Ο ΕΓΩΙΣΤΗΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ (2013)
(THE SELFISH GIANT)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κλίο Μπάρναρντ
- ΚΑΣΤ: Κόνερ Τσάπμαν, Σον Τόμας, Σον Γκίλντερ, Λορέιν Άσμπορν, Ίαν Μπάρφιλντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Ο Άρμπορ και ο Σουίφτι, δύο παιδικοί φίλοι, όχι και οι καλύτεροι μαθητές του σχολείου και μάλλον αρκετά επιρρεπείς στην αντιδραστική και αντικοινωνική συμπεριφορά, ανακαλύπτουν τα κρυφά τους χαρίσματα, που τους επιτρέπουν να δουλέψουν παράνομα για ψιλομαφιόζο ιδιοκτήτη μάντρας σιδερικών. Το τι θα κερδίσει ο καθένας και τι θα χάσει, τελικά, από αυτή τη «συνεργασία» είναι η πραγματική ουσία τής ιστορίας.
Αυτό που χρειάζεται εξαρχής να γίνει σαφές είναι ότι ο «Ο Εγωιστής Γίγαντας» δεν είναι ένα παιδικό παραμύθι, παρά το γεγονός ότι φέρνει στο μυαλό πολύ ελαφριά την ομώνυμη ιστορία τού Όσκαρ Γουάιλντ. Από την άλλη πλευρά, παρά τις πρώτες εντυπώσεις και το γεγονός ότι ασχολείται με την ίδια την εργατική τάξη, που «γέννησε» την πλειοψηφία των εμβληματικότερων τραγικών βρετανικών tales, η ταινία δεν πρέπει να παρεξηγηθεί ως ακόμα μια ζοφερή, μίζερη αγγλική ιστορία της σειράς. Αντιθέτως, το μυθοπλαστικό ντεμπούτο της Κλίο Μπάρναρντ αποτελεί ένα πολύ δυνατό αφήγημα ενηλικίωσης, που αξιοποιεί στο έπακρο το ντοκιμαντερίστικο παρελθόν τής σκηνοθέτιδος, παρουσιάζει διαύγεια και ξεκάθαρη γραφή στο όραμά του και, τελικά, εντυπωσιάζει με την ψυχραιμία και τον αυτοέλεγχό του, ακόμα κι όταν τα πράγματα καταφεύγουν σε επικίνδυνες δραματικές περιοχές.
Καταρχάς, η Μπάρναρντ δείχνει να σέβεται το λογοτεχνικό παρελθόν τής χώρας της και να ενσωματώνει οργανικά στην αφήγησή της στοιχεία που παραπέμπουν άμεσα σε αυτό. Μπορεί η σύνοψη να αναφέρει ότι η ιστορία διαδραματίζεται στο παρόν και, όντως, τα μοντέρνα στοιχεία να την τοποθετούν στο σύγχρονο χρονικό πλαίσιο, όμως, είναι αξιοθαύμαστο πόσο έντονα η σκηνοθέτις καταφέρνει να μεταδώσει μέσα από το φιλμ της το κλίμα τής Βρετανίας των τελών του 19ου αιώνα. Η καταχνιά, η θολούρα, τα κατάλοιπα της βιομηχανικής επανάστασης, μια ολόκληρη εργατική τάξη που παλεύει στα όρια της φτώχειας, η αμορφωσιά, η βρωμιά είναι εμφανή σχεδόν σε κάθε πλάνο του «Εγωιστή Γίγαντα». Ακόμα και οι χαρακτηριστικές άμαξες της εποχής ανάγονται στο παρόν σε κάρα, προδίδοντας την προέλευση της ιστορίας. Εξάλλου, και μόνο το γεγονός ότι δύο παιδιά βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας, επιβεβαιώνει την υποψία ότι η ταινία κατάγεται από το πνεύμα του Όσκαρ Γουάιλντ.
