FreeCinema

Follow us
21.0320:00

Doc Fest 17: 10 ντοκιμαντέρ για 10 μέρες.


Ύστερα από 10 μέρες διερευνητικών ματιών στην ελληνική πραγματικότητα, την παγκόσμια κοινωνία, τις αθέατες γωνίες τού όχι και τόσο μακρινού μας κόσμου και την ίδια την ατομική αλλά και συλλογική μνήμη, το 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ολοκληρώνει αποτελεσματικά ακόμα έναν κύκλο του. Όσα ακολουθούν, είναι οι εικόνες που μας έμειναν στη μνήμη.

Γράφαμε και πριν το ξεκίνημα ότι το μεγάλο προτέρημα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι ότι ανέκαθεν ήταν και εξακολουθεί να παραμένει χαμηλότονο, εστιάζοντας περισσότερο σε ένα ουσιαστικά ενδιαφέρον πρόγραμμα παρά σε ηχηρές παρουσίες, τυμπανοκρουσίες και δημοσιοσχετίστικους αντιπερισπασμούς, οι οποίοι ταλαιπώρησαν το «μεγάλο αδελφάκι» του, κυρίως στις προ κρίσης εποχές. Το περιορισμένο, πλέον, budget δεν δίνει, έτσι κι αλλιώς, τη δυνατότητα για κάτι περισσότερο, όμως είναι σαφής (και ίσως πιο επιτακτική από ποτέ) η προσπάθεια του Φεστιβάλ να διατηρήσει τις αίθουσες γεμάτες και τις επιλογές αρκετές, ώστε να προκύψει στο τέλος ένα χαρακτηριστικό πανόραμα από τις εκφάνσεις μιας σύγχρονης παγκόσμιας πραγματικότητας που θα τραβήξει τον κόσμο στις αίθουσες.

Και, όντως, τις δέκα μέρες που διήρκεσε η διοργάνωση παρατηρήθηκε ικανοποιητική προσέλευση κόσμου, η οποία προκάλεσε αρκετά sold-out (κυρίως τις ώρες αιχμής και τις περισσότερο βολικές μέρες) αλλά και σημαντική προσέλευση δημιουργών, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να παρουσιάσουν το παρασκήνιο των ντοκιμαντέρ τους και – γιατί όχι – να «συμπληρώσουν» ζωντανά ένα κομμάτι της αλήθειας τους. Ο κακός καιρός που παραδοσιακά σχετίζεται μόνο με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου δημιούργησε μεν αρκετές δυσαρέσκειες (η πρώτη κριτική για κάθε ντοκιμαντέρ, όταν άνοιγαν οι πόρτες για την έξοδο, ήταν… «Γιατί κάνει τόσο κρύο;!»), όμως, από την άλλη, ώθησε το κοινό να… κλειστεί ακόμα περισσότερο στις αίθουσες παρά να αναζητήσει τα λιγοστά και διασκορπισμένα στην πόλη (σε αντίθεση με την πανάκεια της Αποθήκης Γ τον Νοέμβριο) parties.

Τι μένει στο τέλος ενός τέτοιου δεκαημέρου; Σίγουρα ικανοποίηση για την ολοκλήρωση ακόμα μίας χρονιάς με επιτυχία, σαφώς ευχαρίστηση που το κοινό της πόλης υποστηρίζει θερμά ένα περισσότερο δύσκολο και απαιτητικό Φεστιβάλ και αρκετός προβληματισμός για το μέλλον, με τον περιορισμό τού προϋπολογισμού να κάνει τη διεξαγωγή κάθε χρονιάς όλο και πιο δύσκολη. Αν, όμως, μας έχουν μάθει κάτι οι αληθινοί ήρωες των ντοκιμαντέρ, αυτό είναι ότι οι δυσκολίες ξεπερνιούνται με αρκετή θέληση και ακόμα περισσότερη αγωνιστικότητα, ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Εξάλλου, οι ίδιες οι εμπειρίες εντός της κινηματογραφικής αίθουσας είναι εκείνες που τελικά επιβραβεύουν αλλά και δίνουν σημασία σε όλη αυτή την προσπάθεια. Στη συνέχεια, ακολουθούν οι δέκα ταινίες του προηγούμενου δεκαημέρου που έμειναν περισσότερο στη μνήμη. Οι επιλογές, φυσικά, όπως επιβάλλει και η ίδια η φύση ενός ντοκιμαντέρ, είναι αυστηρά προσωπικές.

