FreeCinema

Follow us
21.0311:00

Doc Fest 18: 10 ντοκιμαντέρ για 10 μέρες.


Ύστερα από 10 μέρες διερευνητικών ματιών στην ελληνική πραγματικότητα, την παγκόσμια κοινωνία, τις αθέατες γωνίες τού όχι και τόσο μακρινού μας κόσμου και την ίδια την ατομική αλλά και συλλογική μνήμη, το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αποχαιρετά την… εφηβική του περίοδο έτοιμο, πλέον, για την ενήλικη ζωή του. Όσα ακολουθούν, είναι οι εικόνες που μας έμειναν στη μνήμη.

Ο Γιον Μπανγκ Κάρλσεν, επίτιμος καλεσμένος του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, εξήγησε στη συνέντευξη Τύπου του ότι «η μυθοπλασία και η τεκμηρίωση δεν είναι παρά, απλά, οι δύο διαφορετικοί τρόποι που επιλέγει κανείς για να πει μια ιστορία». Ο έτερος καλεσμένος του Φεστιβάλ, ο Μαρκ Κάζενς, συμπλήρωσε άτυπα στη δική του συνέντευξη ότι «δεν αισθάνεται την ανάγκη να διαχωρίσει το σινεμά από τη ζωή, καθώς είναι κομμάτι της, δεν βρίσκεται απλά εκεί για να τη σχολιάζει ή απλά να παρατηρεί». Με αυτόν τον τρόπο, οι δυο τους, χωρίς να το επιδιώκουν, όρισαν και τους άξονες του ίδιου του Φεστιβάλ, μιας διοργάνωσης που έχει στόχο να αφουγκράζεται την πραγματικότητα και να την αναπλάθει επί της οθόνης με στόχο να μας κάνει αποδέκτες ιστοριών – τόσο φανερών όσο και καλά κρυμμένων – που ορίζουν το «τώρα» της κοινωνίας μας.

Μέσα στις 10 μέρες του Φεστιβάλ, εντός της σκοτεινής αίθουσας, έγινε η προσπάθεια να εξεταστεί το ζήτημα των προσφύγων με μία ανθρώπινη αλλά και κριτική ματιά, να εξεταστεί η συλλογική μνήμη μέσα από τις αναμνήσεις της αλλά και όσα επέλεξε να ξεχάσει, και να αναδειχθούν προσωπικότητες που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αξίζει να καταγραφούν στη δική μας θεώρηση. Χωρίς τρανταχτές εκπλήξεις αλλά και με ένα μέσο επίπεδο που τιμά τον θεσμό, το Φεστιβάλ κλείνει φέτος μαζί με την αυλαία του και την πρώτη περίοδο της ζωής του, ευελπιστώντας ο διάδοχος του Δημήτρη Εϊπίδη να συνεχίσει την ουσιαστική δουλειά με κύριο προσανατολισμό την ποιοτική ικανοποίηση του κοινού. Έτσι κι αλλιώς, το κοινό της πόλης εξακολουθεί να στηρίζει την προσπάθεια και να γεμίζει τις αίθουσες, αν και το πρώτο μισό του Φεστιβάλ συνέπεσε με το εορταστικό τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, οδηγώντας αναπόφευκτα σε αρκετές μισοάδειες (ή μήπως είναι μισογεμάτες;) προβολές.

Το FREE CINEMA βρέθηκε στις προβολές του Ολύμπιον και του Λιμανιού και προσπάθησε να ξεχωρίσει τα ντοκιμαντέρ του προγράμματος που το εντυπωσίασαν περισσότερο με την τόλμη τους, την ανθρωπιά τους, την πρωτοτυπία και την προσέγγισή τους. Οι επιλογές, φυσικά, όπως επιβάλλει και η ίδια η φύση ενός ντοκιμαντέρ, είναι αυστηρά προσωπικές. Αυτό που παραμένει κοινό, όμως, είναι το εξερευνητικό βλέμμα που υποστηρίζει ένας τέτοιος θεσμός.

