FreeCinema

Follow us

«ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ ΔΗΜΑΡΧΕ!» ΚΑΙ… ΜΗ ΜΑΣ ΓΡΑΦΕΙΣ.


Για όσο χρονικό διάστημα οι κινηματογράφοι παραμένουν κλειστοί, τα γραφεία διανομής θα αναγκάζονται να καταφεύγουν στη λύση του streaming και του VoD. Αυτές τις μέρες προστέθηκε στη λίστα των κατ’ οίκον πρεμιερών το κωμικό «Άντε Γεια Δήμαρχε!» από τη Χώρα των Βάσκων, μιλώντας μάλιστα την τοπική διάλεκτο.

Πρώτη απόπειρα της εταιρείας διανομής Weird Wave να διανέμει μέσω streaming κινηματογραφικό τίτλο, που ένεκα την ζοφερής πραγματικότητας δε μπορεί να περάσει από σκοτεινή αίθουσα. Μέσω της σχετικής υπηρεσίας του Videorama On Demand, καθώς και των ιστοσελίδων των υποστηριζόμενων κινηματογράφων Άστορ και Ανδόρα, ο θεατής μπορεί να νοικιάσει το (εκάστοτε) φιλμ έναντι χρέωσης 4,95 ευρώ, με το virtual e-ticket να ισχύει για 48 ώρες από τη στιγμή της αγοράς. Πέραν της «πρεμιέρας» τούτης, η πλατφόρμα έχει εμπλουτιστεί με αρκετά αξιόλογα φιλμ που η Weird Wave διένειμε κανονικά στις αίθουσες τον… παλιό εκείνο τον καιρό της λειτουργίας τους. Η χρέωση για τις ταινίες «καταλόγου» ξεκινά από 1,90 ευρώ (με το time frame σε αυτές τις περιπτώσεις να φτάνει τις 72 ώρες), ενώ υπάρχει και η δυνατότητα αγοράς του ψηφιακού αρχείου.

Το «Άντε Γεια Δήμαρχε!» αποτελεί sequel της αδιανέμητης στη χώρα μας κωμωδίας «Aupa Etxebeste!» (2005). Επρόκειτο για το ντεμπούτο του σκηνοθετικού διδύμου Ασιέρ Αλτούνα και Τέλμο Εσνάλ, το οποίο παρακολουθούσε τις περιπέτειες του επιχειρηματία Πατρίσιο και της οικογένειάς του. Ο πρώτος ήταν ένα καθόλα αξιοσέβαστο πρόσωπο, έτοιμος να διεκδικήσει τη δημαρχία μικρής πόλης στη Χώρα των Βάσκων, πλην όμως ήταν οικονομικά κατεστραμμένος, γεγονός που φρόντιζε να κρύβει από τους συμπολίτες του παραμένοντας σταθερά… κλειδωμένος εντός της οικίας του. Η ταινία είχε διακριθεί στο φεστιβαλικό κύκλωμα (βραβείο Youth Jury στο Σαν Σεμπαστιάν), με το ντουέτο των σκηνοθετών – γραφιάδων να επιχειρεί, δεκαπέντε χρόνια έπειτα, να δώσει συνέχεια στην ιστορία της.

Όπως ίσως μαρτυρά και ο ελληνικός τίτλος, ο Πατρίσιο έχει γίνει πια Δήμαρχος, παραμένοντας σταθερά αγαπητός στους κατοίκους της περιφέρειάς του. Αυτό που οι ψηφοφόροι του αγνοούν είναι πως ο σεβάσμιος (κατά τα άλλα) πρώτος πολίτης της πόλης τους, στέκει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα διαφθοράς, αφού η αγαπημένη του συνήθεια είναι να ξεζουμίζει τα ταμεία του Δήμου, κάνοντας τη μίζα να μοιάζει συνώνυμο του ονόματός του. Όταν τοπικός άρχοντας – «συνάδελφός» του πιάνεται από την τσιμπίδα του Νόμου, οι απατεώνες εργολάβοι που επί σειρά ετών τον έχουν άμεσο συνεργάτη τους στη ρεμούλα, ευγενικά τον συμβουλεύουν να παραιτηθεί από τη θέση του, τουλάχιστον μέχρι να περάσει η μπόρα, ορίζοντας ταυτόχρονα ως αντικαταστάτη έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, τον οποίο θα μπορεί να ελέγχει. Η σύζυγός του, δίχως να γνωρίζει τι παίζει, παίρνει με το έτσι θέλω την πρώτη θέση στο δημαρχιακό μέγαρο και… τα ευτράπελα αρχίζουν.