hip hop-eration

«HIP-HOPERATION» ΤΟΥ ΜΠΡΙΝ ΕΒΑΝΣ

Εκτός από πρόβατα, χόμπιτ και ξωτικά, η Νέα Ζηλανδία, και μάλιστα με την επίσημη επιβεβαίωση του βιβλίου των ρεκόρ Guinness, στεγάζει και το γηραιότερο dance group του πλανήτη! Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί το σχέδιο ζωής τής χορογράφου Μπίλι Τζόρνταν, η οποία, ύστερα από μια σχεδόν θανάσιμη εμπειρία, αποφάσισε να απασχοληθεί με κάτι που να προάγει τη ζωή και τη θέληση, ακόμα και αν αυτό τη μετέτρεψε άθελά της σε manager ενός χορευτικού club ηλικιωμένων, των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τα 60 έως και τα… 94 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η Τζόρνταν κατάφερε να φτάσει αυτή την παράδοξη ομάδα μέχρι το… παγκόσμιο πρωτάθλημα hip-hop του Λας Βέγκας, ξεπερνώντας στην πορεία τις αναστολές των υποψήφιων χορευτών της, τα οικονομικά εμπόδια και τις πρακτικές δυσκολίες που αναγκαστικά φέρνει η τρίτη ηλικία! Ο σκηνοθέτης Μπριν Έβανς ακολουθεί με παραδοσιακό τρόπο την προετοιμασία της Μπίλι και της ομάδας, παρεμβάλλοντας ταυτόχρονα προσωπικές εξομολογήσεις των κυριότερων μελών της, που δεν έχουν στόχο να δικαιολογήσουν το παράδοξο της επιλογής του hip-hop αλλά, κυρίως, να ρίξουν φως στην ιστορία τους και να υπογραμμίσουν τους λόγους που παραμένουν τόσο πνευματικά ενεργά (και επίμονα) στην ηλικία τους. Οι αφηγήσεις, φυσικά, περιλαμβάνουν κατεστραμμένες σχέσεις και όνειρα, όμως, όλοι βρίσκονται επικεντρωμένοι στη θετική πλευρά της ιστορίας. Και αυτό είναι που μένει στο τέλος, ουσιαστικά. Μία καταγραφή της αισιοδοξίας, μία ιστορία παράδοξης επιμονής, ένα χαμόγελο που απομακρύνει κάθε θλίψη από το μυαλό (χωρίς, όμως, να την αγνοεί) και η επιβράβευση μιας τιτάνιας προσπάθειας, γεγονός που κάνει το ντοκιμαντέρ αβίαστα συγκινητικό και ταυτόχρονα απόλυτα ζωντανό!

The measure of all things 02

«THE MEASURE OF ALL THINGS» ΤΟΥ ΣΑΜ ΓΚΡΙΝ

Μιλώντας για ρεκόρ Guinness, η πιο απίθανη εμπειρία του δεκαημέρου ήταν αναμφισβήτητα η παρουσίαση του «The Measure of All Things» στο Ολύμπιον, ενός project που συνδύασε ζωντανή αφήγηση, live μουσική από σκηνής (από τους yMusic, υπέρμαχους της μίξης κλασικής και pop μουσικής) και φωτογραφική παρουσίαση, ένα ντοκιμαντέρ που, ουσιαστικά, δημιουργείται κατά τη διάρκεια της βραδιάς και στόχο έχει την πανοραμική παρουσίαση των ρεκόρ Guinness ως μια απόπειρα να εξεταστεί η σημασία τους, τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο. Από τον ψηλότερο άνδρα και τον άνθρωπο που έχει χτυπηθεί περισσότερες φορές από κεραυνό έως το γηραιότερο έμβιο ον και τη γυναίκα με τα μεγαλύτερα νύχια, η αναζήτηση έχει ρυθμό, χιούμορ και γλυκιά μελαγχολία ικανή να σε παρασύρει, ακόμα και αν το τελικό αποτέλεσμα δεν καταφέρνει να γίνει όσο ενδοσκοπικό θα ήθελε. Η μοναδικότητα της παρουσίασης ωστόσο και ο πειραματισμός με τη φόρμα ενός ντοκιμαντέρ κάνει την εμπειρία απολαυστική, ακόμα και όταν αναίτια, προς το φινάλε, ο αφηγητής παραστρατεί προς τα πολιτικά φρονήματα των αδελφών Γκίνες, χάνοντας για λίγο τον προσανατολισμό του.