Landfill Harmonic - A Symphony of the Human Spirit 1

«LANDFILL HARMONIC» ΤΩΝ ΜΠΡΑΝΤ ΟΛΓΚΟΥΝΤ & ΓΚΡΑΧΑΜ ΤΑΟΥΝΣΛΙ

Μία ορχήστρα από την Παραγουάη, η οποία χρησιμοποιεί μόνο όργανα φτιαγμένα από σκουπίδια, γίνεται viral και καταφέρνει να μετατραπεί σε σύμβολο της δύναμης της μουσικής και, τελικά, του ίδιου του ανθρώπου. Ναι, η ταινία πατάει τόσο στο… inspirational κομμάτι (παθιασμένες ματιές, χαμόγελα ευτυχίας, εμψυχωτική μουσική) που σχεδόν κινδυνεύει να αποσπάσει την προσοχή από την ουσία της, ναι, αγνοεί τόσο πολύ το οικονομικό σκέλος επιβίωσης μιας τέτοιας προσπάθειας που πραγματικά απορείς πώς μπορεί και επιβιώνει ένα τέτοιο πόνημα χωρίς να παίρνεις ποτέ απάντηση και, ναι, σκηνοθετικά βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο, περισσότερο παρασυρόμενη από την ιστορία της παρά έχοντας τον αφηγηματικό έλεγχο αυτής (ειδικά η «ανατροπή» της πλημμύρας μοιάζει ένθετη και όχι ένα κομβικό σημείο της εξέλιξης). Πέρα από αυτά, ωστόσο, είναι δύσκολο να δει κανείς το φιλμ χωρίς να δακρύσει (δεν κέρδισε τυχαία το βραβείο κοινού). Γιατί είναι τόσο μεγάλη η δύναμη της Τέχνης (εδώ της μουσικής), τόσο πλούσιο το ταλέντο αυτών των παιδιών, τόσο θαυμαστή η αποφασιστικότητα του δασκάλου τους, τόσο περήφανη και γεμάτη ελπίδα η ματιά των γονιών τους και τόσο απρόσμενη όσο και… αμερικάνικα «κουλή» η παρέμβαση των Megadeth (!), που απογειώνουν ολόκληρο το αποτέλεσμα και το μετατρέπουν από απλό αξιοπερίεργο σε ουσιαστική νίκη της πνευματικής και της ηθικής επιβίωσης και αναγνώρισης. Κάποιες φορές μέσα στα σκουπίδια κρύβονται οι καλύτερες ιστορίες του σύμπαντος.

In Transit

«IN TRANSIT» ΤΩΝ ΑΛΜΠΕΡΤ ΜΕΪΖΛΣ, ΛΙΝ ΤΡΟΥ, ΜΠΕΝ ΓΟΥ, ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΟΥΣΟΥΙ & ΝΕΛΣΟΝ ΓΟΥΟΚΕΡ ΙΙΙ

Μία έγκυος που είναι στις μέρες της και βγάζει-δεν βγάζει το ταξίδι, μία μάνα και μια κόρη που αφήνουν πίσω το παρελθόν τους βασιζόμενες η μία στην άλλη, ένας πρώην πεζοναύτης με πάθος για τη φωτογραφία, μία ανύπαντρη μητέρα τεσσάρων παιδιών που γυρίζει πίσω επιθυμώντας τη συμφιλίωση με την οικογένειά της, πλήθος καιροσκόπων που αναζητούν το μέλλον στον επόμενο προορισμό ως χρυσοθήρες νέας γενιάς, ένας τύπος που παραιτήθηκε από τη δουλειά του και δεν τον κρατάει πια τίποτα πίσω και πλήθος ακόμα ανθρώπων χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς περνούν και χάνονται μπροστά από την κάμερα, κάνοντας ένα ταξίδι τριών ημερών με το τρένο να αποκαλύπτει ένα πορτρέτο της μέσης Αμερικής, όχι μακριά από τα κλισέ με τα οποία συνήθως τη χαρακτηρίζουμε αλλά σίγουρα με ένα ανθρώπινο βλέμμα το οποίο επιχειρεί να φανερώσει τον πόνο πίσω από την περήφανη (υποτίθεται) ματιά. Ενδοσκοπικό, ανθρωποκεντρικό και ευαίσθητο, το «In Transit» αναζητά πολλά περισσότερα από όσα φαίνονται αρχικά, ειδικά αν κάποιος έχει τη διάθεση να κοιτάξει μέσα στα μάτια και να αγνοήσει το μοτίβο των επαναλαμβανόμενων λέξεων. Επίσης, το φιλμ αποτελεί το κύκνειο άσμα του Άλμπερτ Μέιζλς. Πόσο ταιριαστό, να συμπίπτει με ένα κυριολεκτικό ταξίδι της μέσης Αμερικής που τόσο εξερεύνησε στις ταινίες του…