Έχουμε κι άλλες φορές αναφέρει πως σε αντίθεση με τη σύγχρονη λαϊκή γαλλική κωμωδία, η αντίστοιχη ιταλική και ισπανική διατηρεί στα σενάριά της κάποια ηθογραφικά στοιχεία, τα οποία προσδίδουν μια αύρα ταύτισης και σύνδεσης με το ντόπιο παρελθόν. Κάτι ανάλογο συμβαίνει εδώ, μιας και το ξεκίνημα του φιλμ θυμίζει κάτι από «Τα Παράπονα στον Δήμαρχο» (2017), υπό το πρίσμα ενός παλαιομοδίτικου φεμινισμού, που ελάχιστα διαφέρει επί της ουσίας από την «Κυρία Δήμαρχο» (1960) του Ροβήρου Μανθούλη. Ενώ, όμως, το φιλμ μοιάζει να θέλει να σατιρίσει την πολιτική διαφθορά, έστω με μία ολοκληρωτικά λαϊκή (έως λαϊκίστικη) προσέγγιση του θέματος, προτάσσοντας την ανωτερότητα της γυναικείας ικανότητας στον χειρισμό των κοινών, σύντομα γίνεται φανερό πως αυτός δεν ήταν ακριβώς ο στόχος. Το ντουέτο των Ισπανών σκηνοθετών μάλλον ένιωσε πως πρέπει να φέρει την ταινία στα μονοπάτια του προ δεκαπενταετίας original, οδηγώντας σταδιακά το στόρι στο ίδιο εκείνο κόλπο της αναγκαστικής απομόνωσης του (πρώην πια) Δημάρχου, μόνο που εδώ γίνεται με έναν τρόπο ο οποίος αρχικά θυμίζει μεν «Κεφαλονίτικες Ιστορίες» με φουλ του… θανατηφόρου εμφράγματος και των καρδιακών προβλημάτων, στην πορεία όμως χτυπάει άσχημα τοίχο, μη μπορώντας να δώσει την οποιαδήποτε λύση (που να στέκει, εννοείται).

Τα πασίγνωστα στερεότυπα των δημοσίων υπαλλήλων που κωλοβαράνε αναλύοντας όλα τα άρθρα του εργασιακού κώδικα, ώστε και με τη βούλα του νόμου να έχουν το δικαίωμα να μην κάνουν απολύτως τίποτα, ή του γιγαντιαίου μπελά της διαχείρισης μιας πολυκατοικίας, είναι τέτοια που μπορεί να μιλήσουν κατευθείαν στην καρδιά του ελληνικού κοινού, αλλά εάν το ζητούμενο είναι το πετυχημένο χιούμορ, τότε μην περιμένετε… απολύτως τίποτα, επίσης. Οι ήρωες του έργου είναι όσο «παλιακά» γραφικοί μπορεί κάποιος να φανταστεί (ο μιζαδόρος, ο συνδικαλιστής, η αθώα σύζυγος, ο παππούς, ο πολιτικάντης), η υποπλοκή με τον διαζευγμένο γιο και τα παιδιά του που οφείλει πια να φροντίζει ο συνταξιούχος Δήμαρχος έχει βγει κατευθείαν από τον «Τελευταίο… Άντρα» (1980) του Όμηρου Ευστρατιάδη, το δε φινάλε της υπόθεσης μίζας και κομπίνας, για κωμωδία που θέλει να εκθέσει τα κακώς κείμενα της δημόσιας διοίκησης, περισσότερο εξευτελίζει το εκλογικό σώμα παρά του περιποιεί τιμή. Σα να λέμε λαουτζίκος και στην υγειά των κορόιδων, ένα και το αυτό.