Silvered Water, Syria Self-portrait

«SILVERED WATER, SYRIA SELF-PORTRAIT» ΤΩΝ ΟΣΑΜΑ ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΚΑΙ ΟΥΙΑΜ ΣΙΜΑΒ ΜΠΕΡΝΤΙΞΑΝ

Πόσο «cinéma vérité» είναι η καταγραφή του σήμερα στη Συρία; Πόσο μιούζικαλ κάνει την κινηματογράφηση η συνεχής «μουσική» συνοδεία των πυροβολισμών και των εκρήξεων; Πόσο ιστορία των «1001 Νυχτών» αποτελεί η αφήγηση μιας «εξωτικής» πραγματικότητας; Ο Οσάμα Μοχάμεντ αγαπά το σινεμά αλλά, κυρίως, αγαπά την πατρίδα του και το «Silvered Water, Syria Self-Portrait», πολυβραβευμένο ήδη (με πρεμιέρα στις ειδικές προβολές του Φεστιβάλ των Καννών και βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ του Λονδίνου) και πολυσυζητημένο, είναι ένα γράμμα αγάπης προς αυτήν, μια αυτοπροσωπογραφία του τώρα και η αγνή, αλογόκριτη αλήθεια ταυτόχρονα, η φωνή ενός δημιουργού αλλά, κυρίως, η κραυγή μιας ολόκληρης χώρας. Το ντοκιμαντέρ αποτελείται από 1001 εικόνες που ο Μοχάμεντ μόνταρε από το διαδίκτυο είτε παρέλαβε ως… κληρονομιά από την Μπεντιρξάν (Silvered Water είναι η αγγλική μετάφραση του ονόματός της), η οποία του έστειλε το δικό της υλικό καθώς εκείνος παραμένει πλέον εκτός χώρας, χωρίζοντας την καθημερινότητα σε κεφάλαια. Βασανισμοί, φόνοι, εκτελέσεις στις διαδηλώσεις, εκρήξεις, περιπλανήσεις ακρωτηριασμένων ζώων στο έρημο αστικό τοπίο, δημιουργούν μια εναλλακτική αφήγηση της Σεχραζάντ, στην οποία η κάμερα μπορεί να αλλάζει χέρια, η συλλογική εξιστόρηση, όμως, παραμένει κοινή. Στα 90 λεπτά της ταινίας, υπάρχουν στιγμές όπου δεν αντέχεις περισσότερο, όπου έχεις την ανάγκη να φωνάξεις «όχι άλλο». Ακριβώς αυτό, όμως, δεν αποδεικνύει ότι οι σκηνοθέτες πραγματοποίησαν τον σκοπό τους, κάνοντάς μας κοινωνούς τού οράματός τους; Ο Μοχάμεντ και η Μπεντιρξάν, εξάλλου, δεν έχουν στόχο να περιγράψουν τον πόλεμο αλλά την κοινωνική κατακραυγή. Γι’ αυτό και η ταινία αφιερώνεται στον Ομάρ, ένα παιδί που μεγαλώνει στα ερείπια έχοντας απόλυτη γνώση σε ποια σημεία της γειτονιάς υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές. Ο Ομάρ (όπως και το νεογέννητο που ανοίγει το φιλμ) είναι το μέλλον. Και οι δημιουργοί δεν έχουν πάψει να ελπίζουν σε αυτό.

the look of silence

«THE LOOK OF SILENCE» ΤΟΥ ΤΖΟΣΟΥΑ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ

Όποιος έχει δει το «The Act of Killing», γνωρίζει ότι ο Τζόσουα Οπενχάιμερ δεν διστάζει να πλησιάζει απροκάλυπτα τη σκληρότητα του θέματος, ούτε προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από μαρτυρίες ψεύτικης μεταμέλειας και δακρύων. Καταγράφει την παράνοια των δολοφόνων με χαμόγελο, τους αφήνει να αστειευτούν για τις βαρβαρότητες που πραγματοποίησαν κατά τα νεανικά τους χρόνια (και οι οποίες ακόμα τους φέρνουν σε θέση ισχύος) και μαγνητοσκοπεί την καθημερινότητά τους σαν να πρόκειται για τους ήρωες της διπλανής πόρτας. Για εκείνον, το ανθρώπινο τέρας βρίσκεται δίπλα μας και δεν χρειάζεται καμία υποκρισία, ούτε υπερβολική δραματοποίηση για το αυτονόητο (αν και σαφέστατα, ανατριχιαστικό). Στο «The Look of Silence», o Οπενχάιμερ συμπληρώνει την εικόνα της τραγωδίας και στρέφει την οπτική του στην πλευρά των θυμάτων. Το ντοκιμαντέρ αποτελεί όχι τόσο sequel όσο τον καθρέφτη του αρχικού φιλμ και την ολοκλήρωση της εικόνας μιας κατάστασης, που μοιάζει τόσο κινηματογραφική ακριβώς γιατί ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει το μέγεθος της τραγωδίας. Σε αυτό το φιλμ, ήρωας (και, ενδεχομένως, ο ανώνυμος συν-σκηνοθέτης) είναι ο Άντι, ένας 44χρονος οπτικός, ο οποίος, όταν το παιδί του τού περιγράφει το πώς τους μεταφέρθηκε στο σχολείο η ιστορική πραγματικότητα, αποφασίζει να αντιμετωπίσει ο ίδιος τους δολοφόνους του αδελφού του κατά τα γεγονότα του 1965, και να τους ρωτήσει ευθέως για την οπτική τους ενώ, ειρωνικά, τους μετρά την όραση. Εξ ορισμού, το «The Look of Silence» φαντάζει πολύ πιο προσωπικό ως εγχείρημα, με μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση και έναν πολύ πιο φανερό αγώνα, που στόχο έχει να προκαλέσει την αντίδραση των θυτών. Ακόμα, όμως, και αν χάνει το στοιχείο της έκπληξης σε σχέση με τον προκάτοχό του (και το πιο πιασάρικο στοιχείο τού «κακού» ως πρωταγωνιστή της ιστορίας), κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη δύναμη της αφήγησης και την ικανότητά του να ξεγυμνώνει ψυχικά όσους ακολουθεί με την κάμερά του.

Who took Johnny

«WHO TOOK JOHNNY» ΤΩΝ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΪΛΙΝΣΟΝ, ΣΟΥΚΙ ΧΟΛΙ, ΜΑΪΚΛ ΓΚΑΛΙΝΣΚΙ

Η επανεξέταση μιας διαβόητης υπόθεσης, που έμεινε στον πάγο για περισσότερο από τριάντα χρόνια: ο Τζόνι Γκος απήχθη ένα πρωινό της Κυριακής όταν μοίραζε τις εφημερίδες και παραμένει εδώ και τριάντα χρόνια αγνοούμενος, χωρίς ποτέ οι αρχές να ενδιαφέρθηκαν πραγματικά για την ανεύρεσή του. Η μητέρα του, δε, παραμένει μέχρι σήμερα μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, κατά πολλούς τρελή, κατά πολλούς φαντασιόπληκτη, και για τους περισσότερους απλά αφόρητη. Το «Who Took Johnny» είναι η δική της ιστορία, η δική της αφήγηση και η ευκαιρία της να πει τα πράγματα από τη δική της πλευρά, εξιστορώντας τόσο τον «τοίχο» που έβρισκε κάθε φορά που έφερνε η ίδια στοιχεία στην αστυνομία αλλά και πτυχές της ιστορίας οι οποίες παρέμεναν σκοτεινές και έχρηζαν πολλαπλών ερμηνειών. Αναπόφευκτα, η αφήγηση αγγίζει μερικώς το σύμπαν της συνωμοσιολογίας, όμως παραμένει αρκούντως απόμακρη και χωρίς να κρίνει το αντικείμενό της, δίνοντας αυτόν τον ρόλο στον θεατή και την ίδια του την κρίση, παραμένοντας έτσι μέχρι τέλους ψύχραιμη και απόλυτα αποτελεσματική. Το πιο ενδιαφέρον από όλα, βέβαια, είναι ότι ο Γκαλίνσκι, ένας εκ των σκηνοθετών που παραβρέθηκε στο Φεστιβάλ, παραδέχθηκε ότι, μέχρι και σήμερα, ακόμα και το ίδιο το ντοκιμαντέρ δεν τυγχάνει ενδιαφέροντος στην Αμερική, εντείνοντας το παράδοξο μιας χώρας που προτιμά να κλείνει τα μάτια παρά να παραμένει σε εγρήγορση.

