ΟΛΑ ΟΣΑ ΜΑΘΑΜΕ ΜΑΖΙ (2015)
(TUDO QUE APRENDEMOS JUNTOS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σέρζιο Μασάντο
- ΚΑΣΤ: Λάζαρο Ράμος, Κάικε ντε Ζέζους, Έλζιο Βιέιρα, Σάντρα Κορβελόνι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Αφού παγώνει στην audition του και χάνει την ευκαιρία να γίνει μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σάο Πάολο, ο – ανερχόμενος βιολονίστας – Λαέρτης αναγκάζεται να γίνει καθηγητής μουσικής σε σχολείο της Ελιόπολης, μιας από τις περιβόητες βραζιλιάνικες φαβέλες. Και συνειδητοποιεί πως, όντως, διαμάντια βρίσκεις στη λάσπη…
Όχι, δεν κάνεις λάθος. Μπορεί να σου πάρει μερικά, ελάχιστα λεπτά, αλλά αναμνήσεις από την αναπάντεχα μεγάλη (εμπορική) επιτυχία «Ασυμβίβαστη Γενιά» της Buena Vista και της Μισέλ Φάιφερ από το 1995 (μαζί με το εξίσου ανέλπιστο hit «Gangsta’s Paradise» του Coolio) και τη βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα (καλλιτεχνική) επιτυχία «Ανάμεσα στους Τοίχους» του Λοράν Καντέ από το 2008 θα αφυπνιστούν γλυκά στο θυμικό σου.
Πιο ρεαλιστικό από το μεν, πιο λυρικό από το δε, αυτό το 13ο, κάθε άλλο παρά γρουσούζικο, πόνημα του πολυβραβευμένου στην πατρίδα του (και όχι μόνο) Βραζιλιάνου σεναριογράφου (του εξαιρετικού, παραγνωρισμένου, «Σπασμένου Απρίλη» του Γουάλτερ Σάλες μεταξύ άλλων) και σκηνοθέτη δεν σε κερδίζει (αν έχεις δει πολύ και καλό σινεμά) με τη σεναριακή του πρωτοτυπία. Από την οποία δεν διαθέτει και πολλά. Και το ξέρει. Σε κερδίζει, όμως, με τις γενναίες επιλογές του. Να αποφύγει το στη διαπασών (μελό)δραμα, τα πολλά λόγια και εξηγήσεις, τα εύκολα συμπεράσματα και τακτοποιημένα φινάλε. Να εμπιστευτεί τηλεοπτικούς ή άσημους στην πλειονότητά τους, αλλά αληθινούς ηθοποιούς. Και, κυρίως, να σκηνοθετεί και να μοντάρει σαν να ερμηνεύει ένα ορχηστρικό κομμάτι μουσικής…
Με το solo κρεσέντο ενός πατέρα που πιάνει από τον λαιμό το γιο του για να τον υποτάξει στη θέλησή του, που γίνεται κομμάτι των diminuendo, νυχτερινών ήχων της φαβέλας (φωνές άλλων ανθρώπων, σκυλιών, πουλιών και αυτοκινήτων), καθώς το μοντάζ κάνει απότομο cut σε πανοραμικό πλάνο της Ελιόπολης. Ή με τα εν χορώ κρεσέντο: μεταφορικό εκείνο της σε απόγνωση νεολαίας που αντιμάχεται την αστυνομία στους δρόμους, διαμαρτυρόμενη για το κλεμμένο μέλλον της, και κυριολεκτικό, αλλά επίσης στον δρόμο, της ορχήστρας των μαθητών του Λαέρτη. Το μεν καταλήγει και συντονίζεται με το diminuendo της οργισμένης θλίψης του Λαέρτη, πίσω στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Το δε, και πάλι, με τους νυχτερινούς ήχους της πόλης.
Και με τις παύσεις. Καίριες, εύστοχες, γόνιμες. Και διαπεραστικές. Μέχρι το μεδούλι. Σαν εκείνη που ακολουθεί την κορύφωση του κυνηγητού από την αστυνομία και έπεται εκείνης του τηλεοπτικού, ειδησεογραφικού ρεπορτάζ. Όταν η κάμερα στέκει για λίγο, παγωμένη και βουβή, στην τσακισμένη, κλεμμένη μηχανή στο δρόμο της φαβέλας. Μέσα σ’ αυτήν την κινηματογραφική ενορχήστρωση, οι περίφημες, αγαπημένες μουσικές του Μπαχ, του Μότσαρτ και του Αλμπινόνι ούτε παίζονται ούτε ακούγονται τυχαία. Αντίθετα, συνταιριάζονται όταν και όπως πρέπει, σοφά, με τις εικόνες και τους υπόλοιπους ήχους του φιλμ, ως αναπόσπαστα στοιχεία της αφήγησης. Κάπως έτσι, αυτή η κινηματογραφική μελωδία δεν σου λέει, δεν σου εξηγεί, δεν σου κάνει λιανά το τι βλέπεις και πώς πρέπει να αισθανθείς γι’ αυτό. Αντίθετα, δηλώνεται αφαιρετικά και γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις και το συναίσθημα, όπως η μουσική. Ως συλλογική και ταυτόχρονα εντελώς προσωπική εμπειρία. Τουτέστιν, «Όλα Όσα Μάθαμε Μαζί» και ο καθένας ξεχωριστά. Με χαμόγελα και δάκρυα στα μάτια…