FreeCinema

Follow us

ΜΗΝ ΨΑΧΝΕΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΣΤΟ… «ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΨΕΜΑΤΩΝ».


Για όσο χρονικό διάστημα οι κινηματογράφοι παραμένουν κλειστοί, τα γραφεία διανομής θα αναγκάζονται να καταφεύγουν στη λύση του streaming και του VoD. Η δεύτερη ταινία που μας ήρθε από την Ισπανία σε κατ’ οίκον πρεμιέρα αυτές τις μέρες είναι ένα δράμα μυστηρίου που διαδραματίζεται στο… «Νησί των Ψεμάτων».

Πρώτη (εις διπλούν, μάλιστα, αφού υπάρχει και το «Άντε Γεια Δήμαρχε!») απόπειρα της εταιρείας διανομής Weird Wave να διανέμει μέσω streaming κινηματογραφικό τίτλο, που ένεκα την ζοφερής πραγματικότητας δε μπορεί να περάσει από σκοτεινή αίθουσα. Μέσω της σχετικής υπηρεσίας του Videorama On Demand, καθώς και των ιστοσελίδων των υποστηριζόμενων κινηματογράφων Άστορ και Ανδόρα, ο θεατής μπορεί να νοικιάσει το (εκάστοτε) φιλμ έναντι χρέωσης 4,95 ευρώ, με το virtual e-ticket να ισχύει για 48 ώρες από τη στιγμή της αγοράς. Πέραν της «πρεμιέρας» τούτης, η πλατφόρμα έχει εμπλουτιστεί με αρκετά αξιόλογα φιλμ που η Weird Wave διένειμε κανονικά στις αίθουσες τον… παλιό εκείνο τον καιρό της λειτουργίας τους. Η χρέωση για τις ταινίες «καταλόγου» ξεκινά από 1,90 ευρώ (με το time frame σε αυτές τις περιπτώσεις να φτάνει τις 72 ώρες), ενώ υπάρχει και η δυνατότητα αγοράς του ψηφιακού αρχείου.

Έπειτα από μια δεκαετή περίπου καριέρα στο χώρο της τηλεόρασης και του documentary, η Ισπανίδα Πάουλα Κονς πραγματοποιεί με «Το Νησί των Ψεμάτων» το fiction σκηνοθετικό της ντεμπούτο στο σινεμά. Αντλεί έμπνευση από ένα πραγματικό γεγονός (ένα ναυάγιο που έμεινε στην ντόπια ιστορία ως «Ο Τιτανικός της Γαλικίας»), χωρίς ο σκοπός της να είναι η εξιστόρηση αυτού καθαυτού του τραγικού συμβάντος εν είδει περιπέτειας, αλλά να παρουσιάσει ένα καθαρόαιμο κοινωνικό δράμα με κάποιες θριλερικές πινελιές μυστηρίου. Όσον αφορά το πρώτο συστατικό, μπορούμε πολύ εύκολα δίπλα στη λέξη «δράμα» να βάλουμε ένα… #diplhs, ενώ σε ό,τι έχει να κάνει με το δεύτερο, θα ήταν τεράστιο… ψέμα να ισχυριστούμε πως τούτο το «Νησί» κρύβει κάποιο σπουδαίο μυστήριο.

Ατμόπλοιο που ανήμερα Πρωτοχρονιάς του 1921 έχει ξεκινήσει ταξίδι από την Ισπανία για το Μπουένος Άιρες, τσακίζεται εξαιτίας της ομίχλης στα απόκρημνα βράχια του μικροσκοπικού νησιού Σάλβορα, στ’ ανοιχτά της Γαλικίας. Τρεις ντόπιες γυναίκες δεν διστάζουν στιγμή και παρά τις δύσκολες συνθήκες μπαίνουν σε βάρκα προσπαθώντας να σώσουν όσους περισσότερους από τους φτωχούς ναυαγούς μπορούν. Καταφέρνουν να γλυτώσουν 48 από αυτούς (από ένα σύνολο 260 επιβατών), αποκτώντας παράλληλα τη φήμη των γενναίων ηρωίδων. Δημοσιογράφος ο οποίος καταφθάνει στο ιδιωτικό νησάκι προκειμένου να καλύψει το γεγονός, όμως, αρχίζει να σκαλίζει την υπόθεση, η οποία ενδεχομένως δεν είναι όσο ξεκάθαρη φαινόταν εκ πρώτης όψεως.