Afternoon of a Faun

«AFTERNOON OF A FAUN: TANAQUIL LE CLERCQ» ΤΗΣ ΝΑΝΣΙ ΜΠΕΡΣΚΙ

Το μυστικό της – στην πλειοψηφία – επιτυχίας των ντοκιμαντέρ έγκειται κυρίως στη δύναμη της προσωπικής ιστορίας του ίδιου του αντικειμένου και η πορεία της ζωής της Τάνακιλ Λε Κλερκ σίγουρα διαθέτει όλον τον θρίαμβο, το δράμα και το σοκ που χρειάζεται για να καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως μια πανίσχυρη προσωπική αφήγηση. Η σκηνοθέτις, εξάλλου, φροντίζει από την αρχή να αναδείξει το μεγαλείο της μυθικής μπαλαρίνας μέσα από αρχειακό υλικό στο οποίο φαίνεται να χορεύει αλλά και να υπογραμμίσει το προσωπικό ύφος της αφήγησης χρησιμοποιώντας τα προσωπικά της γράμματα, που ούτε λίγο ούτε πολύ, αποκαλύπτουν ένα έντονο ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στην ίδια και τους δύο μεγαλύτερους χορογράφους της εποχής, του Ζoρζ Μπαλανσίν, του οποίου υπήρξε επίσημα μούσα και μετέπειτα σύζυγος, και του Τζερόμ Ρόμπινς. Τη μεγαλύτερη δύναμη, όμως, η Μπέρσκι την αντλεί από το ίδιο το βλέμμα της Λε Κλερκ, που στοιχειώνει ακόμα τις φωτογραφίες της. Τονίζοντας τον ερωτισμό της και το γεγονός ότι το, διαφορετικό από το έως τότε καθιερωμένο, λεπτό και ψηλόλιγνο σώμα της αποτέλεσε το ορόσημο ανάμεσα στις μπαλαρίνες του παρελθόντος και εκείνες του μέλλοντος, η Μπέρσκι μετατρέπει τη Λε Κλερκ σε μια υπερβατική παρουσία, που επηρέασε ανεπανόρθωτα τη ροή του μέσου και όλων των ανθρώπων γύρω της, ακόμα και μετά την ξαφνική της πτώση από την κορυφή, λόγω της προσβολής της από πολιομυελίτιδα στην ηλικία των 27 ετών. Στο τελευταίο του κομμάτι, το φιλμ μετατρέπεται σε μια κλασική ιστορία επιβίωσης και δύναμης της θέλησης, ακολουθώντας την ανάρρωση της Λε Κλερκ και την προσαρμογή της σε έναν νέο τρόπο ζωής, αρχικά μακριά από το μπαλέτο και σταδιακά κοντά σε αυτό, στον νέο ρόλο της δασκάλας, κινδυνεύοντας μερικώς να μετατραπεί σε αγιογραφία – όμως, τελικά, καταφέρνοντας να παρουσιάζει μια δυνατή προσωπική ιστορία, από αυτές που γοητεύουν το σινεμά αλλά βασίζονται εξολοκλήρου στην ίδια την πραγματικότητα. Όταν τα πλάνα του χορού της ξαναεπιστρέφουν στην οθόνη, καταλαβαίνεις γιατί η σκηνοθέτις χάνει ορισμένες φορές την ψυχραιμία της.