A family Affair

«A FAMILY AFFAIR» ΤΟΥ ΤΟΜ ΦΑΣΕΡΤ

Εδώ δεν θα βρει κανείς ούτε σκοτεινά οικογενειακά μυστικά, ούτε σοκαριστικές αλήθειες και, προς τιμήν του, ο σκηνοθέτης Τομ Φάσερτ δεν αντιμετωπίζει έτσι καμία πτυχή της ιστορίας του. Αντιθέτως, επιχειρεί να κάνει το πορτρέτο ενός πολύ κοντινού ανθρώπου του (κατ’ αίμα, γιατί η γιαγιά του παραμένει ο άγνωστος Χ του σογιού και η συλλέκτις μιας καταστροφικής φήμης από τον πατέρα και τον θείο του μέχρι το πιο μακρινό μέλος της οικογένειας), να κοιτάξει πίσω από τις πληγές τού παρελθόντος και να προσπαθήσει να καταλάβει (όχι να αιτιολογήσει), να σκιαγραφήσει τις δυνάμεις που ωθούν κάποιον να πάρει δύσκολες αποφάσεις και να αντιμετωπίσει, επιτέλους, την ίδια την έννοια της εγκατάλειψης, απαλύνοντας τις πληγές. Αν και πλατειάζει κάπου στη μέση, είναι θαυμαστός ο κυκλικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει την ιστορία του, καθώς και η ματιά με την οποία αποκαλύπτει σταδιακά τη γιαγιά του, για να καταλήξει σε μερικά σκληρά συμπεράσματα. Ο άνθρωπος ίσως να μην αλλάζει, ίσως όπου υπάρχει καπνός να υπάρχει και φωτιά, όμως αυτό δεν σημαίνει πως η πλήρης αλήθεια είναι πάντα μπροστά στα μάτια μας και αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο πράγμα που υπογραμμίζει η ματιά του Φάσερτ.

I am belfast

«I AM BELFAST» ΤΟΥ ΜΑΡΚ ΚΑΖΕΝΣ

Ο Μαρκ Κάζενς αγαπάει την πόλη του. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο πήρε την κάμερά του για δύο ολόκληρα χρόνια, γύρισε κάθε στενό τής πόλης και μάζεψε εικόνες που θα αποκάλυπταν ένα μη τουριστικό αλλά ουσιαστικό πρόσωπο του άστεως, εικόνες τις οποίες έντυσε με έναν διάλογο – εύρημα ανάμεσα στον ίδιο και μια γυναίκα που υποστηρίζει ότι είναι… η ίδια η πόλη! Γενικά, η τόσο πομπώδης αφήγηση με αφήνει αδιάφορο (στην καλύτερη περίπτωση, γιατί διαφορετικά με εκνευρίζει), όμως εδώ ο Κάζενς μοιάζει όντως να έχει αποθανατίσει την ψυχή τού Μπέλφαστ, τις κρυμμένες γωνίες του, τον απόηχο της ιστορίας και την αύρα των ανθρώπων χωρίς να φαίνεται ψεύτικος (αν και συμπεριλαμβάνει πολλές σκηνοθετημένες σκηνές) ή να πασχίζει για εύκολο εντυπωσιασμό. Κάποιες φορές φλερτάρει με την αφέλεια (ειδικά όταν θέλει να δείξει την ανθρωπιά των κατοίκων – ωραίες προθέσεις αλλά πολύς ο διδακτισμός), όμως κατά κανόνα παραμένει καίριος και με πολύ καλή αίσθηση του χώρου και της ατμόσφαιρας (καταλυτική η συμβολή του Κρίστοφερ Ντόιλ, λες και έχει περάσει τα πάντα από ένα φίλτρο αποκάλυψης της αλήθειας). Στα highlights ανήκουν η σύσταση των δύο ηλικιωμένων λεσβιών, η εξέταση των πλάνων με κώδικες ζωγραφικής και η τόση προσοχή στη λεπτομέρεια, ανάγοντας κάθε πτυχή του κάδρου σε ολόκληρο γεγονός επάνω στην οθόνη. Στο τέλος παρασύρεται από τον συναισθηματισμό λίγο περισσότερο από όσο θα ήθελα αλλά, τουλάχιστον, παραμένει πάντα απόλυτα αυθεντικός, ειλικρινής και ακομπλεξάριστος.