Η Κονς φροντίζει με το σενάριό της να δώσει (σε πολύ μεγάλο ποσοστό) τις απαντήσεις του όποιου μυστηρίου από το πρώτο κιόλας τέταρτο, με τη «μεγάλη» αποκάλυψη του φινάλε να είναι τόσο φανερή εξαρχής, σε σημείο ο θεατής ν’ αναμένει απλώς την επιβεβαίωση της α λα συγκεκριμένου βιβλίου του Ιουλίου Βερν (εκείνου με τον μακρινό φάρο…) έμπνευσης της Ισπανίδας δημιουργού. Τα ηθογραφικού τύπου στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζει την πλοκή, και που σε αποκλειστικό βαθμό έχουν να κάνουν με τις σχέσεις των λιγοστών κατοίκων αυτού του παράξενου νησιού, αλλά και με κάποιους λαϊκούς μύθους του παρελθόντος, αναπτύσσονται μ’ έναν τρόπο που περισσότερο ταιριάζει σε telenovela, με το στοιχείο των δοξασιών ειδικά (λέγε με και «μυστήριο») να υπάρχει… για να υπάρχει. Ο πλούσιος ευγενής, ιδιοκτησία του οποίου αποτελεί η νήσος Σάλβορα, ο αυστηρός και αντιπαθής επιστάτης, καθώς και οι ντόπιοι που περισσότερο με δουλοπάροικους μοιάζουν παρά με εργάτες της γης, ρίχνονται στην πλοκή μ’ έναν τρόπο που σου αφήνει τη βεβαιότητα πως το ποιόν του χαρακτήρα τους θα ξεκαθαρίσει σ’ ένα από… τα επόμενα επεισόδια, όπου θα πέσει επιτέλους ένα κάποιο φως στον μέχρι τούδε βίο τους.

Κάτι τέτοιο ασφαλώς και δεν γίνεται, με τη σκηνοθέτιδα να πασχίζει να διατηρήσει ένα minimum ενδιαφέροντος στα 90 λεπτά της διάρκειας της ταινίας. Δεν τα καταφέρει επ’ ουδενί, καθώς ο εκ των πραγμάτων περιορισμός της δράσης στα λίγα (εντυπωσιακά ως τοπίου) νησιώτικα τετραγωνικά, αποτελεί γι’ αυτήν ακόμη ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ο δημοσιογράφος πάει κι έρχεται ρωτώντας κι ανακρίνοντας καθώς προσπαθεί να βγάλει «λαβράκι», ο περίφημος «τρελός του χωριού» κάτι φαίνεται να ξέρει (ποιος να τον πιστέψει, όμως), οι δε τρεις γενναίες γυναίκες εμφανίζονται με μια μόνιμη αναστάτωση μπροστά στο φόβο του ν’ αποκαλυφθεί τι ακριβώς έκαναν τη νύχτα του ναυαγίου. Προς τιμήν της, πάντως, η Κονς δεν χρησιμοποιεί το στόρι στο πλαίσιο μιας σύγχρονης αναγωγής νεόκοπου φεμινισμού (όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε), αν και δεν πράττει το ίδιο με το φλέγον ζήτημα του προσφυγικού. Η αλληγορία του καραβιού, που φορτωμένο μετανάστες εκατό χρόνια πριν τραβούσε προς την ελπίδα, για να βουλιάξει με τρόπο ποταπό, είναι ολοφάνερη. Δεν είναι κακή ούτε ως επιμέρους ιδέα, ούτε ως υπενθύμιση της διαχρονικής ανθρώπινης βαρβαρότητας, από μόνα τους όμως όλα αυτά δεν αρκούν για να κάνουν μια κινηματογραφική ταινία πρόταση ψυχαγωγίας.