Arkadia Xaire

«ΑΡΚΑΔΙΑ ΧΑΙΡΕ» ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΟΥΤΣΑΦΤΗ

Η Αρκαδία του Φίλιππου Κουτσαφτή είναι ένας τόπος όπου η μυθολογία συνυπάρχει με τη θρησκεία και η παράδοση συμπορεύεται με την ιστορική αλήθεια. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ο σκηνοθέτης / αφηγητής (όπως και στην «Αγέλαστο Πέτρα») δεν προσπαθεί απλά να καταγράψει εικόνες στο πέρασμα των εποχών αλλά επιλέγει μια ελεγειακή προσέγγιση, που προσπαθεί να δει γύρω (στη φύση, στις παραδόσεις, στα τερτίπια του καιρού) τα σημάδια τής ιστορίας τής Αρκαδίας και, ουσιαστικά, το αποτέλεσμα όλων των συγκρουόμενων δυνάμεων. Γι’ αυτό και η πυκνή αφήγηση μεταπηδά συνεχώς από τη μυθολογία στην αρχαιολογία και από τις βυζαντινές παραδόσεις στις αγροτικές τελετουργίες, βρίσκοντας τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τις περιβαλλοντικές κακοτοπιές. Είναι μια αφήγηση έντονα συγκινησιακά φορτισμένη, εμπλουτισμένη με αποσπάσματα κειμένων (μεταξύ άλλων) του Νικηφόρου Βρεττάκου και του Ξενοφώντα και με ήχους από Vivaldi μέχρι Κωνσταντίνο Βήτα (με original συνθέσεις), περισσότερο συνειρμική παρά λογική. Αναγκαστικά η συνοχή του αποτελέσματος ποικίλλει, όμως η πίστη τού Κουτσαφτή στο υλικό του και η διάθεσή του να δει με χιούμορ και αξία παραδοσιακές πτυχές μιας χωρικής πραγματικότητας κάνει το φιλμ εξαιρετικά επικοινωνιακό.

VIRUNGA

«VIRUNGA» ΤΟΥ ΟΡΛΑΝΤΟ ΦΟΝ ΑΪΝΖΙΝΤΕΛ

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί το φιλμ του φον Άινζιντελ κατάφερε να φτάσει μέχρι τις φετινές υποψηφιότητες των Όσκαρ στην κατηγορία του καλύτερου ντοκιμαντέρ. Έχει καθαρό στόχο από την αρχή έως το τέλος, προσφέρει αγνή κινηματογραφική εμπειρία σε όλη τη διάρκειά του και παρουσιάζει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, που ναι μεν υποκύπτουν μερικώς στη στερεοτυπική αποτύπωση (η αγωνιστική ακτιβίστρια, η κακή πολυεθνική, ο ηθικός οικολόγος, ο «μετανοημένος» πρώην στρατιώτης / νυν δασοφύλακας, ο ευσυγκίνητος φροντιστής – «πατέρας» ορφανών κι υπό εξαφάνιση ορεσίβιων γοριλλών), όμως δημιουργούν μια συμπαγή αφήγηση που θυμίζει μυθοπλασία αλλά είναι πάντα ξεκάθαρο ότι αφορά την ίδια την πραγματικότητα. Ο φον Άινζιντελ δεν διστάζει να αποδείξει γιατί ο αγώνας αυτών των ανθρώπων (ενάντια στα σκοτεινά συμφέροντα λόγω της εξόρυξης πετρελαίου στην περιοχή) έχει σημασία. Αφενός, η κάμερα κινηματογραφεί με εξαιρετική πειθώ την ομορφιά της περιοχής και, αφετέρου, το πάθος στα μάτια κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Όλα φαντάζουν σαν μια αγωνιώδης ταινία μυθοπλασίας – και όμως, πρέπει να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι αυτοί είναι αληθινοί άνθρωποι που αγωνίζονται για έναν πραγματικό σκοπό, που ίσως δεν αφορά κάτι τόσο μακρινό όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Στο τέλος, η συγκίνηση που προκύπτει είναι γνήσια, η ένταση της κινηματογράφησης αβίαστη και οι δηλώσεις με αυθεντικό πάθος, δημιουργώντας κάτι που αποκτά φιλμική δύναμη αλλά και ισχύ ταινίας τεκμηρίωσης, γνωρίζοντας πότε να κάνει πίσω για να παρατηρήσει και πότε να ορμήσει μέσα στη δράση. Και αυτό είναι αρκετό για να κάνει το ντοκιμαντέρ ικανό να καταγραφεί στη μνήμη.