Ταυτόχρονα, όμως, η ταινία είναι απόλυτα συγγενής με την πρόσφατη βρετανική παραγωγή (περισσότερο του Κεν Λόουτς), που εστιάζει στους λιγότερο προνομιούχους κατοίκους της Γηραιάς Αλβιώνας, που δεν τους απασχολεί τίποτα παραπάνω από την καθημερινή επιβίωση. Ο Άρμπορ είναι παγιδευμένος μέσα σε αυτή τη νοοτροπία και η αγωνία τής μητέρας του να αποκτήσει μόρφωση και ώθηση να σπουδάσει ώστε να ξεφύγει από το βούρκο στον οποίο εκείνη τον μεγάλωσε είναι μια από τις κινητήριες δυνάμεις τού φιλμ. Η μίζερη πραγματικότητα και η πνιγηρή απουσία ερεθισμάτων που περιορίζει τις ανθρώπινες συμπεριφορές δίνει το παρών και στον «Εγωιστή Γίγαντα», όμως, αυτό που κάνει τη διαφορά από τις υπόλοιπες βρετανικές ταινίες οι οποίες βασίζονται σε αυτό το μοντέλο είναι η ψύχραιμη αποτύπωση της Μπάρναρντ και η ευαισθησία της, μέσα στα τραγικά γεγονότα.
Γιατί, ναι, το «Εγωιστής Γίγαντας» φέρνει πολλές φορές τους χαρακτήρες του σε σύγκρουση είτε φωνάζοντας είτε προχωρώντας και στη φυσική βία. Επίσης, δε φείδεται του δράματος, με την τρίτη πράξη να σκοτεινιάζει απότομα (ακόμα κι αν η αρχή του φιλμ δεν ήταν ήδη αρκετά φωτεινή). Σε καμία περίπτωση, πάντως, η ταινία δε φαντάζει φωνακλάδικη ούτε και εκβιαστικά δραματική, παρά μετρημένα συγκινητική. Η Μπάρναρντ εμφανίζεται απόλυτα σίγουρη στο χειρισμό τής ιστορίας, δεν καταφεύγει σε μελοδραματισμούς ή ψεύτικους συναισθηματισμούς και εστιάζει στην ουσία τής κάθε πράξης, δείχνοντας κατανόηση για τους χαρακτήρες της, ακόμα κι όταν εκείνοι προκαλούν την τύχη τους. Η Μπάρναρντ ούτε εκθειάζει, ούτε δαιμονοποιεί το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Άρμπορ και την αγάπη που δείχνει ο Σουίφτι για τα άλογα (και την ιδιαίτερη επικοινωνία που αναπτύσσει μαζί τους), παρά μένει δίπλα τους μέχρι να κινηματογραφήσει την εξέλιξη και την τιμωρία ή / και σωτηρία τους. Στην επιτυχία της, συμβάλλουν σαφώς και οι δύο συγκλονιστικές παιδικές ερμηνείες (από τον Κόνερ Τσάπμαν και το Σον Τόμας, μη επαγγελματίες ηθοποιούς, που αποδεικνύουν και πάλι όσα καλά αποκόμισε η Μπάρναρντ από το χώρο τού ντοκιμαντέρ), οι οποίες αποκαλύπτουν αμέσως την πραγματική φύση τής ταινίας ως ιστορίας ενηλικίωσης.
Στην τελική, μπορεί να μην είναι η πιο καινοφανής ταινία που έχει υπάρξει (εξάλλου, το φιλμ βασίζεται περισσότερο στην αμεσότητα της σκηνοθεσίας παρά στην πρωτοτυπία τού σεναρίου), όμως, ο «Εγωιστής Γίγαντας» παρουσιάζει αυθεντικότητα και ειλικρίνεια, που είναι το σημαντικότερο για να επικοινωνήσει με το θεατή. Όταν η ταινία έχει καρδιά, είναι πολύ πιο εύκολο να της συγχωρήσεις τυχόν ατοπήματα (τα οποία στην προκειμένη περίπτωση, περιορίζονται, κυρίως, στην προδιαγεγραμμένη πορεία τής αφήγησης). Και αυτός ο «Γίγαντας» σίγουρα έχει όχι μόνο καρδιά αλλά και τη δύναμη να υποστηρίξει όλα του τα ολισθήματα με την ειλικρινή ματιά μιας πολλά υποσχόμενης δημιουργού.