ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ (2017)
(UNLOCKED)
- ΕΙΔΟΣ: Κατασκοπευτικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Άπτεντ
- ΚΑΣΤ: Νούμι Ραπάς, Τόνι Κολέτ, Ορλάντο Μπλουμ, Τζον Μάλκοβιτς, Μάικλ Ντάγκλας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Πρώην υπερκατάσκοπος της CIA κι αστέρι στην ανάκριση δύσκολων υπόπτων, η Άλις ζει σχετικά ήσυχα στο Λονδίνο, μέχρι τη στιγμή που καλείται να επιστρέψει στην ενεργό δράση για να αποτρέψει μια τρομοκρατική επίθεση.
Τι χρειάζεται ένα κινηματογραφικό, κατασκοπευτικό ή μη, θρίλερ για να ξεχωρίσει και να συναρπάσει; Εύστοχες, απρόβλεπτες ανατροπές, μερικές καλοκουρδισμένες, ευφάνταστες σκηνές δράσης, μα πάνω απ’ όλα χαρακτήρες. Που θα σε αρπάξουν από το χέρι, τον λαιμό, τη μέση, και θα σε κάνουν συνεργό στον αγώνα, τα πάθη, τα διλήμματα, τις αποφάσεις και τα… «ταχυδακτυλουργικά» τους. Χαρακτήρες που προκύπτουν αδιαμφισβήτητα, οικεία ανθρώπινα πλάσματα – κατάσκοποι της διπλανής πόρτας. Άνθρωποι σαν τον Τζέισον Μπορν, τον Τζόζεφ «Κόνδορα» Τέρνερ ή τον «Wanted» Γουέσλι.
Αυτή η «Συνομωσία» (sic, ας ανοίξει κανένα λεξικό ο διανομέας…) ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και είναι οπλισμένη με αναμφίβολες αρετές. Το σενάριο του Πίτερ Ο’Μπράιαν φιγούραρε στη χολιγουντιανή blacklist του 2008 με τα καλύτερα μη γυρισμένα σενάρια. Διαθέτει μια εξαιρετική, αναπάντεχη ανατροπή στην αρχή της και μερικές ακόμα όχι το ίδιο συναρπαστικές αλλά αρκούντως ικανοποιητικές καθ’ όλη τη διάρκειά της. Χορογραφεί με αποτελεσματικό tempo και ρεαλισμό ουκ ολίγες σώμα με σώμα σκηνές δράσης (στο τέλος της αρχικής ανάκρισης, στο μαροκινό καφενείο, στο ασανσέρ και στο parking με τα Rottweiler) και φαντασία που κόβει την ανάσα στην τελική αναμέτρηση της Άλις με τον κακό της υπόθεσης, να βρίσκονται μετέωροι πάνω από ένα αβυσσαλέο κενό. Σηκώνει ελάχιστα και καίρια (για τις απαιτούμενες ανάσες – στο διάλειμμα «προσωπικής ζωής» από την ανάκριση στο μπάνιο, στην ταράτσα με τον ουρανοκατέβατο νέο συνεργάτη, στην αποκαλυπτική τελική συνομιλία με την επικεφαλής των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών, Έμιλι) το γκάζι από τον ρυθμό των εξελίξεων. Είναι σκηνοθετημένο από τον Άπτεντ, που έχει επανειλημμένα αποδειχτεί εξαιρετικός διευθυντής ηθοποιών («Η Κόρη του Ανθρακωρύχου», «Γορίλες στην Ομίχλη», «Nell»). Έχει εκλεκτό, αξιοζήλευτο καστ. Και ανατρέπει αθόρυβα (αν και όχι εξίσου τολμηρά ή ουσιαστικά σε σχέση με το «Atomic Blonde») το κλισέ της μοιραίας, über σέξι υπερκατασκόπου (βλέπε «Salt» και «Κόκκινο Σπουργίτι»), επιλέγοντας τις κάθε άλλο παρά larger than life Ραπάς (Άλις) και Κολέτ (Έμιλι – ρόλος αρχικά γραμμένος για άνδρα) να ερμηνεύουν εξαιρετικά ικανές σε κάθε πτυχή της δουλειάς τους, πλην του – αυστηρά αρσενικού εδώ – παιχνιδιού αποπλάνησης, επαγγελματίες.
Όσο, όμως, προσγειωμένες στην πραγματικότητα κι αν είναι τόσο οι τελευταίες, όσο και λίγο πολύ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους, το χέρι, ο λαιμός και η μέση σου ελάχιστη πίεση ή ταραχή θα νιώσουν. Γιατί όσο πιο πολύ απομακρύνονται από την αίγλη του «Κοριτσιού Με το Τατουάζ» η Ραπάς, και του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» ο Μπλουμ, τόσο λιγότερο ηθοποιοί ή star ευρέος φάσματος αποδεικνύονται. Η Ραπάς ειδικά, που έχει όλη την ταινία επάνω της, εδώ πείθει ιδιαίτερα ως άνθρωπος αλλά ελάχιστα ως υπερκατάσκοπος… της διπλανής πόρτας. Γιατί, αντίθετα, δίνεται πολύ λίγος χρόνος στους αμφότερους στιλπνούς, κοφτερούς, ακαλούπωτους και δη εξόχως απολαυστικούς Μάλκοβιτς (ως επικεφαλής της CIA) και Κολέτ. Άσε που η παρουσία / ιστορία της τελευταίας σταματά άτσαλα και αιφνίδια μετά την καταστροφική επιχείρηση στη λίμνη, αφήνοντάς την εκκρεμή κι ανολοκλήρωτη. Γιατί, τέλος, και η επιλογή και ο ρόλος του Ντάγκλας είναι λάθος, καθώς αποδυναμώνει μια από τις σημαντικότερες ανατροπές της ταινίας, ενώ ο ρόλος του – όσο κι αν προσπαθεί – δεν βγάζει απολύτως κανένα νόημα ή ανθρωπιά.