Night-Will-Fall

«NIGHT WILL FALL» ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΣΙΝΓΚΕΡ

Η αναπόφευκτη ματιά στην Ιστορία και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλαίσιο ενός Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ αποδεικνύεται ακόμα πιο επίπονη από το αναμενόμενο ακριβώς επειδή το «Night Will Fall» γίνεται όσο πιο άμεσο θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί. Χρησιμοποιώντας τα πλάνα που γύρισαν οι cameramen των συμμαχικών δυνάμεων υπό τις οδηγίες του Σίντνεϊ Μπρενστάιν (και τις συμβουλευτικές παρατηρήσεις του ίδιου του Άλφρεντ Χίτσκοκ), ο Σίνγκερ ανασύρει το υλικό που για λόγους συμφερόντων έμεινε στην άκρη (οι ιθύνοντες της εποχής δεν ήθελαν τελικά, ως μελλοντικό πιθανό σύμμαχο, να στοχοποιήσουν τη Γερμανία) και αποκαλύπτει ποια εικόνα αντίκρισαν οι απελευθερωτές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών μετά τη λήξη του πολέμου, με εκατοντάδες πτώματα στους δρόμους και ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας να περιμένει δικαίωση. Ελαχιστοποιώντας τις συνεντεύξεις, ο Σίνγκερ περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αφήγηση (της Έλενα Μπόναμ Κάρτερ) και, κυρίως, τη δύναμη των εικόνων του, που όχι απλά είναι σκληρές αλλά φλερτάρουν έντονα με τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Αυτή η αντίθεση των εικόνων με την ανοχή που επέδειξαν όσοι γνώριζαν για τα γεγονότα τότε είναι ένας αφηγηματικός παράγοντας που χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο ο σκηνοθέτης, όμως αυτό που απομένει στο φινάλε είναι η σημασία της αποτύπωσης και ο κινηματογραφικός χειρισμός ενός συγκλονιστικού υλικού που ανήκει στην ανθρώπινη παρακαταθήκη.

35 cows AND A KLASHNIKOV

«35 COWS AND A KALASHNIKOV» ΤΟΥ ΟΣΒΑΛΤ ΦΟΝ ΡΙΧΤΧΟΦΕΝ

Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ντοκιμαντέρ της Αφρικής, το «35 Cows and a Kalashnikov» του πρόσφατα εκλιπόντα Όσβαλτ φον Ριχτχόφεν δεν αφορά ούτε ανήλικους στρατιώτες, ούτε πείνα, ούτε σαφάρι. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης και σεναρίστας επιχειρεί να εστιάσει στην αφρικανική περηφάνια, μέσα από την παρουσίαση τριών ομάδων ανθρώπων, η κάθε μία από τις οποίες έχει τους δικούς της λόγους για να διατηρεί ψηλά το κεφάλι. Η φυλή Σούρμα της Νότιας Αιθιοπίας με τους πολεμιστές που βάφουν τεχνηέντως το σώμα τους, το ρεύμα των Δανδήδων της Μπραζαβίλ με τα φανταχτερά κοστούμια και την πολύχρωμη αμφίεση και οι βουντού παλαιστές της Κινσάσα, που συνδυάζουν το αμερικανόφερτο κατς με τις τοπικές δοξασίες περί μαγείας, λαμβάνουν το μερίδιο της προσοχής σε ένα ντοκιμαντέρ που κυρίως παρατηρεί και ακούει παρά κρίνει. Κατά στιγμές, μάλιστα, μοιάζει περισσότερο με music video παρά με ταινία τεκμηρίωσης. Ίσως στο τέλος να φαντάζει κάπως αποσπασματικό, όμως η συνειδητή προσπάθεια να ξεφύγει από την πεπατημένη αλλά και η πανέμορφη κινηματογράφηση το κάνουν αξιομνημόνευτο και σίγουρα απολαυστικό, μια προσπάθεια εστίασης σε όμορφες γωνιές της Γης και όχι στην αναταραχή που καθημερινά ταλαιπωρεί την περιοχή. Πότε ήταν η τελευταία φορά, εξάλλου, που θυμάστε ένα ντοκιμαντέρ για την Αφρική να ολοκληρώνεται με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο;

poster 17 TDF