utopia-by-apostolos-karakasis

«ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ: ΟΥΤΟΠΙΑ» ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΡΑΚΑΣΗ

Όταν το εργοστάσιο της ΒΙΟ.ΜΕ. στη Θεσσαλονίκη κλείνει, μερικοί εργάτες αποφασίζουν να κάνουν κάτι επαναστατικό: να το καταλάβουν και να το λειτουργήσουν μόνοι τους, με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας. Και όμως, η μεγαλύτερη επιτυχία εδώ είναι το γεγονός ότι η κάμερα αρνείται να πάρει θέση, αρνείται να κρίνει, αρνείται να βάλει σε ταμπέλες τους ανθρώπους που παρατηρεί. Αντίθετα, προβάλλει τις αντιφάσεις, τον πανικό, την αβεβαιότητα, τα πισωγυρίσματα, τις πολιτικές υποσχέσεις, την απολογία του «αφεντικού». Το εντυπωσιακό είναι πως από όλο αυτό δημιουργείται ένα κοινωνικό ψυχογράφημα, το οποίο μπορεί να επεκταθεί και, τελικά, να αγγίξει πολύ περισσότερον κόσμο από όσον αρχικά αφορά. Δεν είναι εργατικό μανιφέστο, δεν είναι ο… «θρίαμβος της θέλησης», δεν είναι καν ένα παραμύθι. Είναι ένα ρεαλιστικό πορτρέτο, μια αφήγηση έμπνευσης, μια ιστορία της διπλανής πόρτας της κρίσης και ο αγώνας για το αντίδοτο σε αυτήν. Δεν είμαι σίγουρος στο κατά πόσο κάλυψε πλήρως όλες τις προσωπικότητες που ακολουθούσε, όμως σε δυο-τρεις περιπτώσεις έκανε εξαιρετική δουλειά και μετέδωσε επαρκώς το πάθος με όλα τα καλά και τα κακά που μπορεί να επιφέρει. Η ταινία κυκλοφορεί την Πέμπτη στους κινηματογράφους, οπότε θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα τότε.

uncle howard

«UNCLE HOWARD» ΤΟΥ ΑΑΡΟΝ ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ

Ο Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης Χάουαρντ Μπρούκνερ πέθανε από AIDS το 1989, ενώ ετοίμαζε την πρώτη μεγάλη χολιγουντιανή ταινία του. Ο ανιψιός του, όμως, είναι αποφασισμένος να μην αφήσει ανεξερεύνητη την «κληρονομιά» τού θείου του. Αν εξαιρέσεις τον συναισθηματισμό που αναπόφευκτα του στερεί την αντικειμενικότητα (δεν είναι κάτι κακό αυτό απαραίτητα), ο «Uncle Howard» βγάζει αβίαστα την αίσθηση ενός home video και μάλιστα ενός ανθρώπου που ξεκάθαρα θαυμάζει το αντικείμενό του. Και είναι εύκολο να το δει κανείς αυτό, καθώς ο Άαρον Μπρούκνερ καταφέρνει τόσο πολύ να μεταδώσει τη ζεστασιά του για τον θείο του ως άνθρωπο (μοιάζουν και εμφανισιακά, παραδόξως), που μέχρι το τέλος τα πάντα νιώθουν και είναι οικεία. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει εις βάρος της κινηματογραφικής persona τού Χάουαρντ Μπρούκνερ, που μπορεί να αναφέρεται ως ταλέντο του σινεμά που έσβησε νωρίς, όμως κάτι τέτοιο ελάχιστα στοιχειοθετείται από την ταινία (ο Μπρούκνερ αποσιωπά ακόμα και το γεγονός ότι η feature ταινία του θείου του έπεσε θύμα της «μονταζιέρας» τού studio μετά τον θάνατό του και λίγο-πολύ θάφτηκε στην εποχή του). Το αρχειακό υλικό, που αποκαλύπτει και στοιχεία από την καλλιτεχνική σκηνή της περιόδου, είναι ανεκτίμητο (με εμφανίσεις από Τζιμ Τζάρμους, Σάρα Ντράιβερ και στιγμιαία ξαφνικά περάσματα από Άντι Γουόρχολ, Φίλιπ Γκλας, Λόρι Άντερσον και άπειρα ακόμα ονόματα), όπως και η τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζεται όλο το υλικό, ειδικά σχετικά με την προσωπική ζωή του Μπρούκνερ. Ως οικογενειακό πορτρέτο πετυχαίνει διάνα, ως αυτόνομο κομμάτι τεκμηρίωσης… όχι και τόσο.

