το θέμα, μετατρέποντας αυτό το νεαρό αγόρι σε έναν αναίσθητο δολοφόνο που βιώνει μια κάποια μορφή ψύχωσης. Και μόνο. Η αδυναμία τού σκηνοθέτη να παγιδεύσει τον θεατή στην όποια αμφιβολία περί της ουσιαστικής υπόστασης του ήρωα σε κάνει να χάνεις γρήγορα το ενδιαφέρον σου για την κατάληξη της ιστορίας. Θα μείνει στην ανάμνηση κάποιων οπαδών του genre, οι οποίοι αναζητούν το «διαφορετικό» στις ταινίες του είδους, ειδικά από τη στιγμή που οι αναφορές σε προγενέστερες παραγωγές σου κλείνουν το μάτι συχνά (ειδικά από το ράφι των βιντεοκασετών, θα προσπαθήσεις να διαβάσεις όλους τους τίτλους, ανακαλύπτοντας μέχρι και τη «Nadja» του Μάικλ Αλμερέιντα!). Καλλιτεχνικά, πάντως, η περίπτωση είναι παντελώς αδιάφορη.

Malgré la nuit

Το… πολύπαθο αφιέρωμα στο σινεμά του Φιλίπ Γκραντριέ συνεχίστηκε με την τελευταία του ταινία, το «Malgré la Nuit». Για μένα ήταν μια συναρπαστική εμπειρία, με γνήσια άποψη δημιουργού ως προς τη φιλμική φόρμα. Η πλειοψηφία των θεατών, βέβαια, είχε διαφορετική αντίληψη… Και δεν «έφταιγαν» (μονάχα) τα 156 λεπτά της διάρκειας του φιλμ εδώ. Το κοινό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τείνει να χαρακτηρίζεται, πλέον, από συμπεριφορές απαίδευτων θεατών, που όχι μόνο δεν σέβονται τη «σημειολογία» μιας φεστιβαλικής διοργάνωσης και τις αναζητήσεις της, αλλά μετατρέπουν την προβολή ενός έργου σε ένα είδος «υποχρεωτικού» διαλείμματος από την καθημερινότητά τους, κουβαλώντας εντός αιθούσης την όποια συνήθειά τους. Άνθρωποι που έμπαιναν και κάθονταν στον κινηματογράφο κατόπιν της έναρξης του φιλμ, κινητά που αντηχούσαν ενίοτε και με αστείο τρόπο (ακούσαμε από ringtone… μπουζουκιού, μέχρι κλασικούς και στερεότυπους ήχους κλήσης, με μια από αυτές να μην απαντάται για μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως επειδή ο ιδιοκτήτης της συσκευής «τον είχε πάρει» διακριτικά…), χασκόγελα διαρκείας από παρέες νεαρών, αποχωρήσεις θορυβημένων (κυρίως γυναικών), μαζί με τις συνήθεις ηχητικές εκδηλώσεις αποτροπιασμού κατά τη διάρκεια απεικόνισης γυμνών σωμάτων ή σεξουαλικών περιπτύξεων. Φίλοι μού μετέφεραν και περίπτωση κυρίας η οποία πέρασε αρκετή ώρα χαζεύοντας γελοιογραφίες του Αρκά από το κινητό της! Σημεία των καιρών απλώς ή τα έντονα σημάδια του ερχομού μιας γενιάς ανθρώπων που θα εξολοθρεύσουν τα πάντα στο πέρασμά τους;

MALGRE LA NUIT_2016

Το «Malgré la Nuit» είναι μια μικρή οδύσσεια του νου και της καρδιάς, ένα déjà-vu του ζουλαφσκικού «Σημασία Έχει ν’ Αγαπάς» (1975) για τη σημασία της ταπείνωσης. Του ανθρώπινου πόθου, της αναζήτησης εμπειριών, της δοκιμασίας της ίδιας της ζωής, ενός πόνου που εκτυφλώνει, όπως προβάλλεται και από τα υπερφωτισμένα, «καμένα» πρόσωπα των ηρώων σε κάποιες σκηνές αυτού του αρκετά οδυνηρού φιλμ. Ο Λενζ αναζητά την αγάπη του, τη Μαντλέν, ρωτά παντού για εκείνη, αναλώνεται όμως μέσα από δύο ερωτικές σχέσεις, με την Ελέν και τη Λένα. Ο φακός επιχειρεί να ταυτίσει τα δύο πρόσωπα, που όντως φέρνουν αναμνήσεις από τη Ρόμι Σνάιντερ, φορτίζοντας (αλλόκοτα) συγκινησιακά την ταινία, ακόμη κι αν ο σκοπός του Γκραντριέ είναι η αποσύνθεση των αισθημάτων. Φλουταρισμένα πλάνα, διπλοτυπίες, αφηγηματικό ύφος που δεν παίρνει τον θεατή… από το χεράκι για μια βόλτα σαδομαζοχιστικών περιπτύξεων στο δάσος της Βουλώνης. Με τη χαμένη αξιοπρέπεια του σήμερα να αδυνατεί να επιβιώσει ακόμη και με την αγάπη. Σημασία… δεν έχει τίποτε πια (ούτε καν και το σινεμά, ενδεχομένως). Και κάπου εκεί εξηγείται ο φόβος του θεατή.

TWO LOVERS AND A BEAR

Η βραδιά έκλεισε με το υποσχόμενο «Two Lovers and a Bear» του Κιμ Νουέν από τον Καναδά και το πρόγραμμα των «Ανοιχτών Οριζόντων», το οποίο άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις (προς το αρνητικό τους, περισσότερο). Αγόρι αγαπά κορίτσι στο Βόρειο Πόλο, κορίτσι στοιχειώνεται από παρουσία απειλητικού άνδρα που θέλει να αποφύγει (και να φύγει όσο γίνεται πιο μακριά από αυτόν), αγόρι μιλά με πολική αρκούδα η οποία του απαντά σε άπταιστα αγγλικά. Αν και άψογο ως παραγωγή, το φιλμ είχε μια εξέλιξη δράσης πέραν χαρακτηρισμού, αφήνοντας μονάχα μια γεύση «παραξενιάς» στο φινάλε. Βγαίνοντας από το Ολύμπιον, σκεφτόμουν ότι στις κάρτες που δίδονται στο κοινό για να ψηφίσουν για το Βραβείο Κοινού, θα έπρεπε να προστεθεί και η κατηγορία «ΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΓΙΑΤΙ;». Έτσι, θα το ψήφιζα!

thess poster 2016