under the sun

«UNDER THE SUN» ΤΟΥ ΒΙΤΑΛΙ ΜΑΝΣΚΙ

Αυτή είναι μια ταινία για την ιδανική ζωή σε μια ιδανική χώρα! Για το πώς καινούργιοι ιδανικοί άνθρωποι μπαίνουν σε αυτόν τον τέλειο κόσμο ή αλλιώς πώς ένα μικρό κορίτσι ξεκινά την πολιτική του πορεία σε μια χώρα όπου οι γονείς της με τις ιδανικές δουλειές είναι περήφανοι και ο κόσμος χειροκροτεί κάθε επιτυχία τους. Με άλλα λόγια, αυτή είναι μια ταινία γυρισμένη στη Β. Κορέα, εγκεκριμένη από τη Β. Κορέα και, όμως, κρίνοντας αφανώς τη Β. Κορέα! Είναι φανταστικό το πώς λειτούργησε όλο αυτό το πείραμα, το οποίο παίρνει ουσιαστικά ένα σενάριο απόλυτης ευτυχίας που γράφτηκε από τη «χώρα της Επαγγελίας», ακολουθώντας μια τυπική Αγία Οικογένεια στην καθημερινότητά της, για να παρουσιάσει τα γυρίσματα και τα παρασκήνια αυτών με τέτοιον τρόπο που αμφισβητεί συθέμελα όλη την «αλήθεια» της ταινίας. Όλο αυτό λειτουργεί επαρκώς συνειρμικά για να γκρεμίσει σταδιακά αυτή τη βιτρίνα της ευτυχίας και παράλληλα να δώσει τόσο πολλές έμμεσες πληροφορίες ώστε να γίνεται απόλυτα αποκαλυπτικό, χωρίς να λέει ουσιαστικά τίποτα απροκάλυπτα! Αυτή είναι η δύναμη των ντοκιμαντέρ, αυτός είναι και ο τρόμος της αλήθειας, ό,τι πιο δυνατό είδα φέτος στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ και χωρίς να φαίνεται καν να ζορίζεται γι’ αυτό. Μπράβο.

La france est notre patrie

«LA FRANCE EST NOTRE PATRIE» ΤΟΥ ΡΙΤΙ ΠΑΝ

Ύστερα από το «The Missing Picture», o Ρίτι Παν μεταπηδά εικονικά στο είδος του βωβού φιλμ και παρουσιάζει ένα ντοκιμαντέρ κρυμμένο πίσω από ένα ενημερωτικό φιλμ τού περασμένου αιώνα, χρησιμοποιώντας υλικό της εποχής και ψεύτικους υπέρτιτλους στο πνεύμα του προπαγανδιστικού κλίματος που θα περίμενε κανείς τότε. Η Γαλλία που μεταδίδει πολιτισμό, που σώζει τους γηγενείς από την αμορφωσιά, που μεταλαμπαδεύει το πνεύμα του Διαφωτισμού και που κάνει μόνο καλό σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ντόπιων είναι για τον Παν ένα πρώτης τάξης όχημα για να πει μια ιστορία κρυμμένη ανάμεσα στις λέξεις, χωρίς ποτέ να πει προφανώς κάτι αρνητικό, αλλά με τη διάχυτη ειρωνεία να αλλάζει τη σημασία των λέξεων και να αποκαλύπτει χωρίς δυσκολία την αλήθεια. Εξαιρετικά ιδιαίτερη δουλειά, ίσως λίγο επαναλαμβανόμενη, ακόμα και στη μικρή της διάρκεια, με εξαιρετική ωστόσο δύναμη εικόνων και τεράστια ιστορική αξία υλικού.

no home movie

«NO HOME MOVIE» ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΛ ΑΚΕΡΜΑΝ

Είναι άραγε «No Home / Movie», δηλαδή μια ταινία για τη συμφιλίωση με την έννοια της μη πατρίδας, «Νο / Ηome Movie», δηλαδή όχι ένα απλά ερασιτεχνικό video «οικιακής» χρήσης ή μήπως κάτι και από τα δύο; Υπήρχαν στιγμές που υπέφερα βλέποντάς το και άλλες στιγμές που αναρωτήθηκα πόσα μπορεί να κρύβει ο ψυχισμός της Ακερμάν και τι από αυτά με αφορά τελικά. Στο τέλος, επηρεάστηκα τόσο πολύ από το αποτέλεσμα που δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω ψύχραιμα. Ειδικά μετά την αυτοκτονία της ίδιας, περισσότερο από αποχαιρετισμός στη μητέρα της και αποδοχή της νομαδικής φύσης τής ίδιας (σε αντίθεση με τη ζωή τής γυναίκας που ουσιαστικά ενέπνευσε τη «Jeanne Dielman» – υπάρχει ακόμα και αναφορά στην ιεροτελεστία του καθαρίσματος της πατάτας), το «No Home Movie» είναι η συμφιλίωση της σκηνοθέτιδος με τον θάνατο και η απώλεια κάθε συνδετικού της κρίκου με τη ζωή. Εκεί αποκτά νόημα και το έρημο δέντρο της αρχής που μαίνεται από τον άνεμο, και τα πλάνα τής ερήμου του Ισραήλ αλλά και τα ψυχρά πλάνα τής καταγραφής εντός σπιτιού. Είναι ανατριχιαστική η ουσία που αναδεικνύεται μετά από τα τελευταία γεγονότα της ζωής της και ακριβώς αυτή η επίδραση στις αισθήσεις είναι η πραγματική δύναμη της Τέχνης, ακόμα κι αν μας κάνει να υποφέρουμε με την προβολή της.

(t)error 2015

«(T)ERROR» ΤΩΝ ΛΙΡΙΚ Ρ. ΚΑΜΠΡΑΛ & ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΦΙΛΙΞ ΣΑΤΚΛΙΦ

Μέχρι τα μισά, το «(Τ)ERROR» είναι η καταγραφή της ιστορίας ενός απλού ανθρώπου, ο οποίος νομίζει ότι είναι κατάσκοπος ουσίας και επιτελεί σημαντικό, ουσιαστικό έργο. Στο δεύτερο μισό, ωστόσο, ένα εύρημα της αφήγησης (το οποίο λειτουργεί τόσο ως ανατροπή όσο και ως επέκταση των οριζόντων της ταινίας) αλλάζει τους όρους και μετατρέπει την ταινία σε μια σαφώς μεγαλύτερη ιστορία, ικανή να αγγίξει σχεδόν όλη την μετά 9/11 Αμερική. Η δε αίσθηση ότι όλα καταγράφονται μυστικά κάνει το φιλμ ακόμα πιο «επείγον» και άμεσο στην αίσθησή του, σαν ένα θρίλερ πραγματικότητας που μοιάζει καταδικασμένο να επαναλαμβάνεται όσο υπάρχουν τα κατάλληλα γρανάζια του μηχανισμού. Οι προσωπικές μαρτυρίες είναι μάλλον περιττές, καθώς προσπαθούν να προσδώσουν βάθος σε χαρακτήρες που βασικά δεν το χρειάζονται (αυτή μοιάζει να είναι μια προσωπική ιστορία αλλά δεν είναι), ωστόσο όλη η υπόλοιπη κινηματογράφηση είναι καίρια, καυστική και το κυριότερο μοιάζει επικίνδυνη, κάτι το οποίο πάντα προσδίδει πόντους σε ένα ντοκιμαντέρ (ειδικά επικαιρότητας). Αξίζει να το σημειώσετε για μελλοντική αναζήτηση.

poster_doc